Οικονομία: Τι χάσαμε το 2020, τι ελπίζουμε να «κερδίσουμε» το 2021
Οικονομία: Τι χάσαμε το 2020, τι ελπίζουμε να «κερδίσουμε» το 2021
Ο δεύτερος μήνας του 2020 ήρθε και ανέτρεψε όλα τα σχέδια μας. Στις 26 Φεβρουαρίου που εμφανίστηκε ο ιός στην Ελλάδα ήταν η αρχή μίας αναφορικής διαδρομής όπου στην πορεία αποδείχθηκε πως η πανδημία προκάλεσε πολλές απώλειες σε κοινωνικό, προσωπικό και οικονομικό επίπεδο. Το κόστος της πανδημίας στην οικονομία διαμορφώνεται σε τουλάχιστον 19 δισ. ευρώ και οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης για το 2020 είναι πάνω από 24 δισ. ευρώ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 7,22% του ΑΕΠ για το 2020 (έναντι πλεονάσματος 3,6% του ΑΕΠ το 2019) Έρευνα του ΕΒΕΑ έδειξε τη σημαντική μείωση εσόδων για τις επιχειρήσεις το τελευταίο εξάμηνο, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, όπου το 80,5% δηλώνει μείωση εσόδων. Η πλειονότητα μάλιστα (49,5%) δηλώνει μείωση που ξεπερνά το 20% σε σχέση με το 2019. Τα έσοδα από τον τουρισμό παρουσιάστηκαν μειωμένα κατά 78,2% κατά το πρώτο εννεάμηνο διαμορφούμενα στα 3,5 δισ. ευρώ, έναντι των 16,1 δισ. ευρώ πέρσι, ενώ μόνο για το το τρίτο τρίμηνο οι επιχειρήσεις της χώρας είχαν απώλειες τζίρου 13,1 δισ. ευρώ.
Και με αυτή την παρακαταθήκη λοιπόν η ελληνική οικονομία μπαίνει στο 2021 και η μεγάλη πρόκληση είναι η αναπλήρωση των απωλειών στο ΑΕΠ και η οικονομία να γυρίσει σε θετικό ρυθμό πέριξ του 5% (από – 10% το 2020). Η ύφεση που καταγράφηκε το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2020 ήταν 8,5% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Ο σχεδιασμός είναι η άνοδος του ΑΕΠ κατά 8,1 δισ. ευρώ, στα 171,9 δισ. ευρώ από 162,8 δισ. ευρώ, στηριζόμενη στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 3% αλλά και στην επιστροφή του τουρισμού. Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, όπως αναφέρουν αναλυτές, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών.
Από τον Μάρτιο μέχρι τον Δεκέμβριο
Κάνοντας αναδρομή λοιπόν στο Δεκέμβριο του 2019 είναι φανερό πως το κλίμα δεν θύμιζε σε τίποτα την αβεβαιότητα του σήμερα. Η πανδημία ανέκοψε την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας που είχε ξεκινήσει το 2017. Το ΑΕΠ ανήλθε στα 183,606 δισ. ευρώ πέρυσι, σημειώνοντας άνοδο 1,9% σε σχέση με το 2018.
Τα πρώτα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου σε τοπικό επίπεδο στις πληγείσες περιοχές και κατέληξαν σε περιορισμό μετακινήσεων σε εθνικό επίπεδο στις 23 Μαρτίου. Τον ίδιο μήνα ανακοινώθηκαν διάφορα πακέτα οικονομικών μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας και την προστασία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Τα μέτρα αφορούσαν την αναστολή καταβολής φόρων και εισφορών, την αναβολή φορολογικών υποχρεώσεων, τη χρηματική ενίσχυση ύψους 800 ευρώ για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία ανεστάλη, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους, τη μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 6% για ορισμένα προϊόντα υγιεινής και αυτοπροστασίας και την αξιοποίηση πόρων ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ευρωπαϊκό ταμείο.
Στις 4 Μαΐου ήρθη η υποχρέωση αποστολής SMS για την έξοδο, ενώ από την ίδια μέρα αποφασίστηκε και η επανέναρξη λειτουργίας ορισμένων επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου.
Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης παρουσίασε στις 30 Απριλίου το σχέδιο του Υπουργείου για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας επιχειρήσεων που επηρεάστηκαν από την πανδημία και περιελάμβανε τη δυνατότητα κατάργησης της αναστολής των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων σε επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία ανεστάλη και τη δυνατότητα στους εργοδότες για παράταση της αναστολής μέρους των συμβάσεων εργασίας με προϋπόθεση την απαγόρευση απολύσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας με τις ίδιες μορφές συμβάσεων.
Την ίδια μέρα, ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανακοίνωσε ότι το τελικό συνολικό κόστος των μέτρων εκτιμήθηκε στα 24 δισεκατομμύρια ευρώ. Συνολικά διατέθηκαν άνω των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 14% του ελληνικού ΑΕΠ για τη στήριξη της οικονομίας. Η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων εστίασης (καφετεριών και εστιατορίων) πραγματοποιήθηκε από τις 25 Μαΐου με τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων μόνο σε εξωτερικούς χώρους και τήρηση αποστάσεων μεταξύ αυτών. Οι επιχειρήσεις απέκτησαν τη δυνατότητα να επεκτείνουν τον κοινόχρηστο χώρο που καταλαμβάνουν για την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων, ενώ στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι δυνατό λόγω παρακώλυσης της διέλευσης πεζών και ΑμεΑ δικαιούνται μείωση δημοτικών τελών σε ποσοστό έως 50%.
Την 1η Ιουνίου άνοιξαν και τα ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας και οι θερινοί κινηματογράφοι, με μέγιστη επιτρεπτή πληρότητα 70%. Σε επόμενα στάδια εντός του Ιουνίου 2020, πραγματοποιήθηκε η επαναλειτουργία των πάρκων αναψυχής, των θεματικών πάρκων και των ανοιχτών παιδότοπων, καθώς και των επιχειρήσεων εστίασης σε εσωτερικούς χώρους, των καταλυμάτων διακοπών και των αθλητικών εγκαταστάσεων.
Όμως, το Νοέμβριο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης τύπου με τον Σωτήρη Τσιόδρα ανακοίνωσε νέο καθολικό περιορισμό μετακινήσεων για όλη τη χώρα το οποίο δοκίμασε εκ νέου την οικονομία.
Τι χάθηκε – Τι προβλέπεται για το 2021
Αν δεν λαμβάνονταν μέτρα από την κυβέρνηση τα οποία για φέτος θα ξεπεράσουν τα 24 δισ. ευρώ η ύφεση θα άγγιζε το 17,5% και το οικονομικό επιτελείο εκτιμά πως με τα μέτρα που ελήφθησαν και αυτά που θα συνεχίσουν να λαμβάνονται θα καλυφθεί το 2021 το 50% της ύφεσης που δημιουργήθηκε το 2020.
Απώλειες της τάξης των 13,1 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό 15,8% είχαν στον τζίρο τους οι επιχειρήσεις της χώρας το γ’ τρίμηνο του 2020, με το μεγαλύτερο πλήγμα να δέχονται οι επιχειρήσεις στην παροχή καταλύματος και στην εστίαση. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, για το σύνολο των επιχειρήσεων και των δραστηριοτήτων της οικονομίας ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε 69.807.414 χιλ. ευρώ από 82.914.982 χιλ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2019, με τη μεγαλύτερη μείωση κατά 50,4% να παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις του τομέα «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης» και τη μικρότερη κατά 0,8% παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα «Ορυχεία και λατομεία». Στον αντίποδα, τη μεγαλύτερη αύξηση στον τζίρο (κατά 10,6%) παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του τομέα «Δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση».
Ο δείκτης όγκου της βιομηχανικής παραγωγής μειώθηκε κατά 3,7%, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2020 ενώ ο δείκτης όγκου των λιανικών πωλήσεων κατά 3,6% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, διαμορφώθηκε σε 8,6 δισεκ. ευρώ, αυξημένο κατά 8,5 δισεκ. ευρώ, κυρίως ως αποτέλεσμα της δραματικής μείωσης των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες αλλά και υπηρεσίες μεταφορών, μετά την επιβολή περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αντισταθμιστικά επέδρασε η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών, καθώς οι εισαγωγές μειώθηκαν με ρυθμό ταχύτερο από το ρυθμό μείωσης των εξαγωγών.
Τα έσοδα από τον τουρισμό παρουσιάστηκαν μειωμένα κατά 78,2% κατά το πρώτο εννεάμηνο τους έτους, διαμορφούμενα στα 3,5 δισ. ευρώ, έναντι των 16,1 δισ. ευρώ κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Το πλεόνασμα του ταξιδιωτικού ισοζυγίου κατά το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2020, κατέγραψε μία πτώση της τάξης του 79,6%, με 2,8 δισ. ευρώ, έναντι 14,1 δισ. ευρώ το 2019.
Η διεθνής αεροπορική κίνηση επιβατών μειώθηκε κατά 72% μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 2020, σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2019. Στο διάστημα αυτό, οι διεθνείς πτήσεις προς τα ελληνικά αεροδρόμια μειώθηκαν, από 300.000 το 2019, σε 116.000, και οι αφίξεις επιβατών, από 22,2 εκατ. σε 6,2 εκατ. Το μέσο ποσοστό πληρότητας κατά το ρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2020, διαμορφώθηκε στο 23% από 71% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2019, με τη σχετικά καλύτερη επίδοση του Αυγούστου να μην ξεπερνά το 30%. Αντίστοιχη κάμψη σημείωσαν και οι υπόλοιποι βασικοί δείκτες, όπως η μέση ημερήσια χρέωση (average daily rate–ADR) και τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο (revenue per available room–RevPAR). Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης απασχόλησης στον κλάδο του τουρισμού, σημείωσε πτώση 35,9% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2019), ενώ οι μισθοί και οι αποδοχές στον κλάδο μειώθηκαν κατά 69,7%.
Η μισθωτή απασχόληση το πρώτο εξάμηνο του 2020 υποχώρησε οριακά σε ετήσια βάση, ενώ ο αριθμός των λοιπών απασχολουμένων υποχώρησε κατά 2,2%, αντανακλώντας τη μείωση όλων των κατηγοριών των αυτοαπασχολουμένων (με ή χωρίς προσωπικό). Τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ αποτυπώνουν τη χαμηλή κινητικότητα στην αγορά εργασίας: το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2020 σημειώθηκε θετικό ισοζύγιο 90.887 νέων θέσεων εργασίας, που όμως υπολείπεται κατά περίπου 40 χιλιάδες θέσεις εργασίας σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Το ποσοστό ανεργίας το β΄ τρίμηνο αυξήθηκε σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (16,7% από 16,2%). Επίσης, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για την ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών υποχώρησε σημαντικά σε 66,9% το πρώτο εξάμηνο του 2020 (από 68,5% την ίδια περίοδο το 2019).
Η επιδείνωση στην αγορά εργασίας ήταν πιο έντονη στον κλάδο υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης, όπου οι εποχικές προσλήψεις που συνήθως πραγματοποιούνται το β΄ τρίμηνο είτε ματαιώθηκαν είτε αναβλήθηκαν για αργότερα. Εντούτοις, οι επιπτώσεις στη συνολική απασχόληση ήταν πιο ήπιες σε σχέση με την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς ελήφθησαν άμεσα αρκετές δέσμες μέτρων για την προστασία της απασχόλησης και του εισοδήματος τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολουμένων.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%. Το 2021 και 2022 αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% και 4,8% αντίστοιχα, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Στο ήπιο σενάριο, που υποθέτει ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας θα αρθούν γρηγορότερα και η μετάβαση στην κανονικότητα θα είναι σχετικά σύντομη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9% το 2020, ενώ θα σημειώσει άνοδο κατά 4,8% το 2021 και 5% το 2022. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι οι συνέπειες της πανδημίας θα είναι πιο έντονες και η ανάκαμψη της οικονομίας θα καταστεί δυσκολότερη, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 11% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 3,2% και 4,5% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 7,22% του ΑΕΠ για το 2020 (έναντι πλεονάσματος 3,6% του ΑΕΠ το 2019).Ο Προϋπολογισμός 2021 προβλέπει υποχώρηση του πρωτογενούς ελλείμματος σε 3,88% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη αυτή περιλαμβάνει την υλοποίηση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής δέσμης παρεμβάσεων ύψους 4,3% του ΑΕΠ και την αξιοποίηση σε παραγωγικές επενδύσεις, εντός του 2021, ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε 208,9% του ΑΕΠ το 2020 (από 180,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το 2021 αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 199,6% του ΑΕΠ λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 5,6%
Η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε το εννεάμηνο -3,6% λόγω της σημαντικής μείωσης της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών το β΄ τρίμηνο του έτους (-12,0%) ως αποτέλεσμα της επιβολής μέτρων από τα μέσα Μαρτίου για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού και της συνακόλουθης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά μειώθηκε κατά 8,1% το β΄ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, λόγω κυρίως της αρνητικής συμβολής του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος/μικτού εισοδήματος (σε μεγάλο βαθμό εισόδημα αυτοαπασχολουμένων, -9,0 ποσ. μον. εξαιρουμένων των κρατικών επιδοτήσεων) και του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας (-4,0 ποσ. μον.).
Το εισόδημα περιουσίας επίσης είχε αρνητική συμβολή στο διαθέσιμο εισόδημα (-1,4 ποσ. μον.). Αντιθέτως, η μείωση των τρεχόντων φόρων εισοδήματος και πλούτου (-9,0%), που εν μέρει αντανακλά την αναστολή της υποχρέωσης καταβολής φόρων, ενίσχυσε το εισόδημα των νοικοκυριών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα.
Η πραγματική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε με ταχύτερο ρυθμό (-12,0%) σε σχέση με τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος (-7,3%, μη εποχικώς διορθωμένα στοιχεία), με αποτέλεσμα το ποσοστό αποταμίευσης να ανέλθει σε 5,9%, από 0,9% το β΄ τρίμηνο του 2019. Η άνοδος των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, με τις καταθέσεις τους να έχουν αυξηθεί κατά 1,8 δισεκ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του έτους και κατά 5,8 δισεκ. ευρώ την περίοδο Μαρτίου-Οκτωβρίου 2020, ενδέχεται να αντανακλά την αβεβαιότητα των καταναλωτών ως προς την έκταση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως καταγράφεται και από τη σημαντική πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης από το Φεβρουάριο και μετά.
Το 2020 η εξέλιξη των αποδοχών στον επιχειρηματικό τομέα (όπου η δαπάνη για αμοιβές μειώθηκε με ετήσιο ρυθμό 4,4% το πρώτο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με τα τριμηνιαία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) έχει επηρεαστεί εν μέρει από την πλήρη ή μερική διακοπή της δραστηριότητας πολλών κλάδων στη διάρκεια των αρχικών, γενικής ισχύος, περιοριστικών μέτρων, καθώς και όσων εφαρμόζονται κατά περιοχή ή περίπτωση έκτοτε, τη χορήγηση αποζημιώσεων ειδικού σκοπού στους θιγόμενους μισθωτούς και στη συνέχεια την εφαρμογή του προγράμματος ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ.
Βάσει του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, στον επιχειρηματικό τομέα το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020 υπογράφηκαν 121 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούσαν 76.574 μισθωτούς. Από αυτές, 29 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, έξι προβλέπουν μείωση, ενώ με βάση τις υπόλοιπες οι αποδοχές παραμένουν αμετάβλητες. Επίσης, συγκρατημένες αυξήσεις προβλέπουν και ορισμένες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις.
Δημοσιονομικά και μέτρα του 2021
Στο δημοσιονομικό μέτωπο το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 7,22% του ΑΕΠ για το 2020 (έναντι πλεονάσματος 3,6% του ΑΕΠ το 2019). Η επιδείνωση αυτή αποδίδεται στην πτώση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας (μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 10,5%), αλλά και στα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν για να την περιορίσουν (δημοσιονομικό πακέτο ύψους 9,6% του ΑΕΠ). Για το 2021, υπό την προϋπόθεση του περιορισμού της πανδημίας προβλέπεται βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος, με μείωση του ελλείμματος σε 3,88% του ΑΕΠ. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,8% το 2021, καθώς και στη σταδιακή απόσυρση πολλών μέτρων που εφαρμόστηκαν το 2020 και τη λήψη νέων επεκτατικών μέτρων συνολικού ύψους 4,3% του ΑΕΠ.
Τα κυριότερα μέτρα αφορούν την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα το 2021, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και την επιδότηση 100.000 νέων θέσεων εργασίας.
Επίσης, η πρόβλεψη για ανάκαμψη το 2021 περιλαμβάνει την απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους 3,9 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την αξιοποίησή τους σε παραγωγικές επενδύσεις με θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα (αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2%). Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί σε 208,9% του ΑΕΠ το 2020 (από 180,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το 2021 αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 199,6% του ΑΕΠ –παρά την αύξησή του σε απόλυτους όρους κατά 3,2 δισεκ. ευρώ– λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 5,6%.
Λόγω της αναθεώρησης του ΑΕΠ τον Οκτώβριο, ως ποσοστό του ΑΕΠ το πρωτογενές αποτέλεσμα παρουσίασε οριακή αύξηση και διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ, έναντι πλεονάσματος 4,4% στην πρώτη κοινοποίηση, ενώ το χρέος αυξήθηκε σημαντικά σε 180,5% του ΑΕΠ το 2019 από 176,6% του ΑΕΠ στην πρώτη κοινοποίηση. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2019, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, 5 εκτιμάται σε πλεόνασμα ύψους 3,6% του ΑΕΠ, οριακά πάνω από το δημοσιονομικό στόχο της ενισχυμένης εποπτείας.
Εκδόσεις ομολόγων και η μάχη της ρευστότητας το 2021
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων συνέχισαν να κινούνται καθοδικά το δεύτερο εξάμηνο του 2020 όπου στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε και η συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της ΕΚΤ. Έτσι το ελληνικό δημόσιο είχε πρόσβαση στις διεθνείς αγορές για την άντληση χρηματοδοτικών πόρων όπου συγκεκριμένα αντλήθηκαν 2,5 δισεκ. ευρώ το Σεπτέμβριο και 2 δισεκ. ευρώ τον Οκτώβριο μέσω επανεκδόσεων του 10ετούς και του 15ετούς ομολόγου αντίστοιχα με ευνοϊκότερους όρους έναντι των αρχικών εκδόσεων (αποδόσεις 1,187% και 1,152%).
Κατά τη διάρκεια του 2021 το ελληνικό δημόσιο θα καλύψει δανειακές ανάγκες ύψους 22-24 δισ. ευρώ με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ( ΟΔΔΗΧ) να μπαίνει στη “μάχη” του νέους έτους διαθέτοντας παρακαταθήκη ρευστότητας δηλαδή περί τα 31 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία. Εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν ο Ιανουάριος είναι ένας πιθανός μήνας για να αντλήσει η Ελλάδα επιπλέον ρευστότητα και οι αναλυτές “ποντάρουν” καταρχάς στην έκδοση ομολόγου δεκαετούς διάρκειας, χωρίς να αποκλείονται επίσης για τη συνέχεια οι σκέψεις για πιο μακροπρόθεσμους τίτλους διάρκειας 20 ή 30 ετών, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021. Ως αποτέλεσμα των πρόσθετων δαπανών λόγω των μέτρων αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης το Δημόσιο έχει ξοδέψει από τα ταμεία διαθέσιμα ύψους 36 δισ. ευρώ που διέθετε τον Σεπτέμβριο περίπου 5 δισ. ευρώ.
Τα δύο σενάρια δανεισμού από τις αγορές, λοιπόν, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, προβλέπουν την άντληση 8 δισ. ευρώ στη πρώτη εκδοχή, ενώ ενώ στη δεύτερη ανεβάζει τον πήχη των νέων εκδόσεων στα 12 δισ. ευρώ, όσα περίπου αντλήθηκαν και το 2020. Το ύψος διαφοροποιείται ανάλογα με το ποσό που θα επιχειρήσει το οικονομικό επιτελείο να μειώσει το ύψος του βραχυχρόνιου Δημόσιου χρέους, δηλαδή των Εντόκων Γραμματίων.
Δημοσιεύοντας ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους τις ετήσιες κατευθυντήριες γραμμές τονίζεται πως οι εκδόσεις ομολόγων θα πραγματοποιηθούν με γνώμονα την μείωση του κόστους που συνεπάγεται από τον Προϋπολογισμό , αλλά και την ενίσχυση της παρουσίας του Δημοσίου στην αγορά των ομολόγων. Σχετικά με την πρώτη παράμετρο το κόστος εξυπηρέτησης του Δημοσίου Χρέους, δηλαδή η δαπάνη για τόκους ως ποσοστό των συνολικών δαπανών, έχει περιοριστεί από το 10,9% του 2012 στο 6,5% φέτος. Σύμφωνα με τον Οργανισμό, το χρέος ως αναλογία του ΑΕΠ προβλέπει ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 200% από το 2021 και στο 140% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της νέας δεκαετίας, ενώ θα διαμορφωθεί λίγο πάνω από το 80% το 2060.
Τα σχόλια είναι κλειστά.