Ο χρόνος μας παίρνει πράγματα και μας δίνει πράγματα. Μας παίρνει τις στιγμές αλλά μας δίνει την σοφία να τις εκτιμήσουμε. Να τις ξαναζήσουμε, με όσα ξεθωριασμένα σλάιντς έχουν μείνει ακόμα στην οθόνη του μυαλού μας και να τις νοσταλγήσουμε. Ακόμα και αν όταν ήμασταν μέρος τους, τις βαριόμασταν ή τις μισούσαμε. Στο Ηall of Fame αυτών των αναμνήσεων που όσο απομακρύνονται τόσο τις ερωτευόμαστε, είναι για μένα το πασχαλινό οικογενειακό τραπέζι.
Μετά από μια ατελείωτη εβδομάδα επίπονων διατροφικών στερήσεων και απόκρυφων καταναλώσεων αμαρτωλών τυροπιτών και τρικατάρατων πιτόγυρων έφθανε στο σπίτι μας αυτή η ηλιόλουστη μέρα της απελευθέρωσης από τη σκλαβιά ακόμη και αυτής της κουτσής, ντεμέκ νηστείας που για την ακόρεστη παιδική μου πείνα ήταν το Γκουαντάναμο και η Ιερά Εξέταση μαζί.
Το βράδυ του Σαββάτου, με τη μαγειρίτσα και όλα τα συνοδευτικά να ετοιμάζονται στην κουζίνα ήταν βέβαια η πρόβα τζενεράλε. Το πρίκουελ της φιέστας. Μιας μεγάλης γιορτής που ξεκινούσε από πολύ πρωΐ. Και δεν γινόταν σχεδόν ποτέ στο σπίτι μας. Πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ο θείος σου έχει σπίτι με αυλή. Αυτό το ιδανικό πλατώ για την σκηνή της σούβλας. Ετοιμασμένοι, σενιαρισμένοι και πεινασμένοι εγώ και τα αδέρφια μου ξεκινούσαμε για το μεγάλο φαγοπότι.
Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο και έτοιμο να υποδεχτεί πιάτα και λαδιές. Το αρνί μαζί με το συμπρωταγωνιστή του, το παράνομο κοκορέτσι έπαιρναν το χρόνο τους.
Όλοι είχαν την αποψάρα για το ψήσιμο. Αλλά τελικά ένας έκανε τη δουλειά. Και την έκανε καλά. Αν δεν ήταν στην ΔΕΗ ο θείος μου έπρεπε να βγάζει το ψωμί του στα Καλύβια. Σαν ιθαγενείς που χορεύουν γύρω από τη φωτιά, εμείς καθόμασταν γύρω από τη σούβλα, κάτω από τον ήλιο που συνήθως μας έκανε την χαρη να βγαίνει, κλέβοντας πέτσα και λεηλατώντας ότι μπορούσαμε από τις σούβλες. Τα καλύτερα κομμάτια τρώγονται άλλωστε πάνω στη φωτιά. Όλοι το ξέρουν αυτό.
Στο τραπέζι οι γυναίκες, μάνες, θείες, γιαγιές και όλο το γενεαλογικό μας δέντρο θηλυκού γένους, μαζί με τους πρόθυμους τραπεζοκόμους, ετοίμαζαν προσεκτικά τη σκηνή της παράστασης, κάνοντας ένα catch up των τελευταίων κοινωνικών εξελίξεων. Ποιο facebook και ποιο Ιnstagram; Η μεγαλύτερη συγκέντρωση κοινωνικής πληροφορίας, aka κουτσομπολιό, γινόταν (και γίνεται ακόμα είμαι σίγουρος) πάνω στο τύλιγμα της χαρτοπετσέτας που θα αγκαλιάσει τα μαχαιροπίρουνα.
Μόλις και τα τελευταία well done μπιφτέκια, για εκείνους τους εκλεκτικούς που τους μύριζε το αρνί, έβγαιναν ήταν η ώρα να ξεκινήσουμε. Η μητέρα όλων των μαχών. Πιρούνια που κάρφωναν. Πιάτα που γέμιζαν κόκκαλα και λίπια. Ποτήρια που τσούγκριζαν και άδειαζαν. Μασέλες που δούλευαν υπερωρίες. Μια ασυγχρόνιστη ορχήστρα που έπαιζε την πιο ζωντανή πασχαλινή μελωδία.
Όλα τα κλισέ ήταν εκεί. Ο θείος που θα κάτσει με τη νεολαία. Η ξαδέρφη που δεν έχει ακόμη παντρευτεί. Η λάδια στο μπλουζάκι του πατέρα μου και το βλέμμα αποδοκιμασίας της μητέρας μου. Και φυσικά. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ. Αυτή η αδυσώπητη μάστιγα του ελληνικού τραπεζικού. Η αιτία να κοκκινίσουν φαλάκρες, να ανέβουν τα ντεσιμπέλ και τελικά κάποιοι να αποχωρήσουν πρόωρα από την κεντρική σκηνή, αποσυρόμενοι σε κάποιον παρακείμενο καναπέ.
«Να βάλω καφεδάκι;»
Ήταν η ερώτηση της οικοδέσποινας που έσπαγε τα πάθη. Και το γλυκό η αρχή του τέλους αυτής της ξεχωριστής φιέστας. Με τα στομάχια μας γεμάτα φαγητό και το μυαλό μας γεμάτο εικόνες αφήναμε αυτόν τον κόσμο και επιστρέψαμε στον συνηθισμένο μας.
Μέχρι την επόμενη φορά.
Οι φωτογραφίες έχουν την τάση να θολώνουν. Οι στιγμές έχουν την ιδιότητα να αυτοκαταστρέφονται. Όμως τα συναισθήματα που έχεις ζήσει επιβιώνουν άφθαρτα. Τα πασχαλινά μου τραπέζια δεν ήταν απλές συγκεντρώσεις ανθρώπων. Ήταν ώρες ξενοιασιάς, απόλαυσης και οικειότητας. Ήταν παιδικές αναμνήσεις που ελπίζω να φτιάξω κι εγώ στα παιδιά μου. Ήταν τελικά μικρές ιστορίες που με έκαναν να νιώθω ζεστά χωρίς να μπορώ να τις περιγράψω με ακρίβεια. Με τις λέξεις της Μάγια Αγγέλου, οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν τι είπες και τι έκανες αλλά δε θα ξεχάσουν ποτέ πως τους έκανες να αισθανθούν.
Σχεδόν στα σαράντα μου πλέον, η απόδειξη είναι αυτές οι γραμμές.
* O Άρης Αλβανός είναι αστικός νομάς και φανατικός εμπειριστής. Βλέπει, ζει και γράφει παντού με όλα τα μέσα. Δουλεύει όσο πρέπει και σκέφτεται όσο αντέχει. Τρώει τα πάντα παρέα με τους The Eaters.
** Κεντρική φωτό: Βασίλης Πιτούλης