Οι βουτιές σε κρύο νερού είναι μια πρακτική αθλητών και θεραπευτών για την σωματική αποκατάσταση, δίνοντας παράλληλα μεγάλη ώθηση στην ψυχική ευεξία. Ωστόσο, οι επιπτώσεις του στη γνωστική απόδοση, τον ύπνο και τη συνολική ευεξία δεν ήταν μέχρι σήμερα τόσο κατανοητές.
Μια πρόσφατη μελέτη «Influence of acute and chronic therapeutic cooling on cognitive performance and well-being,» που δημοσιεύτηκε στο Physiology & Behavior διερεύνησε τις επιπτώσεις της τακτικής βύθισης σε κρύο νερό στη γνωστική απόδοση, την ποιότητα του ύπνου και την ευεξία.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η βύθιση των συμμετεχόντων σε νερό στους 10°C για 10 λεπτά, τρεις φορές την εβδομάδα σε τέσσερις εβδομάδες, βελτίωσε ορισμένες πτυχές της γνωστικής λειτουργίας και της ποιότητας του ύπνου.
«Μεγάλο μέρος της προηγούμενης έρευνας στο εργαστήριό μας έχει επικεντρωθεί στη σημασία της εμβάπτισης στο κρύο νερό για την αποκατάσταση μετά την άσκηση», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας Ρόμπερτ Άλαν, ανώτερος λέκτορας στην ανθρώπινη φυσιολογία στο Πανεπιστήμιο του Central Lancashire.
«Ωστόσο, αυτό που γίνεται πιο εμφανές είναι η χρήση αυτής της τεχνικής για άλλους λόγους. Αυτό που βλέπουμε είναι μια αυξανόμενη τάση για βουτιές σε κρύο νερό εντός του γενικού πληθυσμού, με την πεποίθηση ότι μπορεί να βοηθήσει με μια σειρά θετικών φυσιολογικών και ψυχολογικών αλλαγών που συνδέονται με βελτιώσεις στη γενική υγεία και ευεξία» υπογραμμίζει ο Άλαν.
«Επιπλέον, προηγούμενες εργασίες έχουν προτείνει αρνητικό αντίκτυπο της βύθισης στο κρύο νερό στη γνωστική απόδοση. Ωστόσο, αυτό έτεινε να είναι η παρατεταμένη έκθεση σε κρύο νερό (1 ώρα), αντί για θερμοκρασίες και διάρκειες που χρησιμοποιούνται πιο πιθανό για οφέλη για την υγεία και την ευεξία (10-15 λεπτά)»
Ως εκ τούτου, οι επιστήμονες θέλανε να αξιολογήσουνε τον αντίκτυπο ενός πιο οικολογικά έγκυρου πρωτοκόλλου βουτιών -που είναι πιο κοντά σε αυτό που χρησιμοποιείται τακτικά από τον γενικό πληθυσμό σχεδόν σε καθημερινή βάση- στη γνωστική απόδοση και στους δείκτες γενικής υγείας και ευεξίας.
Τα τεστ των επιστημόνων
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα δείγμα 13 υγιών ατόμων, οκτώ άνδρες και πέντε γυναίκες, με μέση ηλικία περίπου 21 ετών.
Πριν ξεκινήσουν το πείραμα, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε έλεγχο για να διασφαλιστεί ότι δεν είχαν γνωστές παθήσεις που σχετίζονται με το κρυολόγημα, όπως το σύνδρομο Raynaud, και συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο ετοιμότητας για φυσική δραστηριότητα.
Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε έξι χρονικά σημεία: πριν από την πρώτη βουτιά, αμέσως μετά την πρώτη βύθιση και στο τέλος κάθε εβδομάδας. Αυτές οι μετρήσεις περιελάμβαναν αξιολογήσεις της γνωστικής απόδοσης, της υποκειμενικής ευεξίας, της ποιότητας του ύπνου και της ανησυχίας. Η γνωστική απόδοση αξιολογήθηκε με τη χρήση του τεστ Stroop, το οποίο μετρά την εκτελεστική λειτουργία και την επιλεκτική προσοχή, και το Trail Making Test, το οποίο αξιολογεί την ταχύτητα επεξεργασίας και τη νοητική ευελιξία.
Η ευεξία και η ποιότητα του ύπνου μετρήθηκαν χρησιμοποιώντας τυποποιημένα ερωτηματολόγια, συμπεριλαμβανομένης της κλίμακας ψυχικής ευεξίας Warwick-Edinburgh και του δείκτη ποιότητας ύπνου του Πίτσμπουργκ. Επιπλέον, η υποκειμενική ανησυχία αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας το ερωτηματολόγιο ανησυχίας Penn State.
Προηγουμένως, οι συμμετέχοντες έλαβαν οδηγίες να απέχουν από την καφεΐνη και το αλκοόλ για 24 ώρες πριν από κάθε συνεδρία για να αποφευχθούν οι συγχυτικές επιπτώσεις.
Οι ερευνητές βρήκαν διαφοροποιημένες επιδράσεις της βύθισης στο κρύο νερό στη γνωστική απόδοση, την ποιότητα του ύπνου και την ανησυχία.
Βελτίωση γνωστικών λειτουργιών
Γνωστικές βελτιώσεις παρατηρήθηκαν στο Trail Making Test. Τόσο οι χρόνοι ολοκλήρωσης TMT-A (ταχύτητα επεξεργασίας) όσο και TMT-B (νοητική ευελιξία) βελτιώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εβδομάδων.
Για παράδειγμα, οι χρόνοι TMT-A μειώθηκαν από έναν μέσο όρο 15,17 δευτερολέπτων στη γραμμή βάσης σε 11,06 δευτερόλεπτα την τρίτη εβδομάδα, ενώ οι χρόνοι TMT-B μειώθηκαν από 39,68 δευτερόλεπτα σε 26,18 δευτερόλεπτα κατά την ίδια περίοδο.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι οι τακτικές βυθίσεις σε κρύο νερό μπορεί να ενισχύσουν ορισμένες πτυχές της γνωστικής λειτουργίας με την πάροδο του χρόνου.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής Stroop, αντίθετα, δεν έδειξαν σημαντικές αλλαγές. Οι χρόνοι ολοκλήρωσης και τα ποσοστά σφαλμάτων τόσο για τις εργασίες Stroop-ON όσο και για τις εργασίες Stroop-OFF παρέμειναν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, υποδεικνύοντας ότι η βύθιση σε κρύο νερό ούτε μείωσε ούτε βελτίωσε την επιλεκτική προσοχή ή την εκτελεστική λειτουργία (π.χ παρορμήσεις, μνήμη εργασίας κτλ).
Όσον αφορά την ποιότητα του ύπνου, οι συμμετέχοντες ανέφεραν μείωση των διαταραχών του ύπνου. Οι βαθμολογίες του Δείκτη Ποιότητας ύπνου του Πίτσμπουργκ, που αντικατοπτρίζουν την ποιότητα του ύπνου, μειώθηκαν από 7,85 κατά μέσο όρο στο βασικό επίπεδο σε 5,75 μέχρι το τέλος της τρίτης εβδομάδας. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η βύθιση στο κρύο νερό συνέβαλε στον καλύτερο ύπνο κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Οι συμμετέχοντες παρουσίασαν επίσης μείωση της υποκειμενικής ανησυχίας. Οι βαθμολογίες στο ερωτηματολόγιο ανησυχίας Penn State έδειξαν σημαντικές μειώσεις μετά την πρώτη βουτιά, με αυτή τη βελτίωση να διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της μελέτης.
Ωστόσο, οι ευρύτερες μετρήσεις της ευεξίας, όπως η Κλίμακα Ψυχικής Ευημερίας Warwick-Edinburgh και η Κλίμακα Υποκειμενικής Ευτυχίας, δεν παρουσίασαν σημαντικές αλλαγές. Αυτό υποδηλώνει ότι ενώ οι συμμετέχοντες ένιωθαν λιγότερο ανήσυχοι και κοιμόντουσαν καλύτερα, η συνολική τους αίσθηση ευεξίας και ευτυχίας παρέμεινε αμετάβλητη.
Η επιστήμη επιβεβαιώνει
«Μερικές φορές η επιστήμη δεν οδηγεί απαραίτητα πάντα τον δρόμο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιβεβαιώσει πράγματα που ήδη γίνονται» υπογραμμίζει ο Ρόμπερτ Άλαν.
«Σε αυτή την περίπτωση, αυτό ψάχναμε να κάνουμε. Θα μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε τα οφέλη που τόσοι πολλοί άνθρωποι αναζητούσαν όταν πάνε για μια βουτιά στην κοντινή μας λίμνη, θάλασσα ή μπανιέρα; Είναι σημαντικό ότι θέλαμε να αξιολογήσουμε την ανταπόκριση, μετά από μία μόνο βουτιά και σε διάστημα αρκετών εβδομάδων».
Πηγή: Psypost