«Ενιωσα τη νοσταλγία να μαγειρέψω», ένιωσε τη νοσταλγία να μαγειρέψει κρέας ύστερα από δύο μήνες, «είχα να φάω δύο μήνες κρέας», πόσοι άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα, αξιώθηκαν να φθάσουν 70 χρονών για να μην μπορούν να αγοράσουν μία μερίδα κρέας;
Μαρία είναι το όνομα της γυναίκας που έχασε άντρα και ένα γιο, κληρονόμησε δάνειο και πετσοκομμένη σύνταξη, και βρέθηκε εκείνο το πρωϊνό στο σουπερμάρκετ στα Λιόσια. Θα αγόραζε λίγα τρόφιμα για να μαγειρέψει στα εγγονάκια της να φάνε.
Ενα πιάτο
Θα έρχονταν σπίτι, άγνωστο πόσο καιρό είχε να τα δει, όμως τι θα μπορούσε να έχει το τραπέζι αν όχι ένα πιάτο κρέας, το ήθελε για εκείνα όχι για την ίδια, μπορεί να το είχε στερηθεί στην ηλικία τους, τότε όλοι φτωχοί ήταν, το στερήθηκε και σήμερα, και χθες, πολύ καιρό τώρα.
Πως η ζωή ξαναέκανε κύκλο και πήρε από τόσους συνταξιούχους, όλα όσα πάλαιψαν να αποκτήσουν; Πόσο φτώχυναν τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα ούτε τα στοιχειώδη να φάνε;
Χτύπησε το τηλέφωνο και της είπαν «γιαγιά θα έρθουμε» και εκείνη πήγε στο σουπερμάρκετ, με χαρά που θα τα έβλεπε και σύγκρυο για τα λεφτά που δεν υπάρχουν στην τσέπη κανενός ρούχου στο σπίτι, «γιαγιά τι θα φάμε», «γιαγιά πεινάω!», και εκείνη τη στιγμή νοστάλγησα.
Πώς βγάζουν τη νύχτα
Νοιάστηκαν υπουργοί να μεριμνήσουν ώστε να μην δοθεί δικαστική συνέχεια στην ανεπιθύμητη κατάληξη που είχε εκείνη η νοσταλγία. Κανείς νωρίτερα από αυτούς δεν νοιάστηκε για το πώς έφτασαν οι άνθρωποι αυτοί ως εδώ, για το πώς εξαθλιώθηκε ο κόσμος, για το πώς υποσιτίζεται, για το πώς κλείνονται τα βράδια στο σπίτι και πώς αντικρίζουν την επόμενη μέρα μετά, αν μπορούν να ζεσταθούν, αν μπορούν να πληρώσουν ρεύμα, αν έχουν κάποιον να τους βοηθήσει.
Από 300 ευρώ ξεκινούν οι συντάξεις και όσο ζήσουν αυτοί που τις παίρνουν. Ολα έχουν συνωμοτήσει εναντίον τους, θέρισε ζωές η πανδημία, μεγάλοι άνθρωποι οι περισσότεροι, εξασθενούν τα γηρατεία το ανοσοποιητικό, εξασθενεί και ο οργανισμός από μιά διατροφή καθόλου ισορροπημένη, μα πάνω απ’ όλα είναι η στενοχώρια για όλα εκείνα που δεν μπορούν να κάνουν, που δεν μπορούν να δώσουν, επειδή δεν υπάρχει σύνταξη να πάρουν.
Δεν θέλω να ξέρουν
Φυσάει και ξεφυσάει ο αστυνομικός στο Τμήμα που οδηγήθηκε η κυρία Μαρία, 70 χρονών, κάτοικος Ιλίου, όταν ο υπεύθυνος του σουπερμάρκετ διαπίστωσε ότι είχε βάλει στη τσάντα της λίγο κρέας και κάποια τρόφιμα.
Η γυναίκα έχει ξεσπάσει σε κλάματα, τους λέει τη ωμή αλήθεια, ένιωσα εκείνη τη στιγμή μια νοσταλγία, να νιώσω ξανά άνθρωπος, να βάλω λίγο κρέας στο τραπέζι μου, να το μοιραστω με τα παιδιά μου που δεν θέλω να καταλήξουν σαν κι εμένα, δεν θέλω να ξέρουν πώς περνάω, αν τρώω, τι τρώω.
Είπαν οι αστυνομικοί να σταματήσει εκεί η ιστορία, κάποιοι βούρκωσαν ακούγοντας τη γυναίκα να παρακαλά, τα μάτια των αστυνομικών κοιτάζουν μία έξω, μία την ίδια, μία ο ένας τον άλλο, το πρόσωπο της κυρίας Μαρίας δίνει τη θέση του στα πρόσωπα των δικών τους μανάδων, που κάποτε θα φθάσουν την ηλικία της, «δεν θα της άξιζε τέτοια ζωή σαν φτάσει σε αυτά τα χρόνια».
Φεύγουμε
Κάθισε πέντε ώρες στο Τμήμα η γυναίκα, όσες ώρες θα είχε χορτάσει τη συντροφιά των παιδιών και εγγονιών στο σπίτι, «θέλετε γλυκό;», «γιαγιά έχεις σοκολάτα», «μάνα φεύγουμε θα τα ξαναπούμε», «να προσέχετε στο δρόμο».
Ομως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, το μικρό χέρι του εγγονού δεν άγγιξε το κουδούνι της πολυκατοικίας, το χέρι της γυναίκας εκείνη τη στιγμή της νοσταλγίας, απλώθηκε στο ράφι, «Μαρία πάρτα δεν είναι κανείς», ακούστηκε η φωνή μέσα της, «μετάνιωσα την ίδια στιγμή και ήθελα να τα ξαναβάλω στη θέση τους», όπως το χέρι της τάξης, το χέρι του υπευθύνου, στο δικό της ανίσχυρο μπράτσο, βαρύ, και η νοσταλγία μαγικός καθρέφτης, σε χίλια κομμάτια.
Φάροι
Είπαν οι πελάτες στο σουπερμάρκετ πως θα πλήρωναν οι ίδιοι τα πράγματα της γυναίκας, δεν ήταν δα μεγάλο ποσό, να σταματήσει ο διασυρμός, αλλά η διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθεί. Και έφθασαν οι αστυνομικοί με τους φάρους αναμμένους. Δεν υπήρχε σκηνή βίας, παρά μόνο μία ηλικιωμένη γυναίκα που έκλαιγε. Υπουργοί διεμήνυσαν πως παρενέβησαν για να λήξει η ιστορία, το σουπερμάρκετ εξέδωσε ανακοίνωση.
Την επομένη, όσους η νέα μέρα βρήκε ζωντανούς, περιμένουν την επόμενη εβδομάδα για την πενιχρή σύνταξη, πόσοι άνθρωποι κατάντησαν να μην τρώνε κρέας στην Ελλάδα, πόσοι ζουν ξεχασμένοι, στο περιθώριο της ζωής, πόσο βουβό κλάμα χύνεται κάθε βράδυ σε μία σόμπα που σιγοκαίει.