Τα παιδιά που από την ηλικία των 8–9 ετών κάνουν bullying σε άλλα παιδιά, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να διαπράξουν βίαια αδικήματα μέχρι να φτάσουν την ηλικία των 31 ετών.
Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει φινλανδική μελέτη που διεξήχθη στο Ερευνητικό Κέντρο Παιδοψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Τουρκού στη Φινλανδία.
Τα αγόρια και τα κορίτσια που έκαναν εκφοβισμό στους συνομηλίκους τους είχαν αυξημένο κίνδυνο να προκαλέσουν βίαια αδικήματα σε αντίθεση με τα παιδιά που δεν εκφόβιζαν ποτέ τους άλλους.
Τα αγόρια που προκαλούσαν εκφοβισμό συχνά είχαν επίσης υψηλότερες πιθανότητες για βίαια αδικήματα σε σύγκριση με τα αγόρια που προκαλούσαν εκφοβισμό λιγότερο συχνά.
Ο σχετικός κίνδυνος να διαπράξουν ένα σοβαρό βίαιο αδίκημα, ήταν σχεδόν τριπλάσιος για τα αγόρια που συχνά προκαλούσαν εκφοβισμό, σε σύγκριση με τα αγόρια που δεν προκαλούσαν εκφοβισμό ποτέ.
Αντίθετα, τα θύματα του εκφοβισμού, δεν αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο να διαπράξουν βίαια αδικήματα.
Η μελέτη εξέτασε τους βασικούς παράγοντες της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των παιδιών και την πιθανή ψυχοπαθολογία της παιδικής ηλικίας.
Η συσχέτιση μεταξύ του εκφοβισμού και των βίαιων αδικημάτων παρέμεινε ακόμη και όταν τα δεδομένα ελέγχονταν για το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων, τη δομή της οικογένειας και την πιθανή παιδική ψυχοπαθολογία.
Τα αποτελέσματα επίσης δεν επηρεάστηκαν από το ενδεχόμενο το παιδί που ασκούσε εκφοβισμό να ήταν το ίδιο, θύμα εκφοβισμού.
«Η μελέτη μας έδειξε μια συσχέτιση μεταξύ του εκφοβισμού και των βίαιων παραβάσεων τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν περαιτέρω τις προηγούμενες αντιλήψεις ότι η πρόληψη του εκφοβισμού θα μπορούσε ενδεχομένως να μειώσει τα βίαια αδικήματα», λέει η ερευνήτρια Ελίνα Τίιρι από το Ερευνητικό Κέντρο Παιδοψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Τουρκού.
Η γνώση προλαβαίνει προβλήματα
Η μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος που στοχεύει να ανακαλύψει τις συνδέσεις μεταξύ των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων της παιδικής ηλικίας και των διαταραχών ψυχικής υγείας, των θεμάτων κατάχρησης ουσιών, της θνησιμότητας, του αυτοτραυματισμού, της εγκληματικότητας, της διαχείρισης της ζωής και της περιθωριοποίησης στην ενήλικη ζωή.
«Το ερευνητικό έργο παράγει γνώση που μας βοηθά να αναπτύξουμε υπηρεσίες, έγκαιρες παρεμβάσεις και πρόληψη», σημείωσε ο καθηγητής Παιδοψυχιατρικής Αντρέ Σουραντέρ από το Πανεπιστήμιο του Τουρκού.
Η έρευνα βασίστηκε σε εκτενή επιδημιολογικά δεδομένα που συλλέχθηκαν το 1989 στη Φινλανδία. Κατά τη συλλογή των δεδομένων, οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας 8-9 ετών. Όταν οι συμμετέχοντες ήταν 30-31 ετών, οι ερευνητές άντλησαν πληροφορίες σχετικά με τις υποψίες τους για βίαια αδικήματα από το Φινλανδικό Εθνικό Αστυνομικό Μητρώο. Στη μελέτη συμμετείχαν 5.400 άτομα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το 9% των αγοριών και το 0,9% των κοριτσιών προκαλούσαν εκφοβισμό συχνά και το 9,5% και το 3,8% των αγοριών και κοριτσιών αντίστοιχα, ήταν συχνά θύματα.
Από τους 405 άνδρες που είχαν διαπράξει οποιαδήποτε βίαια αδικήματα, οι 297 (73,3%) είχαν προκαλέσει εκφοβισμό ως παιδιά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες ήταν 33 από τις 81 (το 40,7%). Από τους 59 άνδρες που διέπραξαν σοβαρά βίαια αδικήματα, οι 48 (81,4%) είχαν προκαλέσει εκφοβισμό ως παιδιά.
Το 9% των ανδρών που προκαλούσαν συχνά εκφοβισμούς στην παιδική ηλικία, στην ενήλικη ζωή τους είχαν διαπράξει το 25,1% των βίαιων αδικημάτων που καταγράφηκαν στη μελέτη.
Αντίστοιχα στις γυναίκες, το 0,9% που προκαλούσαν συχνά εκφοβισμούς στην παιδική ηλικία είχαν διαπράξει το 5,3% όλων των βίαιων αδικημάτων στην ενήλικη ζωή. Συνολικά, το 5% των παιδιών που ήταν συχνοί εκφοβιστές είχαν διαπράξει το 23,1% των βίαιων παραβάσεων.