Το 10% – 15% των εδαφών της ελληνικής επικράτειας, σε αρκετά από τα οποία έχουν αναπτυχθεί και κατοικημένες περιοχές χαρακτηρίζονται ως χαλαρά από τους επιστήμονες, με αποτέλεσμα να μπορούν να δημιουργηθούν σοβαρά φαινόμενα ρευστοποίησης έπειτα από σεισμό τουλάχιστον 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με ανυπολόγιστες τραγικές συνέπειες για ανθρώπινες ζωές και περιουσίες.
Το φαινόμενο της ρευστοποίησης μπορεί να προκαλέσει βύθιση ή και κατάρρευση πολυκατοικιών και άλλων οικοδομημάτων, ακόμα και πολύ καλών κατασκευών, οι οποίες μπορεί να μην έχουν πάθει ούτε την παραμικρή ρωγμή από τη σεισμική δόνηση. Τα παραπάνω ανέφερε στο ethnos.gr ο ομότιμος καθηγητής Νεοτεκτονικής και Παλαιοσεισμολογίας του τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σπύρος Παυλίδης, σημειώνοντας ότι τα χαλαρά εδάφη είναι διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο.
«Τα χαλαρά εδάφη μπορεί να είναι αμμώδη ή από άργιλο και σίγουρα υπάρχει σε αυτά νερό. Έπειτα από ένα σεισμό τουλάχιστον μεσαίου μεγέθους, ένα τέτοιο έδαφος μπορεί να συμπεριφερθεί όπως ένα ρευστό και να δημιουργηθεί στην επιφάνεια ένα μικρό ηφαίστειο άμμου. Το αποτέλεσμα είναι να επηρεάζονται τα θεμέλια των οικοδομών και τα κτίσματα, ακόμα κι αν είναι πολύ καλής κατασκευής, μπορεί να γείρουν ή να βυθιστούν. Κάτι τέτοιο είδαμε πρόσφατα στον σεισμό της Αλβανίας. Μία εξαιρετική μελέτη και καταγραφή για το θέμα έκανε ο πρώην μεταπτυχιακός μου φοιτητής και σήμερα επίκουρος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Παπαθανασίου», σημειώνει στο ethnos.gr ο κ. Παυλίδης.
Επιρρεπή σημεία
Κατά τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η πόλη της Λάρισας, αφού μέσα στον οικοδομικό ιστό υπάρχουν αρκετά χαλαρά εδάφη, που μπορούν μετά τον σεισμό να προκαλέσουν φαινόμενα ρευστοποίησης. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Πηνειό ποταμό.
Στον νομό Θεσσαλονίκης περιοχή με πολλά χαλαρά εδάφη είναι αυτή της λεκάνης του Ανθεμούντα και κυρίως η περιοχή της Μίκρας που βρίσκεται κοντά στον Θερμαϊκό κόλπο. Σε αυτήν βρίσκεται σήμερα το αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, το οποίο παρουσιάζει έντονη κίνηση καθημερινά.
Πολλά χαλαρά εδάφη εντοπίζονται στις παραθαλάσσιες εκτάσεις της νότιας πλευράς του Κορινθιακού κόλπου και κυρίως γύρω από το Αίγιο, καθώς και σε αυτές του Πατραϊκού κόλπου, στην ευρύτερη περιοχή της Ανδραβίδας και δυτικά της Πάτρας. Στην Αττική πολλά χαλαρά εδάφη εντοπίζονται στις περιοχές της Μάνδρας και της Ελευσίνας, καθώς και στην Κινέτα, ενώ επικίνδυνη περιοχή στο Νότιο Ευβοϊκό κόλπο είναι αυτή της Σκάλας Ωρωπού.
Σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Ελλάδα, περιοχή με πολλά χαλαρά εδάφη είναι αυτή του Πολύμυλου Κοζάνης, ενώ αντίστοιχα φαινόμενα εντοπίζονται και σε διάφορες περιοχές γύρω από τα σημεία που διέρχεται ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑΡ. Η επιστημονική ομάδα του κ. Παυλίδη μελέτησε για γεωλογικά φαινόμενα ολόκληρη την περιοχή που περνάει σήμερα ο ΤΑΡ, πριν αυτός κατασκευαστεί, από τον Έβρο μέχρι την Αδριατική. Αρκετά χαλαρά εδάφη εντόπισε η ομάδα στην περιοχή των Φιλίππων και των Κρηνίδων Καβάλας, καθώς και στις παραποτάμιες περιοχές του Αξιού, του Στρυμόνα και του Νέστου. Να σημειωθεί ότι κατά τον κ. Παυλίδη περίπου το 10% των εδαφών, από τα οποία διέρχεται σήμερα ο ΤΑΡ, χαρακτηρίζονται ως χαλαρά και μπορούν να παρουσιάσουν φαινόμενα ρευστοποίησης.
«Τόσο στην περιοχή γύρω από τον ΤΑΡ, όσο και σε αυτήν πριν κατασκευαστεί η Εγνατία Οδός, έγιναν ολοκληρωμένες μελέτες εδαφών, ρηγμάτων, πρανών κτλ. Μάλιστα, η Εγνατία Οδός κατασκευάστηκε με τις καλύτερες προδιαγραφές οδοποιίας, οι οποίες είναι από τις καλύτερες στον κόσμο», σημειώνει ο κ. Παυλίδης.
Δυνατή αλλά κοστοβόρα η ενίσχυση
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του ΑΠΘ, υπάρχει η τεχνητή δυνατότητα ενίσχυσης των εδαφών, πριν γίνει κάποιο έργο, αλλά αυτό ανεβάζει σημαντικά το κόστος. Το τελευταίο αυξάνεται σημαντικά και αν οι μηχανικοί πρέπει να ενισχύσουν τη θεμελίωση κάποιου κτίσματος, σε περίπτωση που το έδαφος είναι χαλαρό.
«Δυστυχώς, σήμερα κάτι τέτοιο γίνεται μόνο στα μεγάλα τεχνικά έργα, όπως, για παράδειγμα, στη ζεύξη του Αμβρακικού. Σε οικοδομές κατοικιών αυτό δε γίνεται και στην κατασκευή τους ο μηχανικός είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει τις προδιαγραφές που θέτει ο σημερινός αντισεισμικός κανονισμός. Σε κάποιες λίγες περιπτώσεις, ωστόσο, οι προδιαγραφές του δεν επαρκούν. Να σημειωθεί ακόμα ότι ενώ από το 1980 κάθε πενταετία αναθεωρούταν και εμπλουτιζόταν με καινούργια στοιχεία ο αντισεισμικός κανονισμός κατασκευής κτιρίων, από το 2005 και μετά δεν έχει συμπεριληφθεί κάποιο καινούργιο στοιχείο», υπογραμμίζει ο κ. Παυλίδης.
Τα σχόλια είναι κλειστά.