Λοιπόν τελικά σκέφτομαι ότι υπάρχει πάντα μια ισορροπία, είτε είναι κατάλληλη είτε όχι. Ακόμη και στην παχυσαρκία –παρόλο που ο άνθρωπος με διαταραχή βάρους κινείται διατροφικά στα άκρα, δηλαδή μεταξύ δίαιτας (συνήθως στερητικής) και πολυφαγίας‒, ακόμη κι εκεί διατηρείται μια σταθερά, κι αυτή είναι ο όγκος του, ο οποίος δύσκολα αλλάζει.
Στην κινεζική κουλτούρα τα αντίθετα (το Γιν και το Γιανγκ) αντιπροσωπεύουν την κοσμική ισορροπία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο καλό και το κακό. Ας πούμε λοιπόν ότι η εξισορρόπηση δημιουργείται με ό,τι συμβάλλει στη διατήρηση μιας σταθεράς.
Οταν κάποιος ελέγχει τα πάντα –θυμό, συναισθήματα, καταστάσεις, διεκπεραιώσεις‒, πιθανόν το μόνο πεδίο όπου χάνει τον έλεγχο είναι εκείνο της πρόσληψης τροφής (πολυφαγία), και έτσι επέρχεται μια εξισορρόπηση. Οπως ακριβώς το μπαλόνι, που αν το πιέσεις, θα δημιουργήσει κάπου ένα εξόγκωμα, σαν καρούμπαλο, για να μη σκάσει.
«Μόλις τρώω ζάχαρη ύστερα από λίγο είμαι σε νιρβάνα».
Με εκμυστηρεύσεις ξεκινούσε πάντα τις συζητήσεις μας. Καθόταν στην καρέκλα απέναντί μου και μιλούσε πάντα πρόθυμα για το πώς αισθανόταν.
«Για δυο λεπτά, για πέντε, νιώθω ευτυχισμένη, τόσο όσο χρειάζεται η ζάχαρη για να δράσει μέσα μου. Ευφορία είναι η ακριβής λέξη», έλεγε κι έπαιρνε βαθιά ανάσα.
Μετά περιέγραφε τα υπέροχα σοκολατάκια σε σχήμα αστεριού που είχε φάει, αλλά και την αναζήτηση της συνταγής τού πιο νόστιμου κέικ που είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή της. Φυσικά ήταν μια κατάκτηση δική της να μπορεί πλέον να περιγράφει τις τροφές που έτρωγε. Είχε φύγει η ντροπή και το μεγαλύτερο μέρος της ενοχής που είχε όταν ξεκίνησε την προσπάθεια να αδυνατίσει.
Κατ’ ουσίαν όμως δεν μίλαγε ακόμα για τα συναισθήματά της, προς το παρόν περιέγραφε τι την έκανε να νιώθει η τροφή.
Ήξερα όμως ότι αγωνιζόταν να υπερβεί τον εαυτό της. Πώς μπορούσα να μην είμαι ικανοποιημένη ή να μη θαυμάζω κάθε στάδιο προόδου που κατακτούσε, αφού γνώριζα (ίσως εγώ καλύτερα από τον καθένα) την τεράστια μάχη που έδινε καθημερινά για να οργανώσει τα γεύματά της, να προσπαθήσει να γυμναστεί, να φροντίσει τον ύπνο και τη χαλάρωσή της, αλλά και να αντιμετωπίσει την απογοήτευσή της τις φορές που η ζυγαριά δεν έδειχνε απώλεια κιλών και συνάμα να απαλλαγεί από την αυτοεπίκρισή της.
Στη διαταραχή βάρους ο στόχος είναι να φτάσει κανείς να περιγράφει με λέξεις αυτό που νιώθει και να μην το «καταπίνει». Όταν μπορέσει να βιώνει τα συναισθήματα και να μην τα εξαφανίζει, καταπίνοντάς τα ως τροφή, μόνο τότε όλα θα βρουν τη θέση τους, ακόμη και ο όγκος της.
Όταν αισθάνεται να μιλά κι όταν πεινά να τρώει.
Αυτό θα έχει αποτέλεσμα να μην έχει ανάγκη το βάρος για να κρύβεται πίσω απ’ αυτό ‒ ή με αυτό να παρουσιάζεται ως άλλη. Και να φανταστείς ότι συνήθως οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι για να αδυνατίσεις, πρέπει να ράψεις το στόμα σου.
Μέρα με τη μέρα η γυναίκα αυτή έπρεπε να περάσει από τον ανταγωνισμό που είχε με τα κιλά της, με τον εαυτό της, με τη ζυγαριά και τις πολυφαγίες της σε έναν συναγωνισμό μαζί τους. Κι αυτό παρόλο που της φαινόταν αδιανόητο να συμφιλιωθεί με τα κιλά που έδειχνε η ζυγαριά, με τον όγκο του σώματός της ή με το γεμάτο μέχρι σκασμού στομάχι της.
Κι όταν μια μέρα ήρθε στο γραφείο και μου είπε:
«Σας μιλάω συνέχεια για τα παραπανίσια κιλά μου, για την περίσσια τροφή που καταναλώνω, για τον περισσότερο όγκο μου… Ομως εγώ αισθάνομαι ότι μου λείπουν πολλά… Σαν να είναι δηλαδή το σώμα μου σε πλεόνασμα, αλλά η καρδιά μου σε έλλειμμα», έμεινα με ανοιχτό το στόμα.
Αλίκη Πανοπούλου / https://www.efsyn.gr/