ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
Αγαπημένε Μίκη,
Τα Χανιά σήμερα σε υποδέχονται με βαθιά συγκίνηση για τελευταία φορά. Σε μια ιστορική στιγμή, αποχαιρετούμε σήμερα τον μεγάλο Κρητικό, τον Έλληνα και Οικουμενικό Άνθρωπο.
Με μεγάλη συγκίνηση και λίγα λόγια μετρημένα εκφράζοντας όλες τις Χανιώτισσες και όλους τους Χανιώτες, υποκλίνομαι μπροστά σου, γιατί εσύ έγινες με την ζωή σου η «ζωντανή συνείδηση της Ρωμιοσύνης», που σφράγισε την σύγχρονη ταυτότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Βρισκόμαστε εδώ, στον Γαλατά, στο χωριό του παππού σου του Μιχάλη και του πατέρα σου του Γιώργου, που όπως ο ίδιος είχες πει, «φυτέψανε βαθιά μέσα στην καρδιά σου τις δυο μεγάλες ιδέες που καθόρισαν τη ζωή σου: την Ελλάδα και την Κρήτη». Δύο σύμβολα που ταυτίστηκαν με την ελευθερία και τον αγώνα και οδήγησαν τα βήματά σου.
Δεν έχουν περάσει, παρά λίγες μόλις ώρες από την στιγμή που σε καλωσορίσαμε στο λιμάνι της Σούδα. Στην συνέχεια χιλιάδες συμπολίτες μας, έτρεξαν να σου απευθύνουν το ύστατο χαίρε στη Μητρόπολη των Χανίων. Προηγουμένως, πέρασες για τελευταία φορά από την Αγορά και μπροστά από το Βενιζέλειο Ωδείο, όπου λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, άσημος ακόμα αλλά φέρελπις νέος μουσικός, είχες δώσει τις πρώτες σου συναυλίες.
Στα Χανιά, στα χώματα των Βενιζέλων, στην πόλη που είχες πάντα στην καρδιά σου. Στο λιμάνι, στους δρόμους και στα σοκάκια, στην «Όμορφη Πόλη» που με τον αγαπημένο σου αδελφό, τον ποιητή Γιάννη κάνατε κάποτε τραγούδι.
Λίγα χιλιόμετρα πιο έξω από την πόλη, στον Σταυρό, ο Ζορμπάς στροβιλίζεται ακόμη στους ρυθμούς της δικής σου μουσικής. Της μουσικής που σμίλεψε με χρυσά γράμματα την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας και αγαπήθηκε στα πέρατα της Οικουμένης.
Σε υποδεχόμαστε λοιπόν, εδώ στον Γαλατά, στο μέρος που αποτέλεσε για εσένα την συναισθηματική σου πρωτεύουσα και τον τόπο της ύστατης επιστροφής.
Είχες να διηγείσαι από εδώ τις ξέγνοιαστες στιγμές με την οικογένειά σου, τον πατέρα σου, τη Μικρασιάτισσα μάνα σου Ασπασία, τον αδερφό σου Γιάννη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν και είναι ένας Κρητικός Έλληνας ή ένας Έλληνας Κρητικός μ΄ όλο το αξιακό βάρος της γενιάς του, που το γονιμοποίησε, το μπόλιασε, το έκανε βιοθεωρία, πράξη και κορυφαία Τέχνη. Κουβάλησε τους προγόνους του, βάδισε με συνέπεια στην ιστορία τους κι εμπνεύσθηκε από τη λύρα, τους κρητικούς χορούς, από τα δυνατά πατήματα, από τα αναντρανιστά κορμιά των περήφανων Κρητικών μαχητών της ελευθερίας.
Έτσι ο Μίκης έγινε η σύγχρονη Ελλάδα. Κατάφερε να γίνει ένα κομμάτι όλων μας, ένα στοιχείο της καθημερινότητάς μας, σημάδεψε τις ζωές μας, μας καθόρισε, μας ενέπνευσε, μας προσέφερε διεξόδους και οράματα, ψυχική ανάταση και ελπίδα σε δύσκολες συγκυρίες. Το πολυδιάστατο μουσικό του έργο ήταν ελληνικό αλλά έγινε παγκόσμιο.
Ποιος άραγε δεν θυμάται την πρώτη φορά που άκουσε από το στόμα του ανυπέρβλητου Γρηγόρη Μπιθικώτση, τους στίχους «Της Αγάπης Αίματα». Και ποιος άραγε μετά το άκουσμα αυτό, δεν μπήκε αυθόρμητα στην διαδικασία της εξερεύνησης των νοημάτων της υψηλής ποίησης. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τις γλώσσες που τραγουδήθηκε. Τις σπουδαίες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου που επένδυσε μουσικά. Την αποθέωση που γνώριζε στις μεγάλες περιοδείες του με πάνω από 1.000 συναυλίες ανά την υφήλιο.
Ήταν αυτός που αποτέλεσε την γέφυρα της υψηλής ποίησης με τον λαό, έφερε στα χείλη μας και έβαλε για πάντα στην ψυχή μας τους μεγάλους ποιητές. Γενιές Ελλήνων έγιναν κοινωνοί του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Βάρναλη, του Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη, του Γκάτσου, του Χριστοδούλου, του Νερούδα και τόσων άλλων.
Σε εποχές δύσκολες, πυρακτωμένες, στην εθνική αντίσταση αλλά και στα σκληρά χρόνια του εμφυλίου, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στη μεταπολίτευση, ο Μίκης δεν οξειδώθηκε ποτέ μεσ’ την φωτιά των ανθρώπων και παρέμενε πάντοτε συγχρονισμένος με το ρολόι της ιστορίας.
Αφουγκράστηκε τη Ρωμιοσύνη, την εξέφρασε, την τραγούδησε, την εξύψωσε. Αρνήθηκε τη σιωπή, τον φόβο και την υποταγή.
Γιατί ήταν ένας άνθρωπος του χρέους και της ευθύνης, που «δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις». Και αυτό το πλήρωσε με σκληρούς διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες. Με τραύματα που έφερε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Όλη του η Ύπαρξη, όλο του το έργο είναι μια οικουμενική πρόσκληση ελευθερίας. Αυτή είναι η παρακαταθήκη του, αυτή η Ανάσα Ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη γη.
Ένα είναι βέβαιο: ο Μίκης ερωτεύτηκε παράφορα τη ζωή, έζησε μια ζωή περιπετειώδη και συγκλονιστική, 100 ζωές σε μία.
Εμείς εδώ, στον Δήμο Χανίων, έχουμε απόλυτη συναίσθηση του μεγάλου μας χρέους απέναντι στον Μίκη. Είναι άλλωστε αυτός που κράτησε στα χέρια του το χρυσό κλειδί της πόλης, ο κορυφαίος Επίτιμος Δημότης των Χανίων. Είναι αυτός που με το όνομα του κοσμεί τον κορυφαίο χώρο πολιτισμού στο Ενετικό Λιμάνι, το Θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης».
Το πατρικό του σπίτι εδώ στον Γαλατά, έχει αποκατασταθεί και ολοκληρώνεται σταδιακά ώστε να στεγάσει το μουσείο «Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη», που θα αποτελέσουν ένα κέντρο μελέτης και προώθησης του έργου του, μια κιβωτό πολιτισμού, με ψηφιακή και σύγχρονη υποδομή.
Γιατί σήμερα περισσότερο από ποτέ αξίζει να ανακαλύπτουμε διαρκώς το έργο του, την προσφορά του, τις παρακαταθήκες του, κάθε πτυχή αυτής της τεράστιας προσωπικότητας. Όχι για να μην ξεχαστεί το έργο του και ο ίδιος, ο Μίκης είναι παντοτινός. Αλλά για να υπερασπιστούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, την ίδια μας την ύπαρξη, την πολιτισμική μας ταυτότητα.
Αγαπημένε Μίκη, Ουρανομίκη όπως σε είχε αποκαλέσει κάποτε ο μεγάλος μας ιεράρχης Ειρηναίος Γαλανάκης, θα σε θυμόμαστε πάντα έτσι όπως εσύ ήθελες: Ως μουσικό και επαναστάτη και ως επαναστάτη και μουσικό.
Καλό σου ταξίδι, Αρχάγγελε της Ρωμιοσύνης