Με την παρούσα υποβάλλω την παραίτησή μου από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Προσωρινής Διοίκησης της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Οι λόγοι που με οδηγούν στην απόφαση αυτή είναι προφανείς και έχουν να κάνουν με σωρεία αντικαταστατικών ενεργειών που ακολουθούνται από τον Πρόεδρο, με τη σύμφωνη γνώμη των μελών που προέρχονται από τις παρατάξεις Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση και Δημοκρατική Αγωνιστική Συνεργασία, οι οποίες πλέον οδηγούν τη μεγαλύτερη και ιστορικότερη δευτεροβάθμια οργάνωση εργαζομένων της χώρας σε αδιέξοδο.
Το 2019, αμέσως μετά τη βίαιη διάλυση του 38ου Εκλογικού Συνεδρίου της ΟΙΥΕ (δύο φορές μάλιστα), συμφώνησα να συμβάλλω, δια της συμμετοχής μου στο Προεδρείο από τη θέση Γενικού Γραμματέα της Προσωρινής Διοίκησης και πάντα με γνώμονα τα συμφέροντα των ιδιωτικών υπαλλήλων όλης της χώρας, στο να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ των παρατάξεων και να οδηγηθούμε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε ένα νέο εκλογικό συνέδριο.
Εις μάτην όμως. Ο Πρόεδρος, παρά το γεγονός ότι το καταστατικό εκχωρεί αυξημένες αρμοδιότητες στο Γενικό Γραμματέα, έχοντας τη συναίνεση των παρατάξεων ΕΑΚ και ΔΑΣ ενεργούσε ως «μονοκράτορας», ελάμβανε αποφάσεις δίχως να συνοδεύονται πάντα από αποφάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου, επέβαλλε λειτουργία του ενός ανδρός στα γραφεία της Ομοσπονδίας, με τους υπαλλήλους της οργάνωσης να πειθαρχούν απόλυτα στις εντολές του προέδρου και όχι στις διατάξεις του καταστατικού το οποίο προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες σε ότι αφορά τη διεύθυνση των γραφείων, την κατοχή της σφραγίδας της οργάνωσης, τα καθήκοντα και τις ευθύνες του Γενικού Γραμματέα.
Και όσο αυτή η κατάσταση παρέμενε στα χρονικά πλαίσια της προσωρινότητας, επεδείκνυα καλόπιστο πνεύμα προκειμένου να οδηγηθούμε το συντομότερο δυνατό σε ένα εκλογικό συνέδριο που θα αναδείκνυε νέα Διοίκηση. Ο χρόνος όμως περνούσε και ο πρόεδρος σε πλήρη συνεννόηση με τα μέλη των ως άνω παρατάξεων ζητούσαν διαρκώς παρατάσεις της θητείας της Προσωρινής Διοίκησης με διάφορες δικαιολογίες. Η στάση μου συνέχιζε να είναι καλοπροαίρετη και προσπαθούσα να λειτουργήσω όσο το πιο ενωτικά, παρά το γεγονός ότι η Προσωρινή Διοίκηση ελάμβανε με τις παρατάσεις χαρακτηριστικά τακτικής διοίκησης.
Ένα χρόνο μετά, το 2020, η πανδημική κρίση αποτέλεσε το τέλειο άλλοθι για να παραταθεί για έναν ακόμα χρόνο η θητεία της προσωρινής διοίκησης και έτσι φτάσαμε το 2021 με τον πρόεδρο να υπόσχεται διαρκώς την προκήρυξη εκλογών εντός του καλοκαιριού και εγώ να πιέζω διαρκώς προς αυτή την κατεύθυνση. Το καλοκαίρι πέρασε και διαφαινόταν ολοένα και περισσότερο η πρόθεση του προέδρου και των παρατάξεων της πλειοψηφίας να πατήσουν επάνω στην πανδημία και να ανανεώσουν τη θητεία της Προσωρινής Διοίκησης. Έτσι, από κοινού με τα μέλη του Δ.Σ Κώστα Διαμαντή και Σπύρο Βογιατζή, αποφασίσαμε την αποστολή κοινής επιστολής με βάση την οποία ζητούσαμε την προκήρυξη εκλογικού συνεδρίου. Ενός συνεδρίου δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού, συμμετοχικού, δίχως αποκλεισμούς συνέδρων και οργανώσεων -κατά την προσφιλή τακτική ορισμένων.
Εν τέλει και μετά από δικές μου πιέσεις η Εκτελεστική Επιτροπή της «Τακτικής» πλέον διοίκησης (μετά από 2,5 χρόνια παρατάσεων), αποφάσισε τη προκήρυξη του Εκλογικού Συνεδρίου για τις 30 και 31 Οκτωβρίου. Ένα συνέδριο όμως που δεν προκηρύχθηκε σύμφωνα με το καταστατικό, ένα συνέδριο με πολλά καταστατικά σφάλματα και ακυρότητες, ένα συνέδριο πρόχειρα διοργανωμένο που έθετε σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των εκατοντάδων συνέδρων, αφού ουδεμία μέριμνα για την προστασία των ευπαθών και ευάλωτων κατηγοριών υπήρχε. Προτείναμε από την πλευρά μας με επιστολές μας να διεξαχθεί το συνέδριο σύμφωνα με τα υγειονομικά πρωτόκολλα με υβριδικό τρόπο και να υπάρξει πρόβλεψη απομακρυσμένης συμμετοχής και ψηφοφορίας όλων όσοι το επιθυμούσαν. Όχι γιατί είχαμε κάποια ιδεοληπτική εμμονή, ούτε γιατί θέλαμε να εφαρμοστεί ο «νόμος Χατζηδάκη» όπως κάποιοι μας κατηγορούσαν.
Το προτείναμε γιατί αυτό ήταν το νόμιμο και το σωστό. Εμείς δεν προτάσσουμε τις ιδεοληψίες μας πάνω από την ανθρώπινη ζωή. Η πρότασή μας απορρίφθηκε και δεκάδες οργανώσεις μας εξαναγκάστηκαν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να διασφαλίσουν την υγεία των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους και να αποτρέψουν αποκλεισμούς συνέδρων εξαιτίας της πανδημίας. Το αίτημα προσωρινής διαταγής, όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε δεκτό και το συνέδριο ανεστάλη.
Δεν μείναμε αδρανής μπροστά σε αυτή την εξέλιξη. Με νέα επιστολή μας ζητήσαμε από τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ να σεβαστούν την προσωρινή διαταγή και να προκηρύξουμε εκ νέου το εκλογικό μας συνέδριο, αυτή τη φορά προβλέποντας υβριδική συμμετοχή των συνέδρων. Εξάλλου έχουμε μπει ήδη μέσα στο μήνα Νοέμβριο και η κατάσταση με τον Covid-19 διαρκώς επιδεινώνεται, ενώ οι δεκάδες νεκροί και οι εκατοντάδες διασωληνομένοι θα έπρεπε να λειτουργούν αφυπνιστικά και να συνιστούν τροχιοδεικτικό των αποφάσεών μας. Δυστυχώς, ο Πρόεδρος και τα μέλη της πλειοψηφίας δείχνουν ακόμα και σήμερα ότι δεν κατανοούν την κρισιμότητα της κατάστασης, ούτε φαίνεται να έλαβαν το μήνυμα της απόφασης του Προέδρου Πρωτοδικών που ανέστειλε την προηγούμενη διαδικασία μας. Εξακολουθούν να εμμένουν στην απόφασή τους να διοργανώσουν ένα συνέδριο σε ένα κλειστό χώρο και να θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές 650 συνέδρων.
Την ίδια στιγμή η καταστατική λειτουργία της ΟΙΥΕ είναι ανύπαρκτη. Ο Πρόεδρος αποφασίζει και οι υπάλληλοι εκτελούν. Οργανώσεις μας αποκλείονται από τη συμμετοχή τους στο συνέδριο με σαθρές και αναιτιολόγητες αποφάσεις, η πλειοψηφία των μελών της Προσωρινής Διοίκησης έχει μετατραπεί σε «δικαστική αρχή» και εκδίδει αποφάσεις αποκλεισμού σωματείων και συνέδρων, ενώ εγώ ως Γενικός Γραμματέας έχω υποστεί μια άτυπη αφαίρεση κάθε καταστατικής αρμοδιότητας, αφού όπως προείπα ο πρόεδρος ενεργεί με διττή ιδιότητα. Δεν έχω καμία απολύτως γνώση της οικονομικής διαχείρισης, δαπανήθηκαν κονδύλια για τη διοργάνωση του ακυρωθέντος συνεδρίου της 30ης και 31ης Οκτωβρίου, δίχως να υπάρχουν συμβάσεις με τις εταιρείες για τις οποίες εκταμιεύσαμε χρήματα, δίχως να έχει γίνει απολογισμός, δίχως να έχουμε καταλήξει στο σώμα του συνεδρίου και δίχως να γνωρίζουμε για ποιους συνέδρους πληρώσαμε τι. Ζήτησα απολογισμό από τον πρόεδρο και τον ταμία και η απάντηση ήταν ότι «ξοδέψαμε 49.000 € για το συνέδριο που ακυρώθηκε». Μέχρι σήμερα δεν έχω στα χέρια αναλυτικό απολογισμό με τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν και με βάση ποιες αποφάσεις και ποιες συμβάσεις.
Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω και πάλι με αποφάσεις του προέδρου οδεύουμε σε ένα νέο συνέδριο στις 27 και 28 Νοεμβρίου δίχως να έχουμε αποφασίσει εκ των προτέρων ποιο είναι το τελικό σώμα του συνεδρίου, ενώ επαναλαμβάνονται τα ίδια σφάλματα, τα οποία σε περίπτωση προσφυγής μελών μας θα οδηγήσουν σε νέα αναστολή και αυτού του Συνεδρίου.
Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να ασκώ τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα και να επωμίζομαι ευθύνες που δεν μου αναλογούν και δεν έχω κανένα απολύτως έλεγχο. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί η συνείδησή μου να αναλάβει την ευθύνη να νοσήσει ή ακόμα και να καταλήξει έστω και ένας συνάδελφός μου σύνεδρος. Αυτό το συνέδριο που επιχειρεί ο πρόεδρος και η πλειοψηφία θα είναι ένα συνέδριο στο οποίο ο κορονοϊός θα κάνει «πάρτι». Μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της δημόσιας υγείας με 650 σύνεδρους -εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους- με γυρίζουν μετά το διήμερο της 27ης και 28ης Νοεμβρίου πίσω σε 72 περίπου πόλεις, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους και όσους έρθουν σε επαφή μαζί τους.
Επίσης δεν επιθυμώ να φέρω ευθύνη για ένα Συνέδριο, που θα αποκλείσει μέλη και συνέδρους, είτε διότι δεν τους νομιμοποιεί η Προσωρινή Διοίκηση είτε διότι δεν δίνεται η δυνατότητα εξ αποστάσεως συμμετοχής και ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, παρότι τη δεδομένη χρονική στιγμή τα μέτρα γίνονται ακόμα αυστηρότερα και κανένας ανεμβολίαστος δεν μπορεί να παρευρεθεί σε κλειστό χώρο. Τέλος καμία ευθύνη δεν θέλω να φέρω για τα δεκάδες σωματεία, την εγγραφή των οποίων αρνηθήκατε ή αποτρέψατε, αφήνοντας μεγάλη μερίδα συναδέλφων μας πανελλαδικά χωρίς εκπροσώπηση από τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του Κλάδου.