«Στο τραπέζι μειώσεις μισθών και απολύσεις»
Μειώσεις αποδοχών ή απολύσεις το δίλημμα επιβίωσης των επιχειρήσεων – Σε αδιέξοδο οι εργαζόμενοι
«Στο τραπέζι μειώσεις μισθών και απολύσεις»
Η ελεύθερη πτώση των μισθών και η πρωτοφανής εκτίναξη των ποσοστών της ανεργίας, η οποία προβλέπεται να αγγίξει το 20% στα χρόνια του κορωνοϊού, δημιουργούν μια πρωτόγνωρη εικόνα στην αγορά εργασίας της χώρας, που ξεπερνά ακόμα και την τραγική περίοδο των πρώτων μνημονιακών χρόνων, όταν κορυφωνόταν η κατάρρευση της οικονομίας. Δέκα χρόνια μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στη χώρα και την εφαρμογή τριών δύσκολων προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η χώρα βρίσκεται μπροστά στον χειρότερό της εφιάλτη. Η υγειονομική κρίση και τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν – εκ νέου – την οικονομία σε ύφεση και παραγωγικούς κλάδους σε πλήρη κατάρρευση.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει σειρά σκληρών μέτρων σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις απώλειες θέσεων εργασίας, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να μειώσουν τους μισθούς με αντιστάθμισμα τη διατήρηση της απασχόλησης. «Περικόψτε τους μισθούς, χωρίς όμως απολύσεις» είναι το μήνυμα προς την αγορά εργασίας για το διάστημα έως το τέλος του έτους.
«Οβιδιακές αλλαγές»
Η «επόμενη μέρα», μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και την προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας, συνοδεύεται από «οβιδιακές αλλαγές» στις εργασιακές σχέσεις, πλήρη κατάρρευση των αμοιβών και εκρηκτική άνοδο της ανεργίας.
Τα στοιχεία είναι καταλυτικά: περίπου 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης και διατηρούν τη θέση τους τουλάχιστον για 45 ημέρες. Πολλοί εξ αυτών – μετά την πάροδο του 45ημέρου – θα τεθούν σε εκ περιτροπής εργασία με μειωμένους μισθούς κατά 50%, ενώ το κράτος θα καλύψει ένα μέρος των απωλειών τους που κυμαίνεται σε ύψος από 30% έως 60%. Παρά ταύτα, τελικώς και οι εργαζόμενοι θα υποστούν μείωση γύρω στο 25% του αρχικού μισθού τους.
Η εκρηκτική άνοδος της ανεργίας που αναμένεται το επόμενο διάστημα περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα από τον ΣΕΒ, ο οποίος καταγράφοντας την εικόνα των ροών απασχόλησης του Μαρτίου μιλάει για «πολλαπλάσιες χαμένες θέσεις εργασίας ακόμα και σε σχέση με την περίοδο 2011-2013, όταν η πολυετής κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας βρισκόταν στην κορύφωσή της».
Τον ίδιο μήνα, ο οποίος σηματοδοτεί την προετοιμασία της τουριστικής περιόδου, καταγράφεται η μεγαλύτερη μείωση (49%) στις εποχικές προσλήψεις, γεγονός που αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά τα ποσοστά της ανεργίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, «η πανδημία μπορεί να προκαλέσει αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας έως και 4%», η οποία αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από το 20%. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση του ΣΕΒ ότι «μετά 42 ημέρες πρωτοφανών περιορισμών, αναμένουμε τη μεγαλύτερη αύξηση ανεργίας της δεκαετίας».
Αναφέρει μάλιστα ότι «το μαζικό κύμα ανέργων ενδέχεται να ξεπεράσει το αντίστοιχο της περιόδου 2011-2013, όταν κορυφώθηκε η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας».
Οι προβλέψεις
Με μελανά χρώματα περιγράφουν την επόμενη μέρα για την οικονομία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία βλέπει ύψεση 9,7% εφέτος στην Ελλάδα και ανεργία 19,9%, ο ΟΟΣΑ, ο οποίος βλέπει ότι για κάθε μήνα παράτασης των μέτρων κατά της πανδημίας οδηγούμαστε σε μείωση του ΑΕΠ κατά 2%, και το ΔΝΤ, το οποίο ανεβάζει τη μείωση ανά μήνα στο 3%. Συνολικά το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ύφεση στην Ελλάδα για το 2020 θα φθάσει το 10%, όταν οι εκτιμήσεις πριν από την πανδημία ήταν για 3% ανάπτυξη, ενώ η ανεργία θα εκτιναχθεί στο 22,3%, από το 17,3% που βρέθηκε το 2019.
Η επανεκκίνηση
Το τέλος των μισθών του ιδιωτικού τομέα, που ξεκίνησε το 2012, με τα μνημόνια, ολοκληρώνεται με τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας θα συνδυαστεί με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να απασχολούν το προσωπικό με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση και να καταβάλλουν το 50% των αμοιβών, έως το τέλος του έτους. Το κράτος θα επιδοτεί μέρος της απώλειας, που θα κυμαίνεται από 30% έως 60%. Γεγονός που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα υποστούν απώλειες που ενδέχεται να ξεπεράσουν το 25% των προηγούμενων αμοιβών τους.
Υψηλότερες είναι οι μειώσεις που προτείνουν οι ξενοδόχοι, οι οποίοι μάλιστα δεν προτίθενται να επαναπροσλάβουν το σύνολο του προσωπικού τους ούτε να λειτουργήσουν όλες τις επιχειρήσεις τους. Προτείνουν να καταβάλλει ο εργοδότης το 30%-35% της αμοιβής και το κράτος να συμπληρώνει το ποσό αυτό με τη χορήγηση του ισόποσου του επιδόματος ανεργίας.
«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια οριζόντια μείωση μισθών με κυβερνητική επιλογή» σημειώνει η πρώην υπουργός κυρία Εφη Αχτσιόγλου, τονίζοντας ότι «το νέο σχήμα εκ περιτροπής εργασίας που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση καθίσταται μόνιμο και γενικεύεται, πράγμα που σημαίνει μισή εργασία με το 50% του μισθού».
Η επανεκκίνηση της οικονομίας θα είναι σταδιακή και θα διαρκέσει σε βάθος χρόνου. Αρκετοί εργαζόμενοι θα παραμείνουν σε καθεστώς αναστολής, καθώς το συγκεκριμένο μέτρο παρατάθηκε έως το τέλος Μαΐου και οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να βγάλουν σε αναστολή μέχρι και το 60% των εργαζομένων τους, ενώ για όσους εργαζομένους συνεχίσουν σε καθεστώς αναστολής το επίδομα για τον μήνα αυτόν διαμορφώνεται στα 534 ευρώ.
Το πρόγραμμα SURE
Τις σημαντικές απώλειες εισοδήματος που θα έχουν οι εργαζόμενοι που επανέρχονται στην εργασία τους παραδέχεται ο υπουργός Εργασίας κ. Ι. Βρούτσης, ο οποίος μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Mega αναφέρθηκε σε «πρωτόγνωρη κατάσταση», υπογραμμίζοντας ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE θα καλύψει τυχόν απώλειες. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SURE (Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency) προβλέπει περίπου 1,5 δισ. ευρώ για τη χώρα μας, αλλά αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή τον Ιούνιο, οπότε έως τότε η κυβέρνηση θα εφαρμόσει την επιδότηση με εθνικούς πόρους.
Η κυβέρνηση ενδέχεται να εντάξει σε αυτό και ειδικές κατηγορίες μισθωτών όπως οι εποχικά εργαζόμενοι, δηλαδή οι απασχολούμενοι στον τουρισμό.
Στόχος είναι να μη χαθούν θέσεις εργασίας, δηλαδή να μην προχωρήσουν σε απολύσεις οι επιχειρήσεις. Το κράτος θα καλύπτει μέρος του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους των εργαζομένων, οι οποίοι δεν θα απασχολούνται πλήρως αλλά με εκ περιτροπής απασχόληση. Με αυτή τη λογική, ο εργοδότης γλιτώνει το 50% του κόστους, ενώ ο εργαζόμενος διατηρεί τη θέση του, λαμβάνοντας χαμηλότερες αποδοχές.
Το πρόγραμμα αναμένεται να καλύπτει το 30%-60% της διαφοράς. Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν μισθωτό με αποδοχές 1.500 ευρώ. Με τη μετατροπή της θέσης σε μερικής απασχόλησης, ο εργοδότης θα επιβαρύνεται με το 50%, δηλαδή με 750 ευρώ. Από τα υπόλοιπα 750 ευρώ, το κράτος θα καλύπτει το 30%-60%, δηλαδή 215-450 ευρώ, άρα οι αποδοχές του εν λόγω εργαζομένου διαμορφώνονται από 965 έως 1.200 ευρώ.
Τα αρμόδια υπουργεία προτίθενται να θέσουν πλαφόν στο ύψος της επιδότησης, που κατά πιθανότητα θα είναι το ύψος του κατώτατου μισθού, δηλαδή 650 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι με υψηλότερες αποδοχές θα υποστούν μεγαλύτερες απώλειες.
Υπολογίζεται ότι με το συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορούν να καλυφθούν περίπου 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι πιθανότατα έως το τέλος του έτους.
Μόνο ένας στους τέσσερις εργάζεται κανονικά
Η εικόνα της αγοράς εργασίας αποτυπώνεται στα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της εταιρείας Metron Analysis. Μόνο ένας στους τέσσερις (25,4%) εργάζεται κανονικά, ενώ ένας στους τέσσερις (26,2%) με τηλεργασία. Οι υπόλοιποι είτε εργάζονται με μειωμένο ωράριο είτε βρίσκονται σε κάποιας μορφής άδεια ή αναστολή της σύμβασης είτε δεν εργάζονται. Ταυτοχρόνως, καταγράφεται σημαντική μείωση των εισοδημάτων καθώς το 41% δηλώνει ότι έχει υποστεί μειώσεις, ενώ το 11,4% έχασε την εργασία του μετά την 1η Μαρτίου 2020.
Αρχές του 2021 ο νέος κατώτατος μισθός
Μετατίθεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2020 η διαδικασία για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, ενώ η εφαρμογή του τοποθετείται – πιθανότατα – τον Φεβρουάριο του 2021. Με τη νέα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου μετατίθεται για το τέλος Σεπτεμβρίου η διαδικασία καθορισμού των κατώτατων αμοιβών που είχε ξεκινήσει τον προηγούμενο Φεβρουάριο. Οι οριστικές αποφάσεις αναμένεται να ληφθούν το δεύτερο 15ήμερο του Ιανουαρίου, όταν ο υπουργός Εργασίας θα πρέπει να εισηγηθεί τον νέο κατώτατο μισθό στο Υπουργικό Συμβούλιο. Υπενθυμίζεται πως από τον Φεβρουάριο του 2019 ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί στα 650 ευρώ και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04 ευρώ.
Επιδότηση μισθών ίση με το επίδομα ανεργίας ζητούν οι ξενοδόχοι
Δραματική είναι η κατάσταση στον χώρο του τουρισμού, όπου υπό κανονικές συνθήκες απασχολούνται τουλάχιστον 400.000 εργαζόμενοι. Η εφετινή σεζόν δεν ξεκίνησε καν και εκφράζονται επιφυλάξεις κατά πόσο η τουριστική βιομηχανία θα λειτουργήσει έστω και μερικώς. Ηδη χάθηκε η τουριστική περίοδος του Πάσχα, ενώ τίθεται εν αμφιβόλω και η πρώτη θερινή περίοδος του Ιουνίου.
Πέραν αυτών ερωτηματικό παραμένει κατά πόσο οι τουρίστες θα ταξιδέψουν ακόμα κι αν περιοριστεί η πανδημία τους επόμενους μήνες. Και βεβαίως αναφερόμαστε σε έναν κλάδο που εκτός από τους άμεσα εργαζομένους σε αυτόν, παρέχει εργασία σε μια σειρά δραστηριότητες που κινούνται γύρω από τον τουρισμό (καταστήματα, μεταφορές, εταιρείες προμηθειών τουριστικών μονάδων κ.λπ.).
Οι θέσεις
Ηδη οι ξενοδόχοι έχουν καταστήσει σαφές προς την κυβέρνηση ότι δεν θα ανοίξουν όλες τις μονάδες τους, εφόσον δεν υπάρξει κρατική μέριμνα για την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους του μισθολογικού κόστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι 20 ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας της Αθήνας τα οποία δεν προτίθενται να ανοίξουν χωρίς να υπάρξει κρατική επιχορήγηση του μισθολογικού κόστους.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι ξενοδόχοι έχουν αποστείλει στην κυβέρνηση τις θέσεις τους, προκειμένου να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους διατηρώντας το προσωπικό τους.
Συγκεκριμένα ζητούν το κράτος να επιδοτεί κάθε θέση εργασίας με ποσό ίσο με το επίδομα ανεργίας. Αντιστοίχως ο εργοδότης να καταβάλλει το 30%-35% του μισθού με τη δέσμευση ότι δεν θα θίγεται – κανένας δεν θα λαμβάνει λιγότερα – ο κατώτατος μισθός.
Ενδεικτικά του αιτήματος των ξενοδόχων είναι τα δύο παραδείγματα μισθοδοσίας:
Παραδειγμα 1: Μισθός 640 ευρώ από 1.000 ευρώ.
Μισθωτός με σημερινές μεικτές αμοιβές 1.000 ευρώ. Μείον ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου 197,79 ευρώ, μείον φόρος εισοδήματος 9,38 ευρώ. Καθαρό ποσό για τον εργαζόμενο 792,83 ευρώ. Ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη 248,10 ευρώ. Συνολικό κόστος για τον εργοδότη 1.248,10 ευρώ.
Εφόσον εφαρμοστεί το μέτρο για καταβολή του 30% από τον εργοδότη και χορήγηση του επιδόματος ανεργίας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μεικτά 300 ευρώ, μείον ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου 59,37 ευρώ, μείον φόρος εισοδήματος 0 ευρώ. Καθαρό ποσό για τον εργαζόμενο 240,63 ευρώ. Ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη 74,43 ευρώ. Συνολικό κόστος για τον εργοδότη 374,43 ευρώ.
Ποσό για τον εργαζόμενο (με την ταυτόχρονη καταβολή επιδόματος ανεργίας 400 ευρώ) ίσον με 640,63 ευρώ.
Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος θα απωλέσει 152,2 ευρώ και ο εργοδότης «κερδίζει» 873,67 ευρώ.
Παράδειγμα 2: Μισθός 556 ευρώ από 650 ευρώ.
Μισθωτός που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ. Μείον ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου 129 ευρώ, μείον φόρος εισοδήματος 0 ευρώ, καθαρό για τον εργαζόμενο 521 ευρώ. Ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη 161 ευρώ. Συνολικό κόστος για τον εργοδότη 811 ευρώ.
Εφόσον εφαρμοστεί το μέτρο για καταβολή του 30% από τον εργοδότη και χορήγηση του επιδόματος ανεργίας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μεικτά 195 ευρώ, μείον ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου 38,59 ευρώ, μείον φόρος εισοδήματος 0 ευρώ,
καθαρό για τον εργαζόμενο 156 ευρώ. Ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη 48,38 ευρώ. Συνολικό κόστος για τον εργοδότη 243,38 ευρώ.
Ποσό για τον εργαζόμενο (με την ταυτόχρονη καταβολή επιδόματος ανεργίας 400 ευρώ) ίσον με 556 ευρώ.
Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος λαμβάνει 35 ευρώ περισσότερα, ενώ ο εργοδότης «κερδίζει» 567,62 ευρώ.
Τα σχόλια είναι κλειστά.