Οι ειρωνικές επιθέσεις, υπαγορευμένες από την τυπική φαλλοκρατική αλαζονεία, εκδηλώθηκαν αμέσως μετά τις πρώτες δημόσιες καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση εις βάρος αθλητριών. Ηταν ωστόσο κυρίως διαδικτυακές, ανωνυμοψευδώνυμες: «Τώρα το θυμήθηκαν;», «και γιατί δεν έδειραν τον ενοχλητικό;», «έλα μωρέ, γυρεύοντας θα πήγαιναν». Τίποτε το παράδοξο. Αυτό είναι, εκ παραδόσεως, το «κοινό περί βιασμών αίσθημα». Διότι, ως προς αυτό, η παράδοση –ό,τι και αν λέει η γραμματική– είναι γένους αρσενικού. Καιρός λοιπόν να καταγγελθεί σαν απαράδεκτη. Είναι αδιανόητο και ανήθικο να ενοχοποιούνται τα θύματα επειδή υπήρξαν θύματα.
Η ειρωνεία οξύνθηκε όταν από την αθλητική μικροήπειρο μετακινηθήκαμε στην καλλιτεχνική, οπότε πλήθυναν οι καταγγελίες γυναικών, αλλά και ανδρών, για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς τους από αστέρες και αστερίσκους του χώρου. Η χολή έφυγε από τα πλημμυρισμένα σόσιαλ μίντια κι έγινε μελάνη, για να γράφουν τα αρρενοπρεπή κείμενά τους όσοι τα βρίσκουν όλα αυτά «καρικατούρα του Χόλιγουντ», «πολύ μα πολύ κιτς» ή «συριζοδολοπλοκία». Και βέβαια, «πολύ μα πολύ βαλκανικά». Ο «βαλκανικός καημός» τρώει από παλιά όσους θα ήθελαν να αποκόψουν την Ελλάδα από τη Χερσόνησο του Αίμου και να τη ρυμουλκήσουν στις εκβολές του Σηκουάνα ή του Τάμεση, έστω σμικρυμένη.
Πολύ θα ήθελαν επίσης όσοι απαξιώνουν το ελληνικό MeToo σαν τρε μπανάλ ή τρε μπαλκανίκ να κυριαρχήσει ένας τόνος ανάλαφρου πρωινάδικου στην κοινωνική και μιντιακή υποδοχή του όλου δράματος. Αυτό όμως το απαγορεύει και το ανατριχιαστικό περιεχόμενο των καταγγελιών και το γεγονός ότι γίνονται επώνυμα. Δεν έχουμε να κάνουμε με φήμες αλλά με ενυπόγραφα κατηγορώ, που επικυρώνονται από τις επίσης επώνυμες αφηγήσεις μαρτύρων και από τις πονηρούτσικες δηλώσεις «ανάληψης ευθύνης» κάποιων θυτών. Αυτών των «αρσενικών παλαιάς κοπής», για τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ αν ο βίος τους μιμήθηκε το σενάριο των σίριαλ όπου θριάμβευαν ή αν το σενάριο κόπηκε στα μέτρα της μουρντάρικης εξουσιούλας τους.
Ο φόβος μήπως καούν και χλωρά μαζί με τα ξερά είναι εύλογος. Μολαταύτα ορισμένοι δηλώνουν φοβισμένοι όχι από έγνοια για τα χλωρά, αλλά από αγωνία για κάποια ξερά. Από τη διάθεσή τους να τα προστατέψουν με τα όπλα της σχετικοποίησης, του συμψηφισμού και του «καλλιτεχνικού άλλοθι»: «Είναι άξιοι δημιουργοί, ας το παραβλέψουμε». Μάλιστα. Σπουδαίοι λογοτέχνες ο Πάουντ και ο Σελίν, όντως. Ξεχάσαμε όμως ποτέ τον φιλοναζισμό τους;