Τα ζητήματα που αφορούν τις αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο πάντα προκαλούν αντιπαραθέσεις. Πράγμα λογικό, εάν σκεφτούμε ότι τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς τα θέματα που αφορούν το πεδίο αυτό της νομικής ρύθμισης αγγίζουν τον πυρήνα των έμφυλων σχέσεων και της προσπάθειας να υπάρξει υπέρβαση της υπαρκτής κληρονομιάς προηγούμενων πατριαρχικών μορφών.
Στην Ελλάδα αυτό επανήλθε στο προσκήνιο μέσα από το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου».
Το νομοσχέδιο αυτό, εκτός όλων των άλλων, καθιερώνει για πρώτη φορά εκδοχή υποχρεωτικής και ποσοτικά προσδιορισμένης συνεπιμέλειας των παιδιών, ορίζοντας υποχρέωση για τουλάχιστον ένα τρίτο του χρόνου επικοινωνίας του παιδιού με φυσική παρουσία με τον γονιό με τον οποίο δεν διαμένει. Αυτή η υποχρέωση έχει ως μόνο περιορισμό την αμετάκλητη καταδίκη του εν λόγω γονέα για πολύ σοβαρά αδικήματα: «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.»
Οι προβλέψεις αυτές όπως και ορισμένες άλλες, όπως είναι ότι το συμφέρον του παιδιού πλέον ορίζεται με βάση την συμμετοχή και των δύο γονέων («εξυπηρετείται πρωτίστως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και στην αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτού»), έχουν πυροδοτήσει μια μεγάλη αντιπαράθεση ως προς το ζήτημα που κωδικοποιείται ως «υποχρεωτική συνεπιμέλεια».
Πώς προέκυψε το αίτημα για «υποχρεωτική συνεπιμέλεια»
Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε στη συναινετική συνεπιμέλεια, δηλαδή τις περιπτώσεις όπου οι δύο γονείς αποφασίζουν από κοινού πώς θα διαχειριστούν την επιμέλεια του παιδιού, στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να συναποφασίσουν όποια διαρρύθμιση κρίνουν σκόπιμη.
Αναφερόμαστε στο ποιο θα είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνται τα δικαστήρια όταν καλούνται να αποφασίσουν για την επιμέλεια του παιδιού σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει συναίνεση των δύο γονέων.
Να διευκρινίσουμε επίσης ότι είναι άλλο πράγμα η γονεϊκη μέριμνα, που αφορά την ευθύνη που έχουν οι γονείς έναντι του παιδιού – και την οποία δεν μπορούν να απεμπολήσουν – και την επιμέλεια που αφορά το πρακτικό μέρος της διαμονής του παιδιού, των όρων επικοινωνίας με τον άλλο γονέα κ.λπ.
Το αίτημα τώρα για υποχρεωτική συνεπιμέλεια προέκυψε κυρίως ως αίτημα αρρένων γονέων που υποστήριξαν ότι τα δικαστήρια με βάση το ισχύον πλαίσιο παίρνουν αποφάσεις που παγίως αναθέτουν την επιμέλεια στη μητέρα, στερώντας από τους μπαμπάδες το δικαίωμα στην από κοινού συνεπιμέλεια.
Κατά τη γνώμη αυτών των γονέων η πάγια πρακτική των δικαστηρίων επιτρέπει στις μητέρες που έχουν αναλάβει την επιμέλεια να μεθοδεύουν ουσιαστικά την αποξένωση των παιδιών από τον άλλο γονέα, στοιχείο που έχει ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στον ψυχισμό των παιδιών. Σε αυτό το πλαίσιο κινήσεις όπως οι «Ενεργοί Μπαμπάδες» έχουν κάνει διαφημιστικές καμπάνιες υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας και της ίσης κατανομής της επιμέλειας και του χρόνου ανάμεσα στους δύο γονείς.
Είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα;
Διαβάζοντας τις ανακοινώσεις των υποστηρικτών της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας αισθάνεται κανείς ότι υπάρχει μια γενικευμένη αδικία σε βάρος ανδρών που στερούν μετά το διαζύγιο της επαφής με τα παιδιά τους.
Ωστόσο, τα ίδια τα δεδομένα δεν δείχνουν να επιβεβαιώνουν μια τόσο γενικευμένη τάση. Καταρχάς παρότι όντως τα στοιχεία που υπάρχουν δείχνουν ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων τα δικαστήρια αναθέτουν την επιμέλεια στις μητέρες, αυτό γίνεται πέραν όλων των άλλων γιατί σε πολύ λίγες περιπτώσεις διεκδικούν την επιμέλεια οι άντρες και όταν τη διεκδικούν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αποφάσεις είναι συντριπτικά κατά τους. Μάλιστα, όσο περνούν τα χρόνια μάλλον τα δικαστήρια τείνουν πιο εύκολα να αναθέσουν την επιμέλεια και σε άντρες γονείς, όταν φυσικά τη διεκδικούν.
Να σημειώσουμε ότι μέχρι το 1983 και τη μεταρρύθμιση που έφερε ο Ν. 1329/1983, που θεωρείται από τους πιο προοδευτικούς η επιμέλεια αποδιδόταν υποχρεωτικά στις μητέρες για τα κορίτσια μέχρι την ενηλικίωση και για τα αγόρια μέχρι το 12ο έτος.
Ούτε υπάρχει μία επιστημονική συναίνεση γύρω από το φαινόμενο της «γονεακής αποξένωσης», δηλαδή εάν και σε ποια κλίμακα υπάρχει όντως και σε ποιο βαθμό καθορίζεται από προβλέψεις του οικογενειακού δικαίου όπως αυτές που συζητάμε.
Προφανώς μεμονωμένες περιπτώσεις όπου άντρες γονείς αδικήθηκαν ως προς τη δυνατότητα να έχουν επικοινωνία με τα παιδιά τους, μετά από διαζύγιο, όμως είναι προφανές ότι οι νόμοι δεν αλλάζουν επειδή σε κάποια περίπτωση δεν εφαρμόστηκαν σωστά.
Η επιστροφή των «αντρικών δικαιωμάτων»
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα κινήματα αρρένων γονέων υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας (που δεν είναι μόνο ελληνικά, αλλά υπάρχουν εδώ και χρόνια και διεθνώς) αποτελούν τμήμα μια ευρύτερης τάσης εκ νέου διεκδίκησης των «δικαιωμάτων των αντρών».
Τέτοια κινήματα αντιδρούν στις κατακτήσεις του γυναικείου κινήματος και υποστηρίζουν ότι ο φεμινισμός έχει οδηγήσει στη φαλκίδευση των δικαιωμάτων των αντρών. Στο βαθμό που αμφισβητούν θεσμούς και κατακτήσεις που προσπαθούν να φέρουν την ισότητα των φύλων και να αποκαταστήσουν τις επιπτώσεις πατριαρχικών μορφών, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι είναι κινήματα συντηρητικά ή ακόμη και μισογυνικά.
Διεθνώς πάντως τα «κινήματα για τα δικαιώματα των μπαμπάδων» θεωρούνται τμήμα αυτής της γενικής τάσης και αντιμετωπίζονται υπό αυτό το πρίσμα της οπισθοδρόμησης σε σχέση με τα βήματα προόδου που έγιναν παγκοσμίως ως προς τα δικαιώματα των γυναικών και το οικογενειακό δίκαιο.
Τα προβλήματα από την υποχρεωτική συνεπιμέλεια
Μεγάλη κριτική έχει δοθεί στο γεγονός ότι αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας με γονέα (το υποχρεωτικό 1/3 του χρόνου που θέλει να εισάγει το υπουργείο Δικαιοσύνης) «είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής».
Αυτό, όμως, σημαίνει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ένας κακοποιητικός γονέας να διατηρήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με το κακοποιημένο παιδί για πολύ μακρό χρόνο, εφόσον αμετάκλητη είναι μόνο η απόφαση του Αρείου Πάγου. Όπως υποστηρίζει ο Δρ. Γ. Νικολαΐδης, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και εκπρόσωπος της Ελλάδα στην Επιτροπή Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση, αυτό ισοδυναμεί με τιμωρία των παιδιών που έχουν το θάρρος να καταγγείλουν την κακοποίησή τους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού, σωματικής ή σεξουαλικής για παράδειγμα, για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό, να πάει στο Εφετείο και να τελεσιδικήσει στον Άρειο Πάγο, συχνά χρειάζεται να ξεπεράσει τη δεκαετία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα παιδί που κακοποιείται από τον ένα γονιό του και βρίσκει το θάρρος να το καταγγείλει θα πρέπει υποχρεωτικά να περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή γονιό του μέχρι να ενηλικιωθεί. Και όχι απλώς να είναι σε επικοινωνία με τον κακοποιητή γονιό του: να βρίσκεται στο 1/3 του χρόνου στον πλήρη έλεγχο του γονέα που το κακοποίησε σωματικά ή και σεξουαλικά στερούμενο κάθε προστασίας. Αυτό είναι σαν να τιμωρεί η πολιτεία όσα παιδιά βρίσκουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν.»
Έπειτα θεωρείται ότι το νομοσχέδιο αυτό σχετικοποιεί την έννοια του συμφέροντος του παιδιού, εφόσον δεν το συνδέει με τις αυτοτελείς ανάγκες του, αλλά με τη συμμετοχή και των δύο γονιών την ανατροφή του, δηλαδή συγχέει την έννοια του συμφέροντος του παιδιού με αυτή τη διαρρύθμισης των σχέσεων ανάμεσα στους δύο γονείς. Κριτική έχει δεχθεί και η αναφορά στο ότι η γνώμη του παιδιού θα λαμβάνεται υπόψη μόνο εφόσον «δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης και υποβολής», μια που αυτό θα οδηγήσει σε γενικευμένη αμφισβήτηση της γνώμης των παιδιών.
Και βέβαια υπάρχει και η κριτική ότι με τον τρόπο που ορίζει το νομοσχέδιο αυτό την υποχρεωτική συνεπιμελεια και την υποχρεωτική κατανομή χρόνου επικοινωνίας με φυσική παρουσία, ανοίγει ένας δρόμος ώστε άρρενες γονείς να διεκδικούν να καταβάλλουν μικρότερες διατροφές σε περιπτώσεις διαζυγίων (ένα επιχείρημα που έχει εμμέσως καταγραφεί σε ορισμένες τοποθετήσεις), στοιχείο που έχει κάνει ορισμένους να υποστηρίζουν ότι αυτό αποτελεί και «κρυφή ατζέντα» της όλης κίνησης.
Το οικογενειακό δίκαιο δεν έχει ανάγκη από μια οπισθοδρόμηση
Διαβάζοντας κανείς αρκετές τοποθετήσεις υποστηρικτών της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας εντυπωσιάζεται από τον τρόπο που τείνουν στο ίδιο αφήγημα ότι οι γυναίκες εκμεταλλεύτηκαν το ισχύον καθεστώς και ότι οι άντρες είναι αδικημένοι στις υποθέσεις διαζυγίων. Ενίοτε αυτό φτάνει σε καρικατούρες περί των επιτιθέμενων γυναικών και των αμυνομένων αντρών.
Μια τέτοια τοποθέτηση μόνο προβληματική μπορεί να χαρακτηριστεί. Γιατί, όπως και να δει κανείς, η πραγματικότητα είναι ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ακόμη πολλαπλές ανισότητες και σε κανένα βαθμό δεν είναι ευνοημένες.
Η ίδια πραγματικότητα αναφέρει ότι σε πολλά από τα διαζύγια που οδηγούνται στη δικαστική διένεξη και δεν αποτελούν συναινετική διαπίστωση ότι ένας γάμος έχει κλείσει τον κύκλο του, υποκρύπτονται κακοποιητικές συμπεριφορές. Δηλαδή, συχνά το διαζύγιο είναι η έξοδος από συνθήκη ενδοικογενειακής βίας για την οποία στην περισσότερες των περιπτώσεων ευθύνη έχουν οι άντρες.
Αντίστοιχα, στοιχείο της πραγματικότητας είναι ότι όταν μιλάμε για κακοποιητικές συμπεριφορές εντός οικογενειών, αυτές αφορούν και τα παιδιά και με αυτή την έννοια σίγουρα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές προβλέψεις όπως είναι η διατήρηση της επικοινωνίας και μάλιστα με φυσική παρουσία ανάμεσα σε ένα κακοποιημένο παιδί και το κακοποιητή γονέα επειδή δεν έχει τελεσιδικήσει η υπόθεση.
Το ισχύον καθεστώς προφανώς είχε ελλείψεις και προβλήματα. Όμως αποτέλεσε στην εποχή του προοδευτική τομή και σίγουρα δεν ήταν οπισθοδρομικό. Αντίθετα, θα ήταν βαθιά οπισθοδρομική επιλογή να θεωρήσουμε ότι δήθεν «οι γυναίκες παραπήραν αέρα» ή ότι είναι «ευνοημένες» και οι άντρες «αδικημένοι». Ούτε βέβαια υπάρχουν κάποια «αντρικά δικαιώματα» που παραβιάζονται και η έννοια αυτή μόνο ως αντιδραστική μπορεί να θεωρηθεί.
Η ανάγκη να εξασφαλίσουμε το συμφέρον των παιδιών σε κάθε περίπτωση, που περιλαμβάνει προφανώς και την προσπάθεια ένα διαζύγιο να μην αποτελεί τραυματική εμπειρία, δεν μπορεί να σημαίνει επιλογές θεσμικές που τελικά να κάνουν τα πράγματα χειρότερα, είτε για τα δικαιώματα των παιδιών, είτε για τα δικαιώματα των γυναικών.
Παναγιώτης Σωτήρης