Σειρήνες πολέμου με πολλά ανοιχτά ερωτήματα για Ιράν και ΗΠΑ
Με την ολοκλήρωση του πένθους για την εκτέλεση του Κασέμ Σουλεϊμανί και την πρώτη επίθεση του Ιράν με πυραύλους σε αμερικανικές βάσεις (σχεδιασμένη να έχει περισσότερο συμβολικό παρά πραγματικό αποτέλεσμα) τόσο η Τεχεράνη όσο και η Ουάσιγκτον σταθμίζουν τα επόμενα βήματα στο νέο τοπίο στη Μέση Ανατολή.
Η πρώτη ιρανική απάντηση στην εκτέλεση του Κασέμ Σουλεϊμανί πήρε τελικά τη μορφή επιθέσεων με πυραύλους σε δύο αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ. Παρότι γεμάτες συμβολισμούς (η ώρα των επιθέσεων ήταν η ίδια με την επίθεση στην οποία σκοτώθηκε ο Σουλεϊμανί), η επίθεση δείχνει να ήταν σχεδιασμένη ώστε να αποφευχθούν οι αμερικανικές απώλειες (ούτως ή άλλως οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν σε αναμονή επιθέσεων) και παραπέμπει σε ένα συνδυασμό πολιτικού μηνύματος αλλά και αποφυγής της παραπέρα άμεσης κλιμάκωσης, κάτι που ενισχύεται και από τις πρώτες αμερικανικές αντιδράσεις, με πιο χαρακτηριστική το “All is well” του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ στο twitter.
Την ίδια στιγμή τα εκατομμύρια που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις πάνδημου θρήνου για τον Κασέμ Σουλεϊμανί ήρθαν να θυμίσουν όχι απλώς την δημοφιλία του νεκρού ηγέτη της δύναμης Αλ Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης, αλλά και το γεγονός ότι παρ’ όλα τα προβλήματα από τις εντεινόμενες ανισότητες, τις αυταρχικές πρακτικές και τα φαινόμενα διαφθοράς, η πολιτική της ιρανικής ηγεσίας και η αντιπαλότητα με τις ΗΠΑ εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση σε ένα πολύ σημαντικό τμήμα της ιρανικής κοινωνίας.
Την ίδια στιγμή και πέραν από ρητορικές εξάρσεις οι διάφορες πλευρές ετοιμάζονται για τις επόμενες κινήσεις τους, σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα και τις πιθανές επιπτώσεις, σε ένα τοπίο που ήταν συνάμα αντιφατικό αλλά και μεταβατικό.
Η Τεχεράνη σταθμίζει την πραγματική ισχύ του «Άξονα της Αντίστασης»
Ειπώθηκε πολλές φορές τις τελευταίες μέρες ότι η πολιτική του Ιράν τα τελευταία χρόνια ήταν αφενός να μην απαντάει εν θερμώ και αφετέρου να μην απαντάει με έναν άμεσο τρόπο αλλά κατά προτίμηση μέσα από κινήματα που συντονίζονται με τις επιλογές της Τεχεράνης ή και τις επικροτούν.
Άλλωστε, τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την τραυματική εμπειρία του πολέμου με το Ιράκ, το Ιράν κυρίως επένδυσε στη διαμόρφωση αυτού που κωδικοποιήθηκε ως «άξονας της αντίστασης» και αφορούσε ένοπλα κινήματα που δραστηριοποιούνταν στο Λίβανο, το Ιράκ, τη Συρία, την Υεμένη και τα οποία μπορούσαν να αντιπαλεύουν πλευρές της πολιτικής των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας αλλά και του Ισραήλ.
Ο άξονας αυτός αντικειμενικά αύξησε την ιρανική επιρροή στο Ιράκ, όπου εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις της Βαγδάτης διατηρούν καλές σχέσεις με την Τεχεράνη και όπου οι ενταγμένες πλέον στις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές είχαν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Αντίστοιχα, μπορούσε να έχει επιρροή στη Συρία όπου το Ιράν στήριξε την κυβέρνηση Άσαντ, στην Γάζα, μέσα από τη στήριξη στη Χαμάς, στον Λίβανο μέσα από τον ευρύτερο πολιτικό ρόλο της Χεζμπολάχ και στον εμφύλιο στην Υεμένη, όπου το Ιράν στηρίζει τους αντάρτες Χούθι απέναντι στις δυνάμεις που υποστηρίζει το Ριάντ.
Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη μπορούσε να υποστηρίζει ότι πλάι στις δικές της ένοπλες δυνάμεις και τις ένοπλες οργανώσεις που στήριζε είχε εξελίξει και τα οπλικά της συστήματα που μπορεί να μην συγκρίνονται με την αμερικανική υπεροπλία, εντούτοις μπορούν να καταφέρουν πλήγματα, ιδίως οι πύραυλοι μικρού βεληνεκούς και τα μη κατευθυνόμενα αεροσκάφη.
Όλα αυτά συνδυάζονταν και με μια προσπάθεια να μπορέσει σταδιακά να έχει και μια διαφορετική παρουσία στη διεθνή κοινότητα, τόσο με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα (από την οποία αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ με πρωτοβουλία του προέδρου Τραμπ) όσο και με τη μερική συμπόρευση με τον αναδυόμενο ευρασιατικό πόλο γύρω από τις πρωτοβουλίες της Ρωσίας (με την οποία συντονίστηκε στη Συρία) αλλά και την Κίνα (με την οποία έχει σημαντικές οικονομικές σχέσεις, αν και το Πεκίνο έχει περιορίσει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων).
Οι αντιφάσεις της ιρανικής πολιτικής
Όμως, την ίδια στιγμή έπρεπε να σταθμίσει και τις αντιφάσεις που είχε συναντήσει σε αυτή την προσπάθεια. Η κοινωνική αναταραχή στο Λίβανο μπορεί να μην είχε άμεσο κόστος για τη Χεζμπολάχ, που άλλωστε φρόντισε να μην αποκοπεί από τις διαθέσεις της κοινωνίας, όμως θύμισε τη σημασία των κοινωνικών ζητημάτων πέραν της «αντίστασης».
Αντίστοιχα, η κατάσταση στο Ιράκ, με το συνδυασμό μεγάλων κινητοποιήσεων αλλά και δυσκολίας να υπάρξει μια πλατιάς αποδοχής προσωπικότητα για τη θέση του πρωθυπουργού από τη μεριά των φιλοϊρανικών και σιιτικών κομμάτων, ήρθε επίσης να θυμίσει τις πραγματικές δυσκολίες και τα κόστη που συνεπάγεται η προσπάθεια άσκησης συστηματικής επιρροής στη συγκεκριμένη χώρα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι η θρησκευτική ηγεσία των σιιτών του Ιράκ, δια στόματος του Μεγάλου Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί (που καταδίκασε πάντως την εκτέλεση Σουλεϊμανί) είχε ζητήσει την παραίτηση της ιρακινής κυβέρνησης στα τέλη Νοεμβρίου.
Αντίστοιχα, τα όποια βήματα επίδειξης στρατιωτικής ισχύος του Ιράν, είτε με την τεχνική βοήθεια στις εντυπωσιακές επιθέσεις των Χούθι σε εγκαταστάσεις της Aramco, είτε με την υπενθύμιση της δυνατότητας παρεμπόδισης της ναυσιπλοΐας στα τόσο κρίσιμα για την παγκόσμια ενεργειακή αγορά Στενά του Ορμούζ, αποτελούσαν περισσότερο πολιτικές υπογραμμίσεις ενόψει μιας δυνητικής διαπραγμάτευσης παρά πρελούδια συνολικότερης κλιμάκωσης, καθώς το Ιράν γνωρίζει ότι την πραγματική ικανότητα πληγμάτων που διατηρούν οι ΗΠΑ.
Η ίδια πραγματική δυσκολία υπάρχει τώρα ως προς τον υπολογισμό της απάντησης σε μια περίοδο όπου η Τεχεράνη μάλλον έδειχνε να προσπαθεί να κάνει διαπραγμάτευση, κυρίως με άλλες δυνάμεις της περιοχής όπως η Σαουδική Αραβία, για να μπορέσει να κατοχυρώσει τα όποια γεωπολιτικά κέρδη είχε. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του εντολοδόχου ιρακινού πρωθυπουργού Αντέλ Αμπντέλ Μαχντί ότι ο Σουλεϊμανί ήταν στη Βαγδάτη για να μεταφέρει την απάντηση της Τεχεράνης σε μια απόπειρα μεσολάβησης με το Ριάντ.
Η ίδια η πρώτη ιρανική ένοπλη απάντηση, που ο ίδιος ο ιρανός ΥΠΕΞ χαρακτήρισε ως μέτρα αυτοάμυνας που συμμορφώνονται με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, συνοδεύτηκε από δηλώσεις περί μη κλιμάκωσης, ενδεικτική μιας προσπάθειας να σταθμιστούν όλα τα δεδομένα.
Τα όρια του αμερικανικού σχεδιασμού
Παρότι η επίθεση θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός γενικότερου αμερικανικού σχεδιασμού για τη μεγιστοποίηση της πίεσης απέναντι στο Ιράν και έναν ειδικότερο σχεδιασμό για τη μείωση της ιρανικής επιρροής στο Ιράκ, εντούτοις ακόμη και αυτή τη στιγμή τα επόμενα αμερικανικά βήματα παραμένουν ασαφή. Η επιλογή σταδιακής απόσυρσης από το Ιράκ, σε συνέχεια ανάλογων και πιο εντατικών βημάτων στη Συρία, δεν δείχνει να έχει ανατραπεί και φαίνεται ότι και στις ΗΠΑ η επιλογή μεγαλύτερης πολεμικής εμπλοκής ξανά δείχνει να μη συναντά μεγάλη αποδοχή. Ακόμη και ο πάντα απρόβλεπτος Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να μην επιθυμεί σε αυτή τη φάση να προχωρήσει σε πιο εκτεταμένη πολεμική εμπλοκή.
Από τη μεριά του, το Ισραήλ δείχνει να βλέπει θετικά την εξέλιξη και κυρίως ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, που έχει άλλωστε και άλλη μια δύσκολη εκλογική μάχη μπροστά του και ξέρει ότι ένα κλίμα «αυξημένου κινδύνου» τον ευνοεί εκλογικά, την ώρα που η στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ δείχνει να εκτιμά ότι δεν θα βρεθεί άμεσα στο στόχαστρο, ιδίως από τη στιγμή που είναι σε εξέλιξη διαπραγμάτευση με τη Χαμάς για μικρότερη ένταση σε σχέση με τη Γάζα.
Ο κίνδυνος συνολικότερης αλλαγής συσχετισμού
Όμως, το βασικό στοιχείο που φέρνει η εκτέλεση του Σουλεϊμανί είναι ακριβώς το ενδεχόμενο να πυροδοτήσει εξελίξεις που θα ισοδυναμούν με μια αλλαγή του συσχετισμού στην περιοχή. Υπάρχει δηλαδή το ενδεχόμενο το είδος επιθετικότητας που επέλεξαν οι ΗΠΑ να αντιστρέψει τις ίδιες τις δυναμικές που μπορεί να έκαναν την αμερικανική πολιτική ηγεσία να θεωρήσει πρόσφορη τη στιγμή.
Οι πρώτες αντιδράσεις από το Ιράκ, παρότι σε μεγάλο βαθμό ρητορικές ή συμβολικές (για παράδειγμα το ψήφισμα του ιρακινού κοινοβουλίου μπορεί να καλεί για αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων αλλά δεν θέτει θέμα ακύρωσης της συμφωνίας ασφάλειας που υπέγραψε το Ιράκ με τις ΗΠΑ το 2008), εντούτοις θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε μια μεγαλύτερη συσπείρωση δυνάμεων σε κατεύθυνση άρνησης της παρουσίας των ΗΠΑ και διατήρησης της ειδικής σχέσης με το Ιράν. Τότε, εάν υποθέσουμε ότι ο συγκεκριμένος στόχος των ΗΠΑ ήταν ο περιορισμός της ιρανικής επιρροής στο Ιράκ, οι ΗΠΑ θα έχουν πετύχει το ακριβώς αντίθετο της επιδίωξής τους.
Αντίστοιχα, οι εκδηλώσεις θρήνου και οργής εντός του ίδιου Ιράν επανέφεραν τον πατριωτισμό και την αντίθεση στις ΗΠΑ ως συνεκτικό ιδεολογικό στοιχείο, σε μια κοινωνία που είχε σημαντικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας το προηγούμενο διάστημα, κάτι που με τη σειρά καθιστά ακόμη περισσότερο εκτός πραγματικότητας την όποια επιδίωξη μπορεί να υπήρχε για εφικτή «αλλαγή καθεστώτος», την ώρα που επιτρέπει και μεγαλύτερη αντοχή απέναντι σε τυχόν νέες επιθέσεις των ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή η αίσθηση μιας ευρύτερης αμερικανικής επιθετικότητας, χωρίς σαφή ορίζοντα και χαρακτήρα περισσότερο «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης», δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να αποθαρρύνει άλλες δυνάμεις στην περιοχή από τις όποιες δικές τους επιδιώξεις.
Ακόμη περισσότερο, η αίσθηση ότι η αμερικανική ηγεσία μπορεί για λόγους κοντόφθαλμου πολιτικού υπολογισμού να υπονομεύει διαδικασίες διαπραγμάτευσης που μπορεί να ήταν σε εξέλιξη, στην πραγματικότητα ενισχύει τη θέση άλλων δυνάμεων ως εγγυητών μιας πολιτικής διαδικασίας.
Για παράδειγμα, στη συριακή κρίση η όλη εξέλιξη στην πραγματικότητα κατοχυρώνει ακόμη περισσότερο τη θέση της Ρωσίας ως της δύναμης που εξακολουθεί να σκέπτεται τα επόμενα βήματα μιας ειρηνευτικής διαδικασίας και όχι τη βραχυπρόθεσμη προβολή ισχύος. Ούτως ή άλλως, είναι ακριβώς τέτοιες «μονομερείς» πρωτοβουλίες των ΗΠΑ που συντελούν σε μια αίσθηση μεσοπρόθεσμης υποχώρησης της πραγματικής ικανότητάς τους να ηγηθούν.
Με αυτή την έννοια, ο αμερικανικός σχεδιασμός, που δείχνει να στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι το Ιράν θα ταλαντευθεί ως προς το χρόνο και την κλίμακα των όποιων αντιποίνων του, μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με ένα πολύ μεγαλύτερο πραγματικό κόστος για τις ΗΠΑ από ό,τι αρχικά είχαν εκτιμήσει.
Τα σχόλια είναι κλειστά.