Η ηλεκτρονική ψηφοφορία στις πρυτανικές εκλογές είναι η πλέον δημοκρατική και διαφανής επιλογή, που διασφαλίζει πλήρως το αδιάβλητο και διευκολύνει τη συμμετοχή, τόνισε χθες ο υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Βασίλης Διγαλάκης, χαρακτηρίζοντας τα επιχειρήματα που την απορρίπτουν κινδυνολογίες οργουελικής σύλληψης.
Ο κ. Διγαλάκης διαβεβαίωσε ότι η τεχνολογία παρέχει όλες τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλίδες για τη διασφάλιση του αδιάβλητου και του απορρήτου της διαδικασίας και διάβασε αποσπάσματα απόφασης (519) του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει γνωμοδοτήσει θετικά για την εγκυρότητα της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ήδη από το 2015.
«Το θέμα, λοιπόν, της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας έχει κλείσει. Δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε δέκα χρόνια πίσω και δεν μπορείτε να κατηγορείτε την ηλεκτρονική ψηφοφορία και να μην αναφέρεστε στα φαινόμενα που είχαμε πριν από αυτή, με τις αρπαγές καλπών από κάποιες ηχηρές μειοψηφίες», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Διγαλάκης απευθυνόμενος σε βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, στη συζήτηση επί των άρθρων τού υπό ψήφιση νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, κατά τη χθεσινή, δεύτερη μέρα συνεδριάσεων της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Αναφερόμενος στις πρυτανικές εκλογές, ο κ. Διγαλάκης εξήγησε ότι το σχήμα του ενιαίου ψηφοδελτίου για τους πρυτάνεις – αντιπρυτάνεις ήταν προεκλογική δέσμευση που υλοποιείται και η οποία εγγυάται τη δυνατότητα κυβερνησιμότητας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αποφυγή φαινομένων αδυναμίας λήψης αποφάσεων λόγω διαφωνίας και απόκλισης στην πολιτική μεταξύ πρύτανη και αντιπρυτάνεων.
Σχετικά με τη σύσταση του εκλεκτορικού σώματος ανάδειξης πρύτανη, ο κ. Διγαλάκης αναφέρθηκε στις πρακτικές άλλων χωρών, όπου παρόλο που η διαδικασία αυτή παρουσιάζει πολλές διαφοροποιήσεις, κοινός γνώμονας είναι η επίτευξη αυξημένης αυτονομίας και θεσμικής ελευθερίας των πανεπιστημίων, ως προϋπόθεση της αποτελεσματικής λειτουργίας τους.
Αντίστοιχα, στη χώρα μας βασικός στόχος της λειτουργίας των ΑΕΙ είναι η προαγωγή και η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και οι πρυτανικές αρχές καλούνται να εκπληρώσουν πολλά και απαιτητικά καθήκοντα, όπως ακαδημαϊκά, ερευνητικά και αναπτυξιακά, τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τη διοικητική διαχείριση. Είναι κρίσιμο, λοιπόν, το εκλεκτορικό σώμα που θα συμμετέχει στην ανάδειξη πρύτανη να είναι σε θέση να αξιολογεί και να κρίνει τέτοιου είδους προσόντα τα οποία δεν περιορίζονται σε διοικητικές ικανότητες.
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, ο κ. Διγαλάκης εξήγησε ότι η σύσταση του εκλεκτορικού σώματος -το οποίο, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, θα απαρτίζεται από το σύνολο των καθηγητών πρώτης βαθμίδας, των αναπληρωτών καθηγητών, των επίκουρων καθηγητών, μόνιμων και επί θητεία, καθώς και των υπηρετούντων λεκτόρων του Α.Ε.Ι.- βασίστηκε στην αρχή του εκλέγειν – εκλέγεσθαι και στην αντίληψη ότι ο πρύτανης έχει τον ρόλο του ακαδημαϊκού και ερευνητικού ηγέτη του πανεπιστημίου και δευτερευόντως του διοικητή.
Ο κ. Διγαλάκης τόνισε πως αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι υπόλοιπες κατηγορίες προσωπικού (ΕΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, διοικητικό προσωπικό) παραμερίζονται. Αντίθετα, εξακολουθούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις των ιδρυμάτων, καθώς εκπροσωπούνται και συμμετέχουν στα ανώτατα διοικητικά όργανα των πανεπιστημίων. Διευκρίνισε επίσης, ότι η σχετική διάταξη για το σώμα εκλεκτόρων προβλέπεται και είναι αποδεκτή από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και είναι εναρμονισμένη με την αρχή του αυτοδιοίκητου.
Τα σχόλια είναι κλειστά.