Πριν από λίγες ημέρες έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αποτύπωνε την κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης του μέσου και του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα λόγω της ακρίβειας στην αγορά.
Η αγοραστική δύναμη των κατώτατων αμοιβών κατέγραφε απώλεια της τάξεως του 18% τον Απρίλιο, που αντισταθμίστηκε μόνο μερικώς από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ από την Πρωτομαγιά (συνολικά 9,7% το 2022). Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά της έκθεσης: «Η αθροιστική αύξηση του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει ως έναν βαθμό τη σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη δυναμική του κύματος της ακρίβειας θα εξανεμίσει πολύ γρήγορα τα όποια οφέλη της τελευταίας αύξησης».
Τεράστιες απώλειες
Μάλιστα ο πληθωρισμός σε συνδυασμό με την υποχώρηση των κλαδικών συμβάσεων και γενικά την έλλειψη συλλογικών συμβάσεων καθώς σήμερα μόλις και μετά βίας καλύπτεται από αυτές ένα 25% των εργαζομένων συνθέτουν ένα ακόμα πιο δυσοίωνο τοπίο καθώς οι όποιες ήδη εξανεμισμένες από τον πληθωρισμό αυξήσεις στον κατώτατο μισθό δεν αφορούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των μισθών των υπολοίπων εργαζομένων που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις.
Αυτή η αρνητική τάση όμως, όπου η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει γίνει «φύλο και φτερό» από τον πληθωρισμό είναι γενική τάση σε όλη την Ευρώπη και αποτυπώνεται στην ετήσια έκθεση του Ερευνητικού Ινστιτούτου Eurofound, της ερευνητικής υπηρεσίας του Ευρωκοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης
Οι ονομαστικές αυξήσεις που δόθηκαν στους κατώτατους μισθούς μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 1ης Ιανουαρίου 2022 στα 15 από τα 21 κράτη της Ε.Ε. που έχουν συστήματα νόμιμων κατώτατων μισθών είτε μέσω συλλογικών συμβάσεων είτε με διοικητικό καθορισμό τους από τις κυβερνήσεις, βγήκαν «νοκ άουτ» από τον πληθωρισμό.
Σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές χώρες ήδη το 2022 ξεκίνησε με σημαντική μείωση της πραγματικής αξίας των κατώτατων μισθών και στο πρώτο εξάμηνο έχοντας κάνει άλμα ο πληθωρισμός οι απώλειες στην αγοραστική δύναμη των κατώτερων μισθών είναι τεράστια.
Αποδυνάμωση και έλλειψη συλλογικών συμβάσεων
«Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις του πληθωρισμού, ίσως καμία χώρα της Ε.Ε. δεν θα εμφανίζει έστω και μικρή πραγματική αύξηση, εκτός από χώρες με μηχανισμούς αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο», επισημαίνει πολύ χαρακτηριστικά το Eurofound.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η γενική αυτή τάση της μείωσης των πραγματικών μισθών παρά τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς -από τη στιγμή που οι αυξήσεις αυτές δεν αντιστοιχούν σε ποσά που θα συνιστούσαν αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή- έχουν ένα ακόμα κοινό στοιχείο σε Ελλάδα και Ευρώπη: Την αποδυνάμωση και ουσιαστικά την έλλειψη συλλογικών συμβάσεων.
Αν στην Ελλάδα μόνο το 1/4 των εργαζομένων καλύπτεται σήμερα από κλαδικές συμβάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη μόνο 12 χώρες παρουσιάζουν ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων που είναι υψηλότερα του 50%.
Η οδηγία της ΕΕ για τους επαρκείς κατώτερους μισθούς
Στο πλαίσιο αυτό το Eurofound υπογραμμίζει την αξία της προτεινόμενης Οδηγίας της Ε.Ε. για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς καθώς εκκρεμεί η τελική έγκρισή της από το ευρωκοινοβούλιο. Βάσει της Οδηγίας τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. οφείλουν να εξασφαλίζουν κατώτατους μισθούς που δεν υπολείπονται του 50% του μέσου μισθού και του 60% του διάμεσου. Το Eurofound επικαλείται ως παράδειγμα, τη Γερμανία που αποφάσισε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό σε 12 ευρώ την ώρα, ή περίπου στο 60% του μέσου μισθού, τον Οκτώβριο του 2022. Η Οδηγία προβλέπει επίσης την υποχρέωση των κυβερνήσεων να αυξήσουν το ποσοστό εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις.
Ωστόσο, καθώς η εφαρμογή της Οδηγίας από τα κράτη-μέλη έχει έναν ορίζοντα τουλάχιστον δύο ετών και ο πληθωρισμός εν τω μεταξύ θα τρέχει αποδυναμώνοντας την αγοραστική δύναμη, ενώ σε λιγότερα από τα μισά κράτη-μέλη της Ε.Ε. οι κυβερνήσεις υποχρεούνται να παίρνουν υπόψη τον τιμάριθμο στον καθορισμό των βασικών μισθών, το Eurofound θεωρεί αναγκαίο να θεσπιστούν σαφή κριτήρια αναπροσαρμογής, όπως η αγοραστική δύναμη. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, που έχει τέτοιο σύστημα, δύο αυξήσεις κατά 2% η καθεμία ενεργοποιήθηκαν τον Μάρτιο και τον Μάιο του 2022 ως αποτέλεσμα της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, μετά από δύο ανάλογες αυξήσεις που εφαρμόστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2021 και τον Ιανουάριο του 2022.
«Η Οδηγία θα απαιτήσει από τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν τέτοιους μηχανισμούς αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής να επικαιροποιούν τους νομοθετούμενους κατώτατους μισθούς τουλάχιστον κάθε δεύτερο χρόνο», επισημαίνει το Eurofound, προσγειώνοντας ωστόσο τις προσδοκίες στη σκληρή πραγματικότητα. «Για κάποιον που είναι ήδη εξαντλημένος οικονομικά, η αναμονή ενός ή δύο ετών μπορεί να φαίνεται αιωνιότητα», σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Πολλά κοινά σημεία με το ελληνικό παράδειγμα
Στο τελευταίο Συμβούλιο των υπουργών Εργασίας της ΕΕ ο Κωστής Χατζηδάκης εκφράζοντας την στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στην Οδηγία της ΕΕ σημείωσε ότι «η Οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς, έχει πολλά κοινά σημεία με τη διαδικασία που ακολουθήσαμε και ισχύει στην Ελλάδα για τον ορισμό του κατώτατου μισθού»