Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
Τι έμαθα από τον υποτιθέμενο αφορισμό μου από τον σχολάζοντα Μητροπολίτη Αμβρόσιο; – γράφω «υποτιθέμενο» καθώς μονάχα η Ιεραρχία της Εκκλησίας αφορίζει, με αυξημένη μάλιστα πλειοψηφία. Πολλά και ωφέλιμα έμαθα. Κυρίως δε θλιβερά.
Πρώτον ότι υπάρχουν άνθρωποι κατά τεκμήριον μορφωμένοι, που αδυνατούν να ξεχωρίσουν ένα άρθρο γνώμης από ένα διήγημα.
Οι οποίοι πιστεύουν ότι ο πεζογράφος αναγκαστικά ταυτίζεται με τους ήρωες που πλάθει. Οπως με αναθεμάτισαν για τα λεγόμενα του Ρωμαίου Κεντυρίωνα – φανταστικού προσώπου, κεντρικού χαρακτήρα στο χριστουγεννιάτικο διήγημά μου για «ΤΑ ΝΕΑ» – εάν έγραφα μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν δολοφόνο, θα μου φόρτωναν προφανώς τα εγκλήματά του. Θα απαιτούσαν αν μη τι άλλο εισαγγελική παρέμβαση, θεωρώντας ότι προπαγανδίζω ανθρωποκτονίες, ληστείες και λοιπά φρικώδη. Τυχερή Αγκαθα Κρίστι, κωλόφαρδοι Γιάννη Μαρή και Πέτρο Μάρκαρη, πώς τόσα χρόνια περνάτε κάτω από το ραντάρ τους; Παλιά -είναι αλήθεια – το κοινό θεατρικών παραστάσεων, ιδίως στην ύπαιθρο, έπαιρνε τοις μετρητοίς όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Αποδοκίμαζε, μέχρι και πυροβολούσε τους ηθοποιούς που υποδύονταν τους κακούς.
Δεύτερον, μπήκα στο στόχαστρο των «προσκόπων» της Παναγίας. Τι τραύματα κουβαλούν από την παιδική τους ηλικία, ώστε να θεωρούν ότι η Πανάγαθη Μητέρα όλων θα οργισθεί, θα εκμανεί επειδή ένας σκιτσογράφος σατίρισε μια λαϊκή δοξασία σχετική με το πρόσωπό Της (το περιστατικό με τον κρίνο δεν αναφέρεται σε κανένα Ευαγγέλιο) κι επειδή ένας πεζογράφος αφηγήθηκε μια παραλλαγή της παραδομένης ιστορίας; Δεν έχουν νιώσει στοργικό χάδι γονιού; Δεν διακρίνουν καν ότι το μεγαλείο του Θεού στην Καινή Διαθήκη είναι η άφεση, η συγγνώμη; Στο «Αγαπάτε Αλλήλους» συνοψίζει ο ίδιος ο Χριστός τη διδασκαλία του. Εκείνοι αντιθέτως αφορμή ψάχνουν για να εξαπολύσουν φοβερές κατάρες.
Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στον κύριο Αμβρόσιο. Δεκάδες έλαβα αυτές τις μέρες μηνύματα μένους από ανθρώπους που λαχταρούσαν να με δουν να φτύνω το γάλα που βύζαξα. Να απαγχονίζομαι σαν τον Ιούδα. Να βιώνω την έσχατη οδύνη, το άφατο πένθος. Μόνο έτσι θα ικανοποιούνταν.
Συνηθισμένα, θα μου πείτε, τα βουνά στα χιόνια. Εδώ και μια δωδεκαετία, απ’ τον καιρό της χρεοκοπίας και των μνημονίων, ουκ ολίγοι συμπολίτες μας ηδονίζονται υβρίζοντας, απειλώντας, κατασπαράζοντας διαδικτυακά όσους δεν τους αρέσουν. Ενδεδυμένοι τη λεοντή της ορθοδοξίας. Του πατριωτισμού. Της επαναστατικότητας. Της πολιτικής ορθότητας. Ενώ είναι, στην πραγματικότητα, απλώς χολερικοί φουκαράδες.
Το κίνημα του «ψόφα!» εξελίχθηκε σε «cancel culture», σε «κουλτούρα ακύρωσης». Εξοστρακίζεις, πάει να πει, όποιον κάνει ή λέει κάτι που σε βρίσκει αντίθετο. Εστω και από παραδρομή της γλώσσας. Εστω και υπό συνθήκες – γήρας, σοβαρή ασθένεια – που μειώνουν τον καταλογισμό. Διαγράφεις μονοκοντυλιά προσωπικότητες, έργα ζωής. Απαξιώνεις. Καταβαραθρώνεις.
Ο σπουδαίος Μένης Κουμανταρέας -μολονότι ουδέποτε στρατευμένος ούτε καν έντονα πολιτικοποιημένος – είχε ορθώσει το δημοκρατικό του ανάστημα σε καιρούς δύσκολους, στη χούντα, συμμετέχοντας στα αντιστασιακά «18 Κείμενα». Οταν βρισκόταν πια στα στερνά του, του είχε ξεφύγει σε τηλεοπτική εκπομπή, μια απίθανη ανοησία. Κι αντί να κάνουν τα μειράκια πως δεν άκουσαν, αντί να δείξουν ελάχιστο σεβασμό προς τον πνευματικό παππού τους, έπεσαν να τον φάνε! Γιατί;
Ποιος συχνάζει σε λιθοβολισμούς; Ο καταπιεσμένος, ο ακυρωμένος άνθρωπος. Οποιου στην καθημερινότητά του όλα του φταίνε. Η εργασία του είναι δουλεία. Το σπίτι του κελί. Τα πλέον προσφιλή του δήθεν πρόσωπα ανομολόγητοι εχθροί, με τους οποίους είναι σε ακήρυχτο, ψυχρό πόλεμο. Και άτολμος να σπάσει τα αναρίθμητα μικρά δεσμά του, να επιχειρήσει έξοδο ηρωική κι όπου τον βγάλει, ενώνεται με τον όχλο. Ξεσπάει κανιβαλίζοντας. Βρίσκει χαρά στο μίσος.
Τα σχόλια είναι κλειστά.