Με την κοινωνία να έχει μάθει να ζει και με τον ιό, ελαχιστοποιώντας τις απώλειες -αφού μπορεί η επιστήμη να μην καταφέρει ποτέ να τον εξαφανίσει- αντλούμε τρία βασικά μαθήματα
Θεοδώρα Ψαλτοπούλου*
Στις ημέρες που διανύουμε, συμπληρώνονται τρία έτη κήρυξης της πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ένα άγνωστο στέλεχος κορωνοϊού, στο οποίο δεν υπήρχε ανοσία μέχρι τότε, οδήγησε την ανθρωπότητα σε μία από τις πιο δραματικές επιπτώσεις σε απώλεια ανθρώπινων ζωών από λοιμώδη νοσήματα στην σύγχρονη ιστορία. Σήμερα, με την κοινωνία να έχει μάθει να ζει και με τον ιό αυτόν, ελαχιστοποιώντας τις απώλειες – αφού μπορεί η επιστήμη να μην καταφέρει ποτέ να τον εξαφανίσει- αντλούμε τρία βασικά μαθήματα.
Πρώτον, η εμπιστοσύνη στην εντυπωσιακή πρόοδο των βιοϊατρικών επιστημών, ταυτόχρονα με την εξειδικευμένη εμπειρία, την τεχνοκρατική προσέγγιση και την ακαδημαϊκότητα έχουν διαδραματίσει τον πιο ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση έναντι του κορωνοϊού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, φαρμακευτικές εταιρείες, Πανεπιστήμια και άλλες ακαδημαϊκές μονάδες, μη κερδοσκοπικοί ερευνητικοί φορείς και ινστιτούτα, με χρηματοδοτήσεις από διεθνείς, κρατικούς προϋπολογισμούς και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, συνεργάστηκαν αποτελεσματικά. Η μελέτη και η παραγωγή εμβολίων έγινε τάχιστα, ώστε να ανοσοποιηθεί ο πληθυσμός με ασφάλεια, μειώνοντας την πιθανότητα για βαριά νόσηση. Παντού, όπως και στην Ελλάδα, δόθηκε προτεραιότητα στους επιστήμονες στη διαχείριση της πανδημίας. Σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα υπερέβαλε εαυτόν προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στα νοσοκομεία, τα εργαστήρια και τις κλινικές, ώστε να διαμορφωθούν τα απαραίτητα διαγνωστικά και θεραπευτικά πρωτόκολλα, να διεξαχθεί η έρευνα για την αποκωδικοποίηση της λειτουργίας του παθογόνου ιού, και πάνω από όλα δίπλα στον ασθενή συνάνθρωπο.
Δεύτερον, η επιτυχής διαχείριση της πανδημίας ανέδειξε τη σημασία της Δημόσιας Υγείας. Στη χώρα μας, οι φορείς δημόσιας υγείας σε πρωτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο, τριτοβάθμιο επίπεδο, ανάμεσα τους και οι Πανεπιστημιακές κλινικές και εργαστήρια, και ειδικά το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, με ηρωικότητα λειτούργησαν στη διάρκεια της πανδημίας, παρά τη χρόνια υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση. Παράλληλα, η επιστημονική κοινότητα συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων, σε στενή συνεργασία με την Πολιτεία, για τη καθημερινή διαχείριση της πανδημίας. Ταυτόχρονα με την άμεση διαγνωστική και θεραπευτική παρέμβαση, αντιμετωπίζονται επιπλέον ανάγκες, όπως με τις γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης και την ίδρυση ιατρείων μακροχρόνιου (long) Covid. Πάνω από όλα, η ενδυνάμωση της Δημόσιας Υγείας οδηγεί στην άμβλυνση των ανισοτήτων ως προς την πρόσβαση στο υγειονομικό σύστημα.
Τέλος, η αντίδραση διεθνώς ήταν συλλογική, με ενότητα και πυγμή, ως προς τον κοινό «πανδημικό» αντίπαλο. Η αντιμετώπιση της πανδημίας θα ήταν βραδύτερη και με περισσότερα θύματα, αν δεν υπήρχε διεθνής συνειδητοποίηση για τη σημαντικότητα στη λήψη αποφάσεων και εν τέλει για την αξία της αλληλεγγύης, αφού η πανδημία του κορωνοϊού τόνισε την αλληλεξάρτηση όλων μας, σε ατομικό και διακρατικό επίπεδο. Όσον αφορά στη διεθνή επιστημονική συνεργασία, άξιο λόγου είναι ότι τα επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύουν με ανοιχτή πρόσβαση, διευκολύνοντας την ανταλλαγή επιστημονικών γνώσεων, ενώ δεν συμβαίνει το αντίστοιχο για θεματολογίες όπως ο καρκίνος. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη της σύγχρονης τεχνολογίας ανέστρεψε τον απομονωτισμό που προκάλεσε η τεράστια μεταδοτικότητα της πανδημικής λοίμωξης και η δυσχέρεια των μετακινήσεων, μέσω της τηλε-ιατρικής, της τηλε-εκπαίδευσης και των τηλε-συναντήσεων, στοιχείο που ευτυχώς έχει παραμείνει ως σήμερα.
Η αποτύπωση όλων και λιγότερων θανόντων και νοσούντων στα εγχώρια και διεθνή στατιστικά στοιχεία, είναι ενθαρρυντική. Ταυτόχρονα, τα όλο και μεγαλύτερα ποσοστά ανοσοποίησης πληθυσμών παγκοσμίως, μας οδηγούν στο τέλος της πανδημίας όπως την γνωρίζουμε. Διατηρείται η εγρήγορση για την προάσπιση της υγείας στα άτομα των ευπαθών ομάδων, όπως αποτυπώθηκαν κατά την τριετή διάρκεια της πανδημίας. Παρόλα αυτά, πάντα υπάρχει η αβεβαιότητα στο αν η παγκόσμια κοινότητα είναι επαρκώς προετοιμασμένη για την πιθανότητα απειλής από νέους ιούς. Η ευαισθητοποίηση των πληθυσμών για τους λοιμογόνους παράγοντες, η αποτελεσματικότητα των συστημάτων επιτήρησης, η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας σε διεθνές επίπεδο για τη λήψη έγκαιρων αποφάσεων, η επάρκεια σε αντίστοιχο εξοπλισμό και μέσα, αποτελούν σχετική προτεραιότητα.
Η πανδημία, που έχει επηρεάσει δραματικά όλους μας, μας διδάσκει. Αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι η επιστημονική, τεχνοκρατική γνώση και η εμπειρία, η συσπείρωση προς τον κοινό στόχο και η συλλογική στόχευση, η αφοσίωση και η εργατικότητα, αποδίδουν πολύτιμους καρπούς, όταν υπάρχει κοινό όραμα για την υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου.
* Η κ. Θεοδώρα Ψαλτοπούλου είναι παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.https://www.kathimerini.gr/
Τα σχόλια είναι κλειστά.