Μόλις μέσα στην τελευταία εβδομάδα, ο Ρομάν Αμπράμοβιτς ανακοίνωσε ότι βγάζει την εδώ και 19 χρόνια ιδιοκτησίας του ποδοσφαιρική ομάδα Τσέλσι στο «σφυρί», υποσχόμενος να διαθέσει τα καθαρά κέρδη από την αγοραπωλησία στη στήριξη των θυμάτων του πολέμου στην Ουκρανία.
Φέρεται ότι ταξίδεψε στη Λευκορωσία για να μεσολαβήσει στον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αντιπροσωπειών της Μόσχας και του Κιέβου.
Και τώρα λέγεται ότι πουλά τα πολυτελή ακίνητά του στο Λονδίνο, συνολικής αξίας άνω 200 εκατομμυρίων λιρών.
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία -την οποία ο ίδιος δεν έχει καταδικάσει- οι εξελίξεις δείχνουν να τρέχουν γρήγορα για τον διασημότερο Ρώσο ολιγάρχη στην Αγγλία.
Αν και μέχρι στιγμής δεν συγκαταλέγεται στη λίστα των βρετανικών κυρώσεων, ο κλοιός γύρω του φαίνεται ολοένα και να στενεύει.
Ο ίδιος αρνείται ότι έχει κάνει οτιδήποτε που να τον στοχοθετούν. Διαψεύδει επίσης ότι διατηρεί τους στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο.
Το όνομά του έχει ωστόσο αρχίσει να ακούγεται όλο και πιο έντονα, ακόμη και στη Βουλή των Κοινοτήτων.
Ο ηγέτης των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ και το κόμμα του «βομβαρδίζουν» πια με ερωτήσεις Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον και τους κυβερνώντες Τόρις γιατί ο Αμπράμοβιτς ακόμη παραμένει εκτός λίστας των Ρώσων ολιγαρχών, στους οποίους το Λονδίνο επιβάλει σκληρές κυρώσεις.
Μέχρι στιγμής, η Ντάουνινγκ Στριτ δεν έχει δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις…
Στο «στόχαστρο», αλλά στο «απυρόβλητο»
Εντείνοντας τις πιέσεις, ο βουλευτής των Εργατικών Κρις Μπράιαντ παρουσίασε στο κοινοβούλιο έγγραφο του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών, που χρονολογείται από το 2019, συντάχθηκε μετά τη δηλητηρίαση με νευροτοξικό παράγοντα του Ρώσου πρώην κατασκόπου Σεργκέι Σκριπάλ στο Σόλσμπερι και αναφέρει τον Αμπράμοβιτς ως άτομο ενδιαφέροντος, «λόγω των δεσμών του με το ρωσικό κράτος και της δημόσιας σχέσης του με διεφθαρμένες δραστηριότητες και πρακτικές».
Παράλληλα Βρετανοί βουλευτές επανέφεραν στο προσκήνιο την περίφημη λίστα «Ναβάλνι 35», που είχε κοινοποιήσει πέρυσι η οργάνωση του Αλεξέι Ναβάλνι, λίγο μετά τη σύλληψη του πιο διάσημου επικριτή του Βλαντίμιρ Πούτιν από τις ρωσικές αρχές.
Σε αυτή, κατονομάζονται 35 Ρώσοι αξιωματούχοι και επιχειρηματίες ως «διεφθαρμένοι σύμμαχοι του προέδρου Πούτιν» και «βασικοί παράγοντες και ωφελούμενοι της ρωσικής κλεπτοκρατίας, με σημαντικούς δεσμούς/περιουσιακά στοιχεία στη Δύση».
Πρώτος-πρώτος στη λίστα ήταν ο Ρομάν Αμπράμοβιτς.
«Τι μέλλει λοιπόν γενέσθαι με αυτήν την υπόθεση;», ρωτήθηκε την Παρασκευή από την ιταλική εφημερίδα La Repubblica ο Βρετανός πρωθυπουργός.
«Δεν έχει νόημα να πεις “ναι, θα τον κυνηγήσουμε” και μετά να πέσεις πάνω σε έναν “τοίχο” δικηγόρων», απάντησε ο Τζόνσον. «Πρέπει λοιπόν να το κάνουμε σωστά. Προσπαθούμε επίσης να μην το κάνουμε μόνο για ένα άτομο»…
Το «πλυντήριο» του Λόντονγκραντ
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, λίγο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η βρετανική πρωτεύουσα το παρατσούκλι Λόντονγκραντ, λόγω της μαζικής εισροής νόμιμων και παράνομων κεφαλαίων Ρώσων ολιγαρχών. Φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτοί…
Τον δρόμο άνοιξε η τότε συντηρητική κυβέρνηση του Τζον Μέιτζορ και συνέχισαν και οι επόμενες -τόσο των Εργατικών, όσο και των Τόρις- εκδίδοντας «χρυσή βίζα» σε όποιον έριχνε τουλάχιστον 1 εκατομμύριο λίρες στη βρετανική αγορά.
Η χαλαρή οικονομική εποπτεία μετέτρεψε γρήγορα το Λονδίνο σε ένα τεράστιο «πλυντήριο», που κατά την Εθνική Υπηρεσία κατά του Εγκλήματος (NCA) της Βρετανίας σήμερα ξεπλένει περίπου 100 δισεκατομμύρια λίρες «μαύρου χρήματος» σε ετήσια βάση.
Σύμφωνα με την οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια, σχεδόν 600 εταιρείες και άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο τροφοδοτούνται -εκούσια ή ακούσια- από αυτό το σύστημα, προσφέροντας υπηρεσίες: τραπεζίτες, δικηγόροι και λογιστές, έως μεσίτες και εταιρείες δημοσίων σχέσεων. Αλλά δεν είναι οι μόνοι.
Όπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις των Pandora Papers, καθώς και από πρόσφατη ανάλυση των Εργατικών, βάσει στοιχείων από την Εκλογική Επιτροπή της Βρετανίας, γράφει η Guardian, «δωρητές που έχουν κερδίσει χρήματα από τη Ρωσία ή φέρονται να έχουν διασυνδέσεις με το καθεστώς Πούτιν έχουν δώσει 1,93 εκατομμύρια λίρες στο Συντηρητικό κόμμα και σε μεμονωμένες κομματικές ενώσεις από τότε που ανέλαβε ο Μπόρις Τζόνσον την εξουσία, τον Ιούλιο του 2019».
Τώρα, επισημαίνει, η Ντάουνινγκ Στριτ «δέχεται αυξανόμενη πίεση από την ΕΕ να προχωρήσει περισσότερο και ταχύτερα στην επιβολή κυρώσεων σε Ρώσους ολιγάρχες, εν μέσω φόβων ότι “καθαρίζουν” τα περιουσιακά στοιχεία τους στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Ρομάν o… τρομερός
Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, ο Ρομάν Αμπράμοβιτς κέρδισε τον πρώτο γύρο στην εξέταση αγωγής του για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της Βρετανίδας συγγραφέα και δημοσιογράφου Κάθριν Μπέλτον και του εκδοτικού οίκου ΗarperCollins.
Στο best seller βιβλίο της «Οι άνθρωποι του Πούτιν: Πώς η KGB πήρε πίσω τη Ρωσία και τον έλεγχο της Δύσης», η πρώην ανταποκρίτρια των Financial Times στη Μόσχα έγραφε ότι ο Αμπράμοβιτς αγόρασε την Τσέλσι το 2003 κατ’ εντολήν του Ρώσου προέδρου, με στόχο να διεισδύσει στη βρετανική πολιτική ελίτ και να τη διαφθείρει.
Χαρακτήριζε μάλιστα τον 55χρονο μεγιστάνα «ταμία του Πούτιν» και «έναν από τους πιο πιστούς φύλακες του Κρεμλίνου».
Στην προδικαστική απόφαση, που ήταν υπέρ του Αμπράμοβιτς, το βρετανικό δικαστήριο επεσήμανε ότι αποφάνθηκε μόνον επί της σαφήνειας του περιεχομένου και όχι επί της ορθότητας των καταγγελιών.
Τον Δεκέμβριο, ο Αμπράμοβιτς προχώρησε σε συμβιβασμό με τους εναγόμενους, αποδεχόμενος τη συγγνώμη τους και τη δέσμευση για επαναδιατύπωση ορισμένων αποσπασμάτων του βιβλίου.
Η προσωπική ιστορία του και το πώς απέκτησε την αμύθητη περιουσία του -ύψους άνω των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το Forbes- έχει πάντως πολλές «αθέατες» πλευρές.
Από ορφανό που μεγάλωσε με τους ουκρανικής καταγωγής παππούδες του μέσα στη φτώχεια στην παγωμένη Σιβηρία, έζησε τα νιάτα του στην κομμουνιστική Μόσχα πουλώντας παιδικές κούκλες, πλαστικά παπάκια και αρώματα.
Μέχρι που σχεδόν εν μια νυκτί -κι έπειτα από έναν σύντομο γάμο με την κόρη ενός Σοβιετικού διπλωμάτη- εξελίχθηκε σε κροίσο.
Η περεστρόικα του άνοιξε το δρόμο. Η γνωριμία του με τον Μπόρις Μπερεζόφσκι, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, του άνοιξε τις πόρτες του Κρεμλίνου.
Big Business
Ο Μπερεζόφσκι δεν ήταν απλά o εθνικός αντιπρόσωπος των αυτοκινήτων Lada. Ήταν στενότατος συνεργάτης του Μπόρις Γιέλτσιν.
Μέσα σε ένα χρόνο από την γνωριμία του με τον πρώτο πρόεδρο της Ρωσίας, ο Αμπράμοβιτς είχε μετακομίσει σε διαμέρισμα μέσα στο Κρεμλίνο και έχτιζε την περιουσία του με ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς.
Ήταν η εποχή που η μετακομμουνιστική Μόσχα ιδιωτικοποιούσε μαζικά κρατικά περιουσιακά στοιχεία, ξεπουλούσε τα «ασημικά» της σε μια μικρή, επιλεγμένη ομάδα εκκολαπτόμενων ακόμη τότε Ρώσων ολιγαρχών.
Με το αμφιλεγόμενο πρόγραμμα δάνεια-έναντι-μετοχών, ο Μπερεζόφσκι και ο Αμπράμοβιτς (ήδη συνέταιροι σε διάφορα επιχειρηματικά σχήματα) πήραν μεταξύ άλλων κοψοχρονιά την πετρελαϊκή Sibneft.
Όταν η εταιρεία εξαγοράστηκε από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό κολοσσό Gazprom το 2005 -ενόσω στο Κρεμλίνο ήταν πια ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο σφοδρός επικριτής του, Μπερεζόφκι, εξόριστος στο Λονδίνο- ο Αμπράμοβιτς έγινε κατά 13 δισεκατομμύρια δολάρια πλουσιότερος και ο Ρώσος πρόεδρος ευτυχή που το κράτος ανακτούσε τον έλεγχο στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων.
Η μεταξύ τους σχέση ήταν ήδη πολύ στενή. Λέγεται ότι ήταν ο Αμπράμοβιτς ο πρώτος που πρότεινε στον Γιέλτσιν να αναδείξει τον πρώην πράκτορα της KGB στην πρωθυπουργία και στη διαδοχή του, λίγο πριν ο γηραιός πρόεδρος παραιτηθεί το 1999.
Αφότου δε ο Πούιτν ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, ο Αμπράμοβιτς παρέμεινε στενός φίλος και συνεργάτης.
Ο βιογράφος του Πούτιν, Κρις Χάτσινς, περιέγραψε τη σχέση τους σαν αυτή μεταξύ πατέρα και αγαπημένου γιου.
Με επιμονή του προέδρου, μάλιστα, υπηρέτησε δις κυβερνήτης της Τσουκότκα (2001-2008), στη ρωσική Άπω Ανατολή, ακριβώς απέναντι από την αμερικανική πολιτεία της Αλάσκας. Περιοχή, στην οποία ο Αμπράμοβιτς έριξε δισεκατομμύρια ρούβλια για να φτιάξει υποδομές.
Ένας… διεθνής κροίσος
Παρά τις παχυλές επενδύσεις του στην Τσέλσι, σε ακίνητα και σε επιχειρήσεις στην Αγγλία (έχει το πλειοψηφικό πακέτο στον εισηγμένο στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου κολοσσό του χάλυβα Evraz), ο Αμπράμοβιτς αντιμετώπισε το 2018 πρόβλημα με την ανανέωση της επενδυτικής βίζας του στο Βρετανία.
Είχε μεσολαβήσει η δηλητηρίαση Σκριπάλ και το τότε «πάγωμα» των σχέσεων Δύσης-Μόσχας.
Τελικά, η λύση στο αδιέξοδο δόθηκε μέσω Ισραήλ.
Εξέχων εβραίος ων, με ενεργή στήριξη της κοινότητας (αλλά και χρηματοδότης, μέσω offshore εταιρειών του και της οργάνωσης εποίκων Elad, παράνομων εβραϊκών οικισμών στην Σιλουάν, στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ) ο Ρώσος μεγιστάνας απέκτησε την ίδια χρονιά και την ισραηλινή υπηκοότητα, χρησιμοποιώντας έκτοτε το ισραηλινό του διαβατήριο για τα όλο και πιο σπάνια ταξίδια του στη Βρετανία.
Τον Απρίλιο του 2021, δε, πήρε και την πορτογαλική υπηκοότητα, βάσει ειδικού νόμου για τους απογόνους σεφαραδιτών Εβραίων που εκδιώχθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο τον 15ο αιώνα.
Από τον περασμένο Ιανουάριο, ωστόσο, η εισαγγελία της ευρωπαϊκής χώρας έχει ανοίξει έρευνα για τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση του Αμπράμοβιτς.
Έτερο και πιο κρίσιμο ερώτημα πάντως για τον ίδιο παραμένει εάν θα παραμείνει εκτός των σαρωτικών δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία, συνεχίζοντας έτσι να απολαμβάνει την εξαιρετικά προνομιούχα ζωή του.
Είτε πάνω στα σούπερ πολυτελή γιοτ του (έχει το μεγαλύτερο στον κόσμο, το Eclipse και ένα νεότερο, το Solaris, αμφότερα εξοπλισμένα με σύστημα αντιπυραυλικής ασπίδας).
Είτε με ταξίδια με τα ιδιωτικά του τζετ (έχει δύο), τον στόλο των ελικοπτέρων του ή τα πανάκριβα αυτοκίνητά του, επισκεπτόμενος απρόσκοπτα τις επαύλεις που έχει διάσπαρτες σε διάφορα σημεία του κόσμου: από το Σαν Τροπέ και τη Σαρδηνία, έως τις Δυτικές Ινδίες και τις ΗΠΑ.
Τρις διαζευγμένος και πατέρας συνολικά επτά παιδιών (τα μικρότερα σε ηλικία τα απέκτησε με την Ντάσα Ζούκοβα, νυν σύζυγο του δισεκατομμυριούχου Σταύρου Νιάρχου), σήμερα είναι ο πλουσιότερος πολίτης της Πορτογαλίας, ο δεύτερος του Ισραήλ και ο ενδέκατος της Ρωσίας.
Προφητικά ή μη, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, τον Δεκέμβριο του 2006, στην εφημερίδα Observer, είχε πει ότι τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία. Ίσως όμως μπορούν να σου εξασφαλίσουν, είχε παραδεχθεί, «λίγη ανεξαρτησία».