Τα σχολεία ανοίγουν, οι γονείς ανησυχούν – Τι πραγματικά ισχύει για τα παιδιά
Τα σχολεία ανοίγουν, οι γονείς ανησυχούν – Τι πραγματικά ισχύει για τα παιδιά
«Φωτιά» στη συζήτηση αναφορικά με το αν τα παιδιά μπορούν να διασπείρουν, με την ίδια ευκολία όπως και οι ενήλικες, τον κοροναϊό ήρθε να βάλει η απόφαση της γερμανίδας καγκελάριου, Άνγκελα Μέρκελ, να κάνει πίσω στο θέμα του ανοίγματος των σχολείων, τη στιγμή που στην Ελλάδα μετράμε αντίστροφα για το άνοιγμα τόσο του Λυκείου, όσο και του Γυμνασίου, ενώ μένει ακόμα ανοιχτό το ενδεχόμενο ανοίγματος και για Δημοτικά και Νηπιαγωγεία.
Στον πρώτο καιρό εμφάνισης του κοροναϊού τα παιδιά αντιμετωπίστηκαν ως υγειονομικές «βόμβες» και αυτός είναι και ο λόγος που τα σχολεία, σχεδόν στο σύνολο των χωρών, ήταν τα πρώτα που έκλεισαν στο πλαίσιο των μέτρων και στη συνέχεια ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα.
Με τον καιρό και όσο προχωρούσε η «ανάλυση» του ιού, όπου κάτι πολύ καινούριο για την επιστημονική κοινότητα, φάνηκε ότι τα παιδιά τελικά δεν κινδύνευαν όσο οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι.
Παρ’όλα αυτά δεν είναι λίγες οι χώρες, ανάμεσά τους η Ιταλία και 37 πολιτείες των ΗΠΑ, που αποφάσισαν ότι είναι πολύ μεγάλο το ρίσκο για ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα που θα ανοίξουν τα σχολεία. Εσχάτως στην εν λόγω λίστα προστέθηκε και η Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα βρίσκεται στην άλλη λίστα, με χώρες όπως η Γαλλία και η Δανία, όπου αποφάσισε -υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις- να δώσει πράσινο φως για την επιστροφή των μαθητών της Λυκείου και Γυμνασίου στα σχολεία, ενώ μέσα στον Μάιο θα κριθεί και το άνοιγμα Δημοτικών και Νηπιαγωγείων.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, όπως και όλες οι υπόλοιπες, πάρθηκε μετά από εισήγηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων. Πλέον γνωρίζουμε ότι οι λοιμώξεις εμφανίζονται στα παιδιά σε πολύ μικρότερο ποσοστό σε σχέση με τους ενήλικους, είχε πει εξηγώντας την απόφαση της επιτροπής ο Σωτήρης Τσιόδρας.
Μάλιστα, όπως είχε συμπληρώσει, σύμφωνα με τα στοιχεία, κάτω του 1% των συνολικών κρουσμάτων στην μεγαλύτερη πληθυσμιακή έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί, στην Κίνα, ήταν παιδιά ηλικίας έως 18 ετών. Επιπλέον, σύμφωνα με τις μελέτες που υπάρχουν, τα παιδιά μολύνονται κυρίως στο οικογενειακό περιβάλλον και όχι στο σχολείο.
Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις των ειδικών, πολλοί είναι οι γονείς που αρνούνται να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αφού φοβούνται τόσο την υγεία των παιδιών, όσο και των ίδιων, μιας και μπορεί να είναι μικρότερη η πιθανότητα μόλυνσης, όπως λένε οι ειδικοί, ωστόσο δεν είναι μηδενική.
Από την άλλη πλευρά το εύλογο ερώτημα είναι δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει το εμβόλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο και με πολύ πιθανό το σενάριο να υπάρξει δεύτερο κύμα του φονικού ιού, πως θα ξεκινήσουν τα σχολεία τη νέα διδακτική χρονιά;
Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα θέμα που θα απασχολήσει έντονα την επιστημονική κοινότητα τους επόμενους μήνες.
Η μελέτη που έβαλε «φωτιά»
Η μελέτη που «τάραξε» τα νερά της επιστημονικής κοινότητας ήρθε από το Ινστιτούτο Ιολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, Charité του Βερολίνου και αναφέρει πως εξίσου μολυσματικοί και μεταδοτικοί με τους ενήλικες είναι τα παιδιά και οι έφηβοι που έχουν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2, αλλά μεταδίδουν τον ιό χωρίς προηγουμένως να εμφανίσουν συμπτώματα.
Επιπλέον, τα παιδιά, εφόσον εκτεθούν στον ιό, διατρέχουν περίπου το 1/3 του κινδύνου των ενηλίκων να μολυνθούν.
Για την έρευνα, η οποία διεξήχθη υπό τον «γερμανό Τσιόδρα», καθηγητή Κρίστιαν Ντρόστεν, και δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί επιστημονικά, αξιολογήθηκαν 3.178 δείγματα από ασθενείς θετικούς στον κοροναϊό, κατά το διάστημα από Ιανουάριο έως και 26 Απριλίου.
Ανάμεσά τους ήταν και 37 παιδιά ηλικίας νηπιαγωγείου, 16 μαθητές δημοτικού σχολείου και 74 έφηβοι. «Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ παιδιών και ενηλίκων», έγραψε ο κ. Ντρόστεν στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, ενώ στην μελέτη επισημαίνεται ότι «με βάση αυτά τα αποτελέσματα, πρέπει να υπάρχει προσοχή έναντι της απεριόριστης επαναλειτουργίας των σχολείων και των νηπιαγωγείων στην παρούσα κατάσταση», καθώς «τα παιδιά είναι εξίσου μολυσματικά με τους ενήλικες».
Όπως διευκρινίζεται πάντως από την ίδια τη μελέτη του Charité, οι μελέτες σχετικά με το κατά πόσο τα παιδιά είναι πηγές της μόλυνσης είναι περίπλοκες, λόγω του γεγονότος ότι τα μέτρα προστασίας -περιλαμβανομένης και της αναστολής λειτουργίας των νηπιαγωγείων και των σχολείων – τέθηκαν σε ισχύ πριν ξεκινήσουν οι δοκιμές παρατήρησης.
Ακόμα, και ο γερμανός καθηγητής επιδημιολογίας Καρλ Λάουτερμπαχ δήλωσε στη Deutsche Welle ότι ακόμη κι ένα περιορισμένο άνοιγμα των γερμανικών σχολείων είναι λάθος.
Σύψας: Τα παιδιά δε μολύνονται εύκολα και μεταδίδουν δύσκολα τον ιό στους γονείς
Από την άλλη πλευρά, για κάθε έναν επιστήμονα που λέει ότι ιός μεταδίδεται το ίδιο και από τα παιδιά, υπάρχουν άλλοι δυο που λένε το αντίθετο.
Στο εν λόγω θέμα αναφέρθηκε και ο λοιμωξιολόγος, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Νικόλαος Σύψας.
«Όταν ελήφθη η απόφαση να κλείσουν τα σχολεία ήταν Μάρτιος, η πανδημία ήταν στην αρχή της και δε γνωρίζαμε ακριβώς την επιδημιολογία της. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήσαμε το παράδειγμα της γρίπης, καθώς ξέρουμε ότι το κλείσιμο των σχολείων ελαττώνει την επιδημία. Φάνηκε από τα επιδημιολογικά μοντέλα ότι η πράξη αυτή λειτούργησε καθώς έφερε πτώση του R κατά 15%-20%» είπε μιλώντας στο Star και πρόσθεσε πως πλέον έχουμε πληροφορίες από μελέτες που δημοσιεύτηκαν τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με αυτές «μαθαίνουμε ότι τα παιδιά δε μολύνονται εύκολα και μεταδίδουν πιο δύσκολα τον ιό στους γονείς».
O κοροναϊός έχει εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από τη γρίπη, σημείωσε. Ο καθηγητής τόνισε ότι η οδηγία να μη βλέπουν τα παιδιά τους παππούδες ισχύει, ειδικά αν πηγαίνουν στο σχολείο, γιατί ναι μεν μεταδίδουν τον ιό δύσκολα αλλά όχι καθόλου.
Μαγιορκίνης: Δεν έχουμε δει γεγονότα υπερμετάδοσης σε σχολεία
Από την πλευρά του ο καθηγητής στο Τμήμα Υγιεινής & Επιδημιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Γκίκας Μαγιορκίνης, μιλώντας στον ΣΚΑΙ σχολίασε πως «εμείς δεν έχουμε δει έρευνες που να δείχνουν ότι τα παιδιά δεν μεταδίδουν τον ιό. Υπάρχουν έρευνες που λένε ότι δεν έχουμε δει γεγονότα υπερμετάδοσης σε σχολεία. Σε περιοχές όπως και στην Σουηδία που τα σχολεία δεν έκλεισαν ποτέ δεν είδαμε μια ολόκληρη τάξη να κολλάει κοροναϊό. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει».
«Το σχολείο ίσως είναι ευκαιρία για τα παιδιά να δουν πως πρέπει να είναι οι κοινωνικές αποστάσεις και ίσως να μάθουν από αυτό πως ακριβώς πρέπει να κρατάνε τις αποστάσεις» υπογράμμισε.
Ωστόσο, συγκεκριμένα για τα δημοτικά σημείωσε πως θα δούμε πως θα κινηθεί η επιδημία στην χώρα μας και θα δούμε το θέμα στην συνέχεια. Είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα.
«Αδύνατο» να μεταδώσουν τον ιό παιδιά κάτω των 10 ετών
Μάλιστα, μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνοψη των ιατρικών μελετών που έχουν δει ώς τώρα το φως της δημοσιότητας γύρω από τον κοροναϊό διαπίστωσε ότι δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις παιδιών κάτω των 10 ετών τα οποία να έχουν μεταδώσει τη λοίμωξη σε ενήλικες. Η σύνοψη έγινε από τη βρετανική ιατρική ιστοσελίδα «Don’t Forget The Bubbles» σε συνεργασία με τη βρετανική παιδιατρική εταιρεία.
«Ο ρόλος των παιδιών στη μετάδοση του ιού δεν είναι σαφής, αλλά φαίνεται πιθανό ότι δεν παίζουν κάποιον αξιοσημείωτο ρόλο», αναφέρεται στη σύνοψη.
«Κατά την ιχνηλάτηση επαφών, η κοινή επιτροπή Κίνας/Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δεν εντόπισε μετάδοση από παιδί σε ενήλικα». Οι κατευθύνσεις των υγειονομικών αρχών ώς τώρα δίδονταν με βάση την παραδοχή ότι τα παιδιά μπορεί να νοσούν ελαφρύτερα ή καθόλου, παρ’ όλα αυτά μεταφέρουν τον ιό, ως ασυμπτωματικοί φορείς.
Η σύνοψη 45 σελίδων περιγράφει 78 ιατρικές μελέτες και δόθηκε στη δημοσιότητα από το «Don’t Forget The Bubbles» στις 22 Απριλίου. Σε αυτή επιβεβαιώνεται η παρατήρηση ότι ο ιός πλήττει πολύ λιγότερο τα παιδιά, με τη σημείωση ότι μόλις 0,6% των παιδιών που βρέθηκαν θετικά στον κορωνοϊό στην Κίνα ασθένησαν σοβαρά. Η σύνοψη παραδέχεται ότι πολλά στοιχεία είναι «χαμηλής ποιότητας» λόγω της ταχύτητας συλλογής τους, καθώς δεν έχει υπάρξει ακόμη αρκετός χρόνος ώστε να μελετηθεί διεξοδικά ο κοροναϊός.
Την Τετάρτη, οι Αρχές της Ελβετίας δήλωσαν ότι τα παιδιά κάτω των 10 ετών μπορούν πλέον άφοβα να έρχονται σε επαφή με ηλικιωμένους και ότι ο κίνδυνος για τους ηλικιωμένους προέρχεται, περισσότερο, από τις επαφές με άλλους ενήλικες.
Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί παραδέχονται ότι τα δεδομένα που έχουν στα χέρια τους δεν είναι ακόμα απολύτως ξεκάθαρα. «Από όλο τον κόσμο δεν έχουμε αποδείξεις ότι τα παιδιά εμπλέκονται στη διαδικασία εξάπλωσης ή μετάδοσης του ιού, όμως δεν έχουμε αρκετά στοιχεία» εξηγεί ο καθηγητής Ράσελ Βίνερ μέλος του RCPCH, που συνυπογράφει την αξιολόγηση των έως τώρα επιστημονικών δεδομένων.
Τα σχόλια είναι κλειστά.