Σε ένα σπίτι Ποντίων στην Ελασσόνα της Λάρισας, που κατοικούν άνθρωποι που τη δεκαετία του ’60 μετανάστευσαν στην Γερμανία ως εργάτες, θα δείτε εικόνες του Στέλιου Καζαντζίδη να κοσμούν τα τραπέζια.
«Ποιος είναι αυτός;» θυμάμαι να ρωτάω τους παππούδες μου μικρή. «Ο Καζαντζίδης, η αυθεντικότερη ποντιακή φωνή» μου απαντούσαν εκείνοι.
Πολλοί υποθέτουν πως η νεότερη γενιά έμαθε τον Στέλιο Καζαντζίδη από την πρόσφατη ταινία «Υπάρχω» σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, στην οποία πρωταγωνιστεί ο τραγουδιστής Χρήστος Μάστορας. Σίγουρα, η νέα κινηματογραφική κυκλοφορία, η οποία καταφέρνει με απαράμιλλη επιτυχία να μην ωραιοποιεί μια δύστροπη αλλά τεράστια προσωπικότητα, παρά μόνο να καταθέτει στην οθόνη γεγονότα, έκανε γνωστή στο ευρύ νεανικό κοινό την ιστορία του Καζαντζίδη.
Η επιλογή να ενσαρκώσει τον Στέλιο Καζαντζίδη ο Χρήστος Μάστορας ήταν ιδανική: παρόλο που ο Καζαντζίδης ήταν η επιτομή του macho άνδρα ενώ ο Χρήστος Μάστορας είναι ένας σύγχρονος και ιδιαιτέρως αγαπητός καλλιτέχνης, γέννημα θρέμμα της εποχής του, καταφέρνει να μεταφέρει στους θεατές την διαχρονική αλήθεια ενός λαϊκού τραγουδιστή για τον οποίο ο Φρανκ Σινάτρα είχε αναφέρει πως «αν ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε κάνει καριέρα στην Αμερική, με τη φωνή που έχει θα είχε μεγαλύτερη φήμη από μένα».
Υπάρχω
Σε ένα κατάμεστο σινεμά κάπου στον Πειραιά, αποφασίσαμε να δούμε την ταινία για την οποία μιλούν όλοι, -μεταξύ των οποίων οι κριτικοί και οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που ανεβάζουν τραγούδια του Καζαντζίδη ένεκα της κυκλοφορίας του «Υπάρχω».
Σε πρώτο πλάνο, μεταφερόμαστε σε μια περασμένη δεκαετία και βλέπουμε τον νεαρό δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη (Δημήτρης Καπουράνης), μόλις 29 ετών, να ψάχνει στις θάλασσες τον Καζαντζίδη, προκειμένου να του πάρει συνέντευξη. Η ταινία, ανατρέχει μέσω flashbacks στα πρώτα χρόνια του Καζαντζίδη, όταν οι αντικομμουνιστές χτύπησαν ανελέητα τον πατέρα του, Χαράλαμπο, μπροστά στα μάτια του. Προσοχή: η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα τα οποία όμως παντρεύονται με την μυθοπλασία.
Όσον αφορά τον θάνατο του πατέρα του, ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε αναφέρει παλαιότερα στον Βασίλη Βασιλικό: «Του έριξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο. Ούτε στην ΕΣΑ δεν χτύπαγαν έτσι. Με ένα σιδερένιο μπαστούνι τον σκότωσαν, στην κυριολεξία. Τον είχαν μελανιάσει, αιμορραγούσε… Τότε το ΄47 πέθανε ο πατέρας μου. Είχε προλάβει να γεννηθεί ο Στάθης. Λίγο πριν πεθάνει τον ξαναπιάσανε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσσερις πέντε μήνες που επέζησε μετά τα βασανιστήρια δεν είχε κουράγιο για τίποτα, όλο αιμοπτύσεις έκανε, είχαν σαπίσει οι πνεύμονες, είχε φθαρεί τελείως, δεν είχε κουράγιο ούτε να αναπνεύσει. Το κόμμα έστειλε κάποιο γιατρό. ‘Δεν έχει ζωή’ μας λέει. Ο πατέρας μου έτρωγε σε πεπιεσμένα χαρτόνια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώγαμε και εμείς, μη μας κολλήσει το μικρόβιο της φυματίωσης. Τρεις μέρες παιδευόταν ο φουκαράς…» («Υπάρχω», Εκδόσεις Λιβάνη).
Το «Υπάρχω» κάνει μια στάση σε όλα τα καθοριστικά σημεία της ζωής του Καζαντζίδη: η εργασία του στην φάμπρικα, τα πρώτα του βήματα ως μουσικός όταν έπαιζε σε ένα κουτούκι με ανταμοιβή ένα πιάτο φαγητό, οι δυσοίωνες συνεργασίες του με τις θρυλικές δισκογραφικές εταιρείες Columbia και την Μinos Emi (ιδρυτής της οποίας είναι ο Μίνως Μάτσας), ο αγώνας του για καλλιτεχνικά δικαιώματα αλλά και η απογοήτευση του από την στάση των συναδέλφων του, η σχέση του με την Καίτη Γκρέυ -την οποία υποδύεται με υποκριτική μαεστρία και συνέπεια η Κλέλια Ρένεση-, ο σφοδρός έρωτας του με την Μαρινέλλα, την οποία ενσαρκώνει με βάθος και αυθεντικότητα η Ασημένια Βουλιώτη, η δύσκολη νυχτερινή ζωή που δεν άντεξε και τέλος, η σχεδόν εμμονική σχέση του με την μητέρα του (την οποία η Αγορίτσα Οικονόμου καταφέρνει να αποτυπώσει με μαθηματική ακρίβεια).
Η νύχτα
Το οξύμωρο της προσωπικότητας του Καζαντζίδη διέπει όλη την ταινία: από την μια ζητά παραπάνω χρήματα από τις εταιρείες καθώς εκείνες θησαυρίζουν ενώ οι καλλιτέχνες ανταμείβονται με ψίχουλα -παρόλο που ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος-, ενώ από την αντίπερα όχθη, όντας μπουχτισμένος από τους πλούσιους ακροατές του, ζητά να πέσουν οι τιμές στα κέντρα διασκέδασης που εμφανίζεται, καθώς εκείνος τραγουδά για την φτωχολογιά και τις λαϊκές τάξεις.
Ωστόσο, καθώς ο καιρός έκανε το πέρασμα του, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ο Καζαντζίδης δεν κουράστηκε μόνο από την υψηλή κοινωνία: η αγριάδα που κυριαρχούσε στα μαγαζιά όταν έπεφτε ο ήλιος έπνιγε έναν καλλιτέχνη που δεν χαρίστηκε ούτε στα πρώτα βήματα της καριέρας του – τότε που κανείς δεν τον γνώριζε.
Η μεταμεσονύχτα βία του γεννούσε σκοτεινά συναισθήματα: στην ταινία βλέπουμε νταήδες/μπράβους να προσπαθούν να εισπράξουν δέρνωντας τον, και λίγο αργότερα, βλέπουμε τον Καζαντζίδη να ξεγλυστρά σε αναμνήσεις: στο ξύλο που έδωσαν οι αντικομμουνιστές μπροστά του και στον πόνο που ένιωσε όταν τον χτύπησε ένα μεγάλο ζώο.
Στο σύνολό του, το «Υπάρχω» καταφέρνει να μεταλαμπαδεύσει στο κοινό σημεία της ιστορίας ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Υπήρξε ένας φιλήσυχος μοναχικός μα οξύθυμος άνδρας που έμεινε πιστός μέχρι τέλους στις ρίζες του και συχνά αμφισβητούσε τον ευατό του και την πορεία του.