Οι άνθρωποι της πόλης, οι αστοί ήταν εκείνοι που έδωσαν μία άλλη μορφή στα λαχανικά.
Η χωριάτικη σαλάτα είναι η αγαπημένη των Ελλήνων και βρίσκει τη θέση της στο τραπέζι του σπιτιού, της ταβέρνας και του εστιατόριου.
Την αγαπούν μικροί και μεγάλοι και σύμφωνα με τους διατροφολόγους αποτελεί ένα πληρέστατο γεύμα.
Ποια είναι όμως η προέλευσή της;
Στα τέλη του 19ου αιώνα η ντομάτα μπήκε για τα καλά στη ζωή των Ελλήνων, αλλά όχι ως συστατικό της χωριάτικης σαλάτας, αν και όσοι δούλευαν σε χειρωνακτικές εργασίες στην επαρχία –αλλά και στις πόλεις-, έπαιρναν μαζί τους για φαγητό της ημέρας κρεμμύδι, ελιές, αγγούρι και σε ελάχιστες περιπτώσεις λίγο τυρί και ντομάτα, συνοδευόμενα με μία χοντρή φέτα ψωμιού.
Όλα μαζί τα έδεναν σε μία πετσέτα κουζίνας, χωρίς να τα κόβουν σε κομμάτια. Πώς τα έτρωγαν; Δαγκώνοντάς τα και κόβοντας κομμάτια.
Η άλλη διάσταση
Οι άνθρωποι της πόλης, οι αστοί ήταν εκείνοι που έδωσαν μία άλλη μορφή στα λαχανικά, βάζοντάς τα στο τραπέζι, κομμένα και ταιριασμένα με το ελαιόλαδο. Η εκδοχή όμως, που πλησιάζει την τελική μορφή της σαλάτας όπως την ξέρουμε, δεν δείχνει ως καταγωγή της χωριάτικης κάποιο ελληνικό χωριό, αλλά το κέντρο της Αθήνας.
Λέγεται ότι κάπου ανάμεσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η τουριστική ανάπτυξη έκανε τους ταβερνιάρηδες της Πλάκας να εφεύρουν τη χωριάτικη σαλάτα για να ξεγλιστρήσουν από τη χρέωση των αγορανομικών διατάξεων. Οι αγορανομικές διατάξεις είχαν στα είδη διατίμησης τις αγγουροντοματοσαλάτες, κάτι που απαγόρευε στους επαγγελματίες να χρεώνουν κατά βούληση. Με το κόλπο της πρόσθεσης του κομματιού της φέτας κατάφερναν να βγουν από τη διατίμηση και να πουλήσουν τη σαλάτα τους σε όποια τιμή ήθελαν.
Και μπορεί οι ταβερνιάρηδες να κέρδισαν χρήματα, αλλά η Ελλάδα κέρδισε τη Greek salad της, γνωστή στα πέρατα του κόσμου, που συνοδεύεται πάντα με την «παπάρα» ή «τη βούτα» με το ψωμί στο ζουμί της σαλάτας.
Τα σχόλια είναι κλειστά.