Υψηλά επίπεδα βιταμίνης D, που φτάνουν τις ανώτερες ανεκτές ημερήσιες δόσεις και η συντήρησή τους με δόσεις που δεν χρειάζονται ιατρική επίβλεψη, μπορούν να προστατεύσουν από σοβαρή ή κρίσιμη νόσο ή ακόμη και από θάνατο από τη νόσο COVID -19, μέχρι και σε ποσοστό σχεδόν 80%.
Η θετική επίδραση της βιταμίνης D στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος ώστε να ανταπεξέρχεται τη νόσο από κοροναϊό επιβεβαιώνεται τώρα Έλληνες ερευνητές σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Ο παιδοενδοκρινολόγος Δημήτρης Παπαδημητρίου, συνεργάτης του τμήματος Ενδοκρινολογίας στο Αρεταίειο Νοσοκομείο και στο Ιατρικό Αθηνών, ο νευρολόγος Αλέξανδρος Βασσάρας από το τμήμα νευρολογίας του νοσοκομείου Παπαγεωργίου και το τμήμα Νευροανοσολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και ο καθηγητή Ενδοκρινολογίας από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Michael Holick, διαπίστωσαν από τη μελέτη τους, ότι υψηλά επίπεδα βιταμίνης D, θα μπορούσαν να αποτρέψουν τους θανάτους από COVID -19, σε ποσοστά από 62,9 – 78,8%.
Τα ανώτατα επίπεδα βιταμίνης D, κυμαίνονται μεταξύ 40-60 ng/mL. Τα ποσά αυτά μπορούν να συντηρούνται με χαμηλότερες δόσεις χωρίς ιατρική επίβλεψη, βελτιώνοντας την υγεία του πληθυσμού, εξαιτίας της ρυθμιστικής δράσης της συγκεκριμένης βιταμίνης στον οργανισμό μας.
Έτσι, στους ασθενείς με COVID-19 διαπιστώθηκε πως η χορήγηση 0,532 mg καλσιφεδιόλης, συνεχίζοντας με τη μισή δόση (0,266 mg) τις ημέρες 3 και 7 της ασθένειας και στη συνέχεια σε εβδομαδιαία βάση μέχρι το εξιτήριο ή την είσοδο σε μονάδα εντατικής θεραπείας, μπορεί να μειώσει σημαντικά την ανάγκη θεραπείας μονάδας εντατικής θεραπείας.
Ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης, παιδοενδοκρινολόγος Δημήτρης Παπαδημητρίου, μιλώντας στο in.gr, επεσήμανε ότι η χώρα βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο lockdown σχεδόν ένα χρόνο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να παραμένουν κλεισμένοι και μακριά από τον ήλιο οπότε παρατηρούνται ήδη χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε όλες τις ηλικίες. Το ίδιο πρόβλημα όμως εντοπίζεται και διεθνώς, με τους ειδικούς να προβλέπουν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D θα αποτελέσουν προοπτικά θέμα δημόσιας υγείας.
Η μελέτη για τη σχέση της βιταμίνης D με τη νόσο από κοροναϊό, αξιολογήθηκε ήδη και πρόκειται να δημοσιευθεί το επόμενο τεύχος του World Journal of Virology. Οι τρεις ειδικοί, πήραν στοιχεία από το Worldometer και συσχέτισαν την συγκέντρωση της βιταμίνης D στον πληθυσμό και τον αριθμό των κρουσμάτων, των περιστατικών σοβαρής νόσησης και θανάτων από COVID-19 σε 26 ευρωπαϊκές χώρες άνω των 4 εκατ. κατοίκων.
Τα διαφορετικά επίπεδα βαρύτητας της νόσου COVID – 19 συγκρίθηκαν με τα επίπεδα βιταμίνης D στους πληθυσμούς, όπου ποσότητες της βιταμίνης στον οργανισμό, κάτω από 20 ng/ml χαρακτηριζόταν ελλειμματική, μεταξύ 20-25 ng/ml ήταν ήπια ανεπαρκής, ανεπαρκής μεταξύ 25-30 ng/ml και επαρκής πάνω από 30 ng/ml, ενώ στη μελέτη συνυπολογίστηκε και το προσδόκιμο ζωής.
Στατιστική σταθμισμένη ανάλυση (με ANOVA) εξέτασε τη συσχέτιση μεταξύ των σοβαρά νοσούντων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, σε σχέση με τα επίπεδα της βιταμίνης D, όπου 22% των βαριά νοσούντων και το 6,29% των θανάτων μπορούσαν να εξηγηθούν από τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Η ανάλυση έδειξε μείωση της σοβαρής ασθένειας κατά 9,2% στο γκρουπ με έλλειψη βιταμίνης D, κατά 47,6% στο γκρουπ με ήπια ανεπάρκεια και κατά 100% στα άτομα με επαρκή επίπεδα βιταμίνης D.
Για τους θανάτους η αντίστοιχη τάση μείωσης ήταν 62,9% στην ομάδα της έλλειψης της βιταμίνης, 65,15% στην ομάδα της ανεπάρκειας της βιταμίνης και 78,8% στην ομάδα που είχε επαρκή επίπεδα βιταμίνης D.
Μπορεί να μην βρέθηκε άμεση συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων βιταμίνης D και των συνολικών περιστατικών που ανένηψαν ανά εκατομμύριο πληθυσμού, όμως διαπιστώθηκε μείωση κατά 47% , 64% και 80% της σοβαρής ή κρίσιμης νόσου ανά εκατομμύριο πληθυσμού και μείωση κατά 61%, 82% και 102,4% στα περιστατικά θανάτου ανά εκατομμύριο πληθυσμού, ενώ όταν ελέγχθηκε και το προσδόκιμο επιβίωσης, διαπιστώθηκε πως η μείωση του κινδύνου αυξανόταν αναλογικά και όσο πιο μεγάλο ήταν το προσδόκιμο ζωής, τόσο πιο μεγάλη ήταν η μείωση των θανάτων.