H κυβέρνηση μπορεί να διαφημίζει το αριστερό success story και την έξοδο από την κρίση, αλλά τα πραγματικά γεγονότα και τα στοιχεία την διαψεύδουν. Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι κόλαφος για όσους πιστεύουν ότι με την υπερφορολόγηση και την χορήγηση έκτακτων επιδομάτων μπορούν να ζήσουν οι οικογένειες, όσο το Μαξίμου πανηγυρίζει για τα υπερπλεονάσματα.
Σύμφωνα με την έρευνα, με εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ ζουν 3 στα 10 νοικοκυριά, το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα στα μισά νοικοκυριά, ενώ περίπου το 50% αυτών φοβάται ότι θα χάσει το σπίτι του από τα χρέη.
Παράλληλα, 9 στα 10 νοικοκυριά δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο μέλος, 1 στα 2 νοικοκυριά έχουν βασική πηγή εισοδήματος μια σύνταξη ενώ 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή τις τράπεζες.
Η έρευνα καταγράφει τις δραματικές επιπτώσεις της δεκαετούς κρίσης στα εισοδήματα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση στην καθημερινότητα χιλιάδων Ελλήνων πολιτών και διαπιστώνει ότι το 43,9% των νοικοκυριών είδε μείωση των εισοδημάτων το 2018 σε σχέση με το 2017.
Παράλληλα, επισημαίνει πως η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκεί για την ικανοποιητική αύξηση των εισοδημάτων καθώς διαχρονικό ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και η αποτελεσματικότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου.
Στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ, το 18,7% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 45% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία.
Βελτίωση
Παράλληλα, από τα ευρήματα της έρευνας καταγράφεται μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών, γεγονός που ακολουθεί την γενικότερη βελτίωση που καταγράφουν οι κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο χιλιάδες νοικοκυριά συνεχίζουν να βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Το 43,9% των νοικοκυριών δήλωσε μείωση των εισοδημάτων το 2018 σε σχέση με το 2017, αλλά και ένα αυξανόμενο ποσοστό (48,9% έναντι 35,6% στην έρευνα 2017) δήλωσε σταθεροποίηση της εισοδηματικής του κατάστασης. Αύξηση του εισοδήματος δήλωσε μόλις το 7,1% των νοικοκυριών έναντι 2% της περσινής έρευνας εισοδήματος.
Το 12,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, Δύο στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια έκτακτη ανάγκη ύψους 500 ευρώ, ενώ το 45% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία. Περισσότερο από 1 στα 2 νοικοκυριά δηλώνει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα. Για αυτά τα νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί κατά μέσο όρο για 19 ημέρες.
2 στα 10 νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία
Ακόμη, 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστον άτομο σε ανεργία. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας ανέρχεται στο 70,2% του συνολικού αριθμού των ανέργων. Το 18,9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Το 44% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποια ρύθμιση, ενώ το 6,1% είχε αλλά την έχασε. θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το 2019.
Ακόμη, οσον αφορά το δείκτη ανησυχίας απώλειας ακινήτου παραμένει σταθερά υψηλός καθώς 1 στα 5 νοικοκυριά (19,9%) δηλώνει φόβο ότι θα χάσει το ιδιόκτητο σπίτι του λόγω αδυναμίας καταβολής δόσεων ή και φόρων. Το 7,2% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με δέσμευση /κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (4,4% το 2017 και 4% το 2016).
Κατώτατος μισθός
Στη συνέχεια η έρευνα αναφέρεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού, στην οποία σημειώνεται ότι η αύξηση αυτή δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα εάν δεν συνοδευτεί με κάποια επιπρόσθετα μέτρα που: α) επηρεάζουν το τελικό καθαρό μισθό και β) επηρεάζουν την επιχειρηματική συμπεριφορά εν γένει.
Σε κάθε περίπτωση, αναφέρεται στη συνέχεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκεί για την ικανοποιητική αύξηση των εισοδημάτων και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Διαχρονικό ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και η αποτελεσματικότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν μπορεί να συντελεστεί σε συνθήκες υπερφορολόγησης, έλλειψης χρηματοδότησης και υψηλού γραφειοκρατικού και διοικητικού κόστους συμμόρφωσης.
Δεδομένου ότι από τη μια τα φορολογικά βάρη αυξάνονται με την επινόηση νέων τελών και οι όποιες ελαφρύνσεις μετατίθενται για το μέλλον, ενώ από την άλλη οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία παρά την σημαντική βοήθεια που έχουν λάβει μέσω των ανακεφαλαιοποίησεων, δεν υφίστανται προϋποθέσεις ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τέλος, η ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνει ότι απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου.