Το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», «με χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και των τραπεζών, αποτελεί τη ναυαρχίδα των μέτρων της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της οξυμένης στεγαστικής κρίσης», δήλωσε η τομεάρχης Πρόνοιας & Κοινωνικής Συνοχής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Κατερίνα Νοτοπούλου.
«Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα ανήκει στην τελευταία στάθμη της ΕΕ στη στεγαστική πολιτική, δαπανά μόλις το 0,3% του ΑΕΠ της για το στεγαστικό, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 0,6%», σημειώνει, τονίζοντας πως «η Ελλάδα είναι πρώτη στην ΕΕ σε ποσοστό πληθυσμού με στεγαστικές δυσκολίες», καθώς το 26% του πληθυσμού δηλώνει ότι αναγκάστηκε να μείνει σε φίλους ή συγγενείς, να χρησιμοποιήσει καταλύματα έκτακτης ανάγκης ή προσωρινά καταλύματα, τους τελευταίους 12 μήνες.
Παράλληλα, η Κατερίνα Νοτοπούλου επισημαίνει πως «το ποσοστό είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο», ενώ «1 στα 3 νοικοκυριά (35,2%) ξοδεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών (για ενοίκιο, δάνειο, ρεύμα, νερό, θέρμανση-ψύξη)», υπογραμμίζοντας πως «το ποσοστό του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι το μισό, 19,7%».
«Το διάστημα μεταξύ 2019-2023, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε κατά 6% (δηλαδή περισσότεροι από 600.000 συμπολίτες μας ζουν πλέον εκτός ιδιοκατοίκησης σε σχέση με το 2019)», προσθέτει το αρμόδιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.
«Σπασμωδικά και αναποτελεσματικά τα κυβερνητικά μέτρα»
Σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν που δημοσιοποιήθηκε τον Δεκέμβριο, «η χώρα μας κατέγραψε για το 2023 το υψηλότερο ποσοστό κόστους στέγασης (28,5%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 8,8% και ταυτόχρονα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό επιβάρυνσης του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας λόγω του στεγαστικού – 86,3% όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Κύπρο βρίσκεται μόλις στο 8,9%», σημειώνει επίσης.
Η Κατερίνα Νοτοπούλου τονίζει πως «η κοινωνική πίεση που προκαλεί η όξυνση του στεγαστικού προβλήματος αναγκάζει την κυβέρνηση στη λήψη μέτρων, που όμως είναι σπασμωδικά και τελικά αναποτελεσματικά».
Για να σημειώσει πως «η κυβέρνηση έστω και αργά αποφάσισε να αξιοποιήσει πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση του στεγαστικού. Όμως οι πόροι του Ταμείου θα διατεθούν ως δάνεια σε φυσικά πρόσωπα για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, καλύπτοντας το 90% της αξίας του διαμερίσματος (με ανώτατο ύψος χρηματοδότησης τα 190.000€ και ανώτατη συμβολαιογραφική τιμή τα 250.000€), ενώ το υπόλοιπο ποσό θα πρέπει να το βάλει ο πολίτης από την τσέπη του. Για όσους δεν το διαθέτουν ή θα αποκλειστούν ή θα πρέπει να δανειστούν».
«Η επιλεξιμότητα των δανειοδοτούμενων καθώς και το ύψος της χρηματοδότησης έχουν παραδοθεί στις τράπεζες. Την ίδια στιγμή, οι εμπράγματες εξασφαλίσεις (υποθήκη) είναι της τάξης του 120%», υπογραμμίζει.
«Με τα χρήματα του ΤΑΑ η κυβέρνηση στηρίζει τα δάνεια των τραπεζών»
Όπως υποστηρίζει, μάλιστα, «στην πραγματικότητα, με τα χρήματα του ΤΑΑ η κυβέρνηση στηρίζει τα δάνεια των τραπεζών. Δημιουργώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο εμφάνισης μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων», ενώ σημειώνει πως «θα μπορούσε τα δάνεια να δίδονται από τη ΔΥΠΑ μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Με πόρους του ΤΑΑ, που θα μπορούσαν να μοχλευτούν με τις τράπεζες με εγγύηση του Δημοσίου. Με αντικειμενικά κριτήρια στην επιλογή των δανειοδοτούμενων και όχι με τα τραπεζικά κριτήρια των τραπεζών».
«Ούτε σκέψη βέβαια για χρηματοδότηση προγράμματος δημιουργίας κοινωνικής στέγης…», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η κυρία Νοτοπούλου αναφέρει πως το πρόγραμμα «Σπίτι μου» αποτελεί «κακέκτυπο των προγραμμάτων επιδότησης επιτοκίου τραπεζικών δανείων του πάλαι ποτέ ΟΕΚ (νυν ΔΥΠΑ)» και επισημαίνει πως «λησμόνησε η κυβέρνηση ότι ο ΟΕΚ προσέφερε και απευθείας ολόκληρα δάνεια με κοινωνικά κριτήρια. Λησμόνησε επίσης ότι κάποτε ο ΟΕΚ προσέφερε έτοιμες κατοικίες που ο ίδιος ο οργανισμός κατασκεύαζε».
Για να καταλήξει πως «η κυβέρνηση δεν διαθέτει στεγαστική πολιτική προσανατολισμένη στην κάλυψη του κοινωνικού αγαθού της στέγης. Εάν ήθελε πραγματικά να ακολουθήσει μία κοινωνική στεγαστική πολιτική, δεν θα προέβαινε στην άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας, θα ενέτασσε έγκαιρα προγράμματα κοινωνικής στέγης με γενναία χρηματοδότηση στο Ταμείο Ανάκαμψης, θα έδινε επιδόματα και θα υλοποιούσε προγράμματα που θα κάλυπταν το πραγματικό κόστος».