Νοέμβριος. Γιατί είναι το «χειμωνιάτικο» φθινόπωρο; Από που πήρε το όνομά του. Τα επιπλέον δέκα ονόματά του και η προέλευσή τους.
ΟΝοέμβριος ο τρίτος και τελευταίος μήνας του φθινοπώρου που ξεκινά σήμερα, 1η Νοεμβρίου 2024, τουλάχιστον στο παρελθόν, σηματοδοτούσε τον προθάλαμο του χειμώνα, την απαρχή της σταδιακής έλευσής του.
Αυτός είναι και ο λόγος που στο παρελθόν τον Νοέμβριο τον αποκαλούσαν και «χειμωνιάτικο φθινόπωρο». Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν οι βροχές. Στις ημέρες μας όμως, τις ημέρες της κλιματικής αλλαγής και της κλιματικής κρίσης, ο Νοέμβριος δε διατηρεί πλέον στην ίδια ένταση τα κλιματικά χαρακτηριστικά που είχε κάποτε. Το αγωνιώδες ερώτημα είναι αν σε βάθος χρόνου θα συνεχίσει να διατηρεί έστω και κάποια από αυτά και κυρίως το βασικό του χαρακτηριστικό, τις βροχές που με τόση λαχτάρα περιμένουμε διαβάζοντας καθημερινά την πρόβλεψη για τον καιρό και που ακόμη δεν τις έχουμε δει.
Αλλά μέχρι τότε ας κάνουμε τη σύνδεση με το άμεσο παρελθόν, τα χρώματα της υπαίθρου και του κύκλου του ετήσιου χρόνου ζωής σε αυτήν που έχουν χαρίσει στο μήνα Νοέμβριο εκτός από το κύριο και επίσημο όνομά του, ακόμη οκτώ ονόματα.
Ο Νοέμβριος και τα οκτώ ονόματά του
Ο μήνας Νοέμβριος λοιπόν, ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου, αναφέρεται και ως Βροχάρης, Νιαστής, Παχνιστής, Χαμένος, Αϊστράτηγος, Αϊταξιάρχης, Αϊφίλιππας, Μεσοσπορίτης, Αντριάς ή Αγιαντριάς.
– Βροχάρης, όνομα που είναι προφανές ότι αντιστοιχεί στις πολλές βροχές που είχε ο μήνας.
– Νιαστής, γιατί στη διάρκειά του γίνονται τα τελευταία νεάσματα ή υνάσματα της γης (οργώματα).
– Παχνιστής, γιατί στις μέρες του οι κτηνοτρόφοι κλείνουν τα ζώα από την ύπαιθρο στο μαντρί.
– Χαμένος, για τον πολύ μικρό χρόνο δουλειάς που επιτρέπει η μικρή μέρα και η γρήγορη έλευση του σκότους.
– Ανακατωμένος, λόγω των άστατων καιρικών συνθηκών.
– «Κρασομηνάς», επειδή στις αρχές του ανοίγονται τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί (σε πολλά μέρη στις 3 Νοεμβρίου, εορτή της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου).
– Αϊστράτηγο και Αϊταξιάρχη γιατί στις 8 του μήνα είναι η γιορτή των Ταξιαρχών, Μιχαήλ και Γαβριήλ.
– Αϊφίλιπππα ή Φιλιππιάτης από τη γιορτή του Αγίου Φιλίππου που σηματοδοτεί και την έναρξη του χριστουγεννιάτικου 40ημέρου.
– Μεσοσπορίτη από τη γιορτή της Μισοσπορίτισσας, δηλαδή της Παναγίας τα Εισόδια της οποίας εορτάζονται στις 21 του μήνα.
– Αντριά ή Αγιαντριά από την τελευταία ημέρα του, 30 Νοεμβρίου που γιορτάζει ο άγιος Αντρέας.
Το όνομα Νοέμβριος
Φωτογραφία από Michael Pointner από το Pixabay
Αναφορικά με την επίσημη ονομασία του, ο Νοέμβριος ετυμολογείται από τη λατινική λέξη «November», η οποία προέρχεται από το αριθμητικό «novem» (εννέα), επειδή στο αρχαίο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Νοέμβριος ήταν ο ένατος κατά σειρά μήνας. Στη συνέχεια, με την προσθήκη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, το ρωμαϊκό ημερολόγιο έγινε δωδεκάμηνο. Ο Νοέμβριος μετακινήθηκε στην ενδέκατη θέση, αλλά διατήρησε την παλιά του ονομασία.
Οταν «αντρειώνει» το κρύο
Οσον αφορά την ονομασία του «Αντριάς» υπάρχει η εκδοχή ότι το όνομά του αυτό δεν προκύπτει απαραίτητα από την εορτή του Αγίου Αντρέα αλλά από το γεγονός ότι το μήνα Νοέμβριο, βρισκόμαστε στο κατώφλι του χειμώνα, περίοδο που κατά την παράδοση «αντρειεύει» το κρύο. Δεν αποκλείεται ωστόσο να συντρέχουν και οι δύο εκδοχές.
Ο μήνας Νοέμβριος ή Αντριάς και ο Αντρέας
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η ιστορία από τη λαϊκή παράδοση της Λάκκας Σουλίου για το μήνα Νοέμβριο, Αντρειά ή Αντριά και τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και της πείνας που επικρατούσαν στην περιοχή της Ηπείρου τις πρώτες δεκαετίες του προηγουμένου αιώνα.
Ο Ανδρέας γεννήθηκε και ζούσε σε ένα από τα γραφικά χωριά της Λάκκας Σουλίου της Ηπείρου. Ταξίδεψε ώρες πολλές με τα πόδια για να φτάσει σε ένα χωριό της περιοχής, ωστόσο αρκετά μακριά από το δικό του. Θα επισκεπτόταν μία οικογένεια, τη θυγατέρα της οποίας θα ζητούσε σε γάμο.
Αποψη χωριών της Λάκας Σουλίου.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, η φτώχεια επικρατούσε σε μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας, στην κακοτράχαλη Ηπειρο, ήταν ο κανόνας. Τα υλικά αγαθά έλειπαν από τους περισσότερους, δεν τούς έλειπε όμως η περηφάνια.
Κανείς, όσο δύσκολα και αν τα περνούσε, δεν ήθελε να δείχνει και να παραδέχεται τη φτώχεια του και συχνά την πείνα του σε τρίτους.
«- Ρίξε καημένε Αντριά
– Και αν ρίχνω απ’ τον ντορβά μου ρίχνω»
Αλλωστε η προτροπή των γονιών στα παιδιά τους, ήταν σαφής και τους ακολουθούσε και στην ενηλικίωσή τους: «Και κοίτα μη σου πουν να φας εκεί που θα πας και εσύ δεχτείς και μας κάνεις ρεζίλι. Να νομίζουν ότι πεινάμε και ότι δεν έχουμε να φάμε. Εσύ θα αρνείσαι διαρκώς και μόνο αν επιμείνουν πολύ και πολλές φορές θα δεχτείς να φας κάτι. Και αυτό με μέτρο. Να μη φανεί η πείνα μας».
Με αυτή τη συμβουλή είχε γαλουχηθεί και ο Αντρέας από τα μικράτα του. Οση ώρα περπατούσε για το χωριό της μέλλουσας συμβίας του και των μελλοντικών πεθερικών του – και ήταν ώρα πολλή – ένιωθε την πείνα του να θεριεύει. Την ίδια ώρα σκεπτόταν πως δεν είναι σωστό να δεχτεί την πρόσκληση για φαΐ που σίγουρα θα του έκαναν. Πρώτη φορά στο σπίτι τους. Και γαμπρός. Για το λόγο αυτό είχε κάνει στοιχειωδώς το κουμάντο του. Στον ντορβά του είχε ένα κομμάτι ψωμί και λίγες ελιές.
Μετά από πολλές ώρες περπάτημα και αρκετά μετά το μεσημέρι, ο Αντρέας έφτασε στο χωριό και το σπίτι της μέλλουσας συζύγου. Γνώρισε τους γονείς της και αργότερα, προσκλήθηκε από τον πατέρα της να κάτσει μαζί τους, μπροστά στο τζάκι, να πάρουν όλοι μαζί μια μπουκιά.
Εκείνος επέμενε πώς δε θέλει και πως είχε φάει και πως είναι χορτάτος. Δεν κάμφθηκε όσες φορές και αν του πρότειναν. Αλλωστε θα παντρευόταν την κόρη τους. Εδώ και αν έπρεπε να δείξει ότι είναι σε καλή κατάσταση το νοικοκυριό του και πως έχει τον τρόπο να τα φέρνει βόλτα.
Συζητώντας για τα του γάμου, η ώρα πέρασε και το σκοτάδι έπεσε. Αλλωστε ήταν τέλη Νοεμβρίου. Βράδιαζε νωρίς τώρα. Ηρθε λοιπόν η ώρα του ύπνου. Επρεπε να πέσουν νωρίς. Οι νοικοκυραίοι θα ξεκίναγαν νωρίς τις δουλειές τους και ο Αντρέας έπρεπε πρωί – πρωί να πάρει πίσω το δρόμο για το χωριό. Να προλάβει τη μέρα. Η κυρά τράβηξε ένα σάισμα από το γιούκο και το έστρωσε μπροστά στο τζάκι, απέναντι από εκεί που ήταν το κρεβάτι το δικό της και του αντρός της.
Την ησυχία της νύχτας έσκιζε ο αγέρας που φυσούσε δυνατά και το δυνατό ανεμόβροχο μαστίγωνε τα κεραμίδια του χωριατόσπιτου. Ο Ανδρέας δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από την πείνα. Εσφιξε στα πλευρά του τον ντορβά με το ψωμί που είχε φέρει μαζί του από το χωριό αλλά δεν τον άνοιξε. Περίμενε την ώρα να περάσει και όταν υπολόγισε ότι τα πεθερικά του είχαν πια κοιμηθεί, έβγαλε ένα κομμάτι ψωμί από τον ντορβά του και άρχισε με τρόπο, σχεδόν αθόρυβα να το μασά για να χορτάσει την πείνα του.
Τότε, προς έκπληξή του, άκουσε τον μέλλοντα πεθερό του να λέει:
– «Ρίξε καημένε Αντριά».
Αυτό είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού, αναφερόμενος στον μήνα Αντριά που λυσομανούσε, ρίχοντας αστραπόβροντα και δυνατή βροχή μέσα στη νύχτα για να λάβει αιφνιδιασμένος την απάντηση του γαμπρού του, Αντρέα αποκαλούμενο και Αντριά.
– «Και αν ρίχνω από τον ντορβά μου ρίχνω!»
Ο Αντριάς και η παραλλαγή της Καλαμιάς Αρτας
Αντίστοιχη είναι και η παραλλαγή της ιστορίας που παραθέτει φοιτητής της λαογραφίας στο βιβλίο «Τα φθινοπωρινά» του λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με τη φοιτητική καταγραφή την ιστορία αυτή τη διηγούνται στην Καλαμιά της Αρτας, με μια παροιμία, που έμεινε να τη λένε «τ’ αγι Αντρός», όταν βρέχει πολύ.
«Κάποτε έφτασε στο χωριό ένας άγνωστος ταξιδιώτης, που τον έπιασε νεροποντή και γύρευε κάπου να μείνει. Είχε περασμένο στον ώμο του και έναν ντορβά (σακίδιον) γεμάτο με φαγώσιμα του ταξιδιού του. Εβρεχε πάρα πολύ και γινόταν χαλασμός. Χτυπώντας πόρτες κάποιος τον λυπήθηκε και του άνοιξε. Φτωχικό σπίτι, και το βραδάκι έστρωσαν να φάνε ό,τι είχαν. Τιποτένια πράγματα. Ο ξένος τους λυπήθηκε και δεν έφαγε μαζί τους. Είπε ότι δεν πεινάει. Επεσαν να κοιμηθούνε. Αλλά τα μεσάνυχτα πείνασε ο ξένος και βγήκε έξω, να φάει κάτι από το σακούλι του. Κάθισε σε ένα μέρος απάνεμο της αυλής και άρχισε να μασουλάει. Εβρεψε πάλι και ξημέρωνε του τ’ αγι’ Αντριός. Κατά σύμπτωση ξύπνησε ο σπιτονοικοκύρης και άνοιξε την πόρτα να δει τι γίνεται έξω. Βροχή κατακλυσμός! Φώναξε λοιπόν μες στο σκοτάδι: Ρίξε, καψωμένε Αντρέα, ρίξε! (εννοώντας τον κακότροπο άγιο Αντρέα). Ο ξένος όμως από το υπόστεγό του, νόμιζε πως μιλούσε σ’ αυτόν, ότι «ρίχνει» μέσα του φαΐ. Και του απάντησε μπουκωμένος: Και αν ρίχνω, από τον ντορβά μου ρίχνω!…».
Το πρώτο κρύο του Νοέμβρη
Σύμφωνα λοιπόν με τη λαϊκή παράδοση το πρώτο κρύο κάνει αισθητή την παρουσία του στα μέσα του Νοεμβρίου, του αγίου Φίλιππα, αντρειώνει στο τέλος του μήνα, του Αγίου Αντρέα και κορυφώνεται τον Δεκέμβριο καθώς βαρβαρώνει της Αγίας Βαρβάρας και γίνεται χιονιάς του Αγίου Νικολάου, τριήμερη περίοδος καταγεγραμμένη ως τα Νικολοβάρβαρα.