Πληθαίνουν οι διερευνητικές επαφές μεγάλων Ελλήνων ξενοδόχων, με μονάδες τόσο στην Αττική όσο και σε ολόκληρη την Ελλάδα, με εν δυνάμει αγοραστές των ξενοδοχειακών τους συγκροτημάτων σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές.
Ορισμένες καλά πληροφορημένες πηγές της αγοράς αναφέρουν όμως ότι τα πωλητήρια αυτά δείχνουν πως μεγάλοι επιχειρηματίες του κλάδου, χωρίς πίεση από τους ισολογισμούς τους, εμφανίζονται να κρίνουν ως κατάλληλη την τρέχουσα χρονική περίοδο για να ρευστοποιήσουν τις υπεραξίες που έχουν δημιουργηθεί και να εκτιμούν πως ο οικονομικός κύκλος του κλάδου έχει κορυφωθεί.
Η εκτίμηση αυτή συνάδει με ορισμένες ανησυχίες που διατυπώνονται εσχάτως περί επικείμενης διόρθωσης της ελληνικής τουριστικής αγοράς τόσο λόγω υπερπροσφοράς όσο και λόγω εξωγενών παραγόντων που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό αλλά και την υψηλή φορολογία.
Εν ολίγοις εκτιμάται πως οι τιμές των ξενοδοχείων από εδώ και πέρα δεν εμφανίζουν περαιτέρω άνοδο, καθώς η κερδοφορία τους υπονομεύεται από την ανάγκη να διατηρήσουν τα τιμολόγιά τους ανταγωνιστικά σε σχέση με χώρες όπως η Τουρκία, την ώρα που τα περιθώρια κέρδους τους πιέζονται ήδη από την υψηλή φορολόγηση.
Κάποιοι δεν διστάζουν να μιλήσουν ακόμα και για χαρακτηριστικά φούσκας στο ξενοδοχειακό real estate και θυμίζουν και τον «γκρίζο» ανταγωνισμό από τις πλατφόρμες βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων κατοικιών τύπου Airbnb.
Υπό αυτό το πρίσμα μοιάζει φυσιολογική η αποεπένδυση από την αγορά στην τρέχουσα χρονική στιγμή κατά την οποία η ζήτηση παραμένει υψηλή τόσο από επισκέπτες όσο και από υποψηφίους επενδυτές, υπογραμμίζουν αυτές οι πηγές.
Εκτός από το Πόρτο Καρράς, που βγήκε και επίσημα προς πώληση από την Τεχνική Ολυμπιακή αυτή την εβδομάδα με σύμβουλο τις Cushman & Wakefield και Profin, δεκάδες ακόμα γνωστά ξενοδοχεία βρίσκονται στην αγορά.
Για παράδειγμα, η Deloitte κυκλοφορεί ήδη διεθνώς ενημερωτική παρουσίαση για τρεις υπο-επενδεδυμένες ξενοδοχειακές μονάδες στη Χαλκιδική τις οποίες έχει αναλάβει ως σύμβουλος.
Στην Κρήτη, όταν μπήκε το 2019 δύο μεγάλες επώνυμες μονάδες στη Χερσόνησο βγήκαν επίσης στην αγορά αναζητώντας δυνητικούς επενδυτές.
Αλλος μεγάλος όμιλος με μονάδες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Αιγαίο έχει επίσης μπει σε ανάλογη διαδικασία, ενώ ακόμα και ορισμένα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί στην αγορά τα τελευταία χρόνια εξετάζουν την προοπτική αποεπένδυσης για να εγγράψουν τις μεγάλες υπεραξίες που ήδη θεωρητικά τουλάχιστον καταγράφουν.
Παράλληλα, εκατοντάδες άλλες μικρότερες και μεσαίες μονάδες, που είτε έχουν περιέλθει στον έλεγχο των τραπεζών λόγω μη εξυπηρετούμενων είτε παραμένουν σε ιδιώτες, βρίσκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε διαδικασία αναζήτησης αγοραστή. Κτηματομεσιτικές πηγές που ειδικεύονται στον κλάδο υπολογίζουν πως τουλάχιστον το 10% του ελληνικού ξενοδοχειακού στοκ βρίσκεται υπό πώληση.
Με τις αφίξεις και τα έσοδα από τον τουρισμό το 2018 να ανεβαίνουν σε επίπεδα-ρεκόρ με άμεσα έσοδα της τάξης των 16 δισεκατομμυρίων ευρώ, με περί τα 33 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες, πράγματι η στιγμή να πουλήσει κανείς μοιάζει ιδανική.
Και αυτό διότι παρά τις αποδόσεις αυτές το μέσο έσοδο ανά δωμάτιο δεν «ακούει» τα ρεκόρ. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου του 2018 που ανακοινώθηκαν στα μέσα της εβδομάδας, η αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 9,7% στα 15,847 δισεκατομμύρια ήταν αποτέλεσμα μόνον της ανόδου της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης (κατά 10,6% στα 29,466 εκατομμύρια ταξιδιώτες), αφού η δαπάνη ανά ταξίδι παρουσίασε μείωση κατά 3 ευρώ ή 0,5%.
Πηγή: Καθημερινή