Παρατίθεται παρακάτω η χθεσινή τοποθέτηση του βουλευτή Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Ηγουμενίδη στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Βουλής σχετικά με την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΖΙΝΑΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Ηγουμενίδης.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΔΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Υπουργέ, με την Συμφωνία των Πρεσπών, έρχεται η Κυβέρνηση, ο «καλύτερος υπηρέτης των Αμερικανών», «ο πιο πιστός τους σύμμαχος», να υλοποιήσει τα σχέδιά τους στην περιοχή.
Αντιπαρέρχομαι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τους χαρακτηρισμούς, όσο πιο ακραίοι είναι, «θεραπαινίδες του γερμανικού καπιταλισμού» μας αποκάλεσε ο Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, στην συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης, όσο πιο ακραίοι είναι λοιπόν, τόσο πιο αδύναμα είναι τα επιχειρήματα.
Προσπάθησα, ωστόσο, σε αυτή την προσέγγιση από όλη συζήτηση και ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να δω ποιος είναι αυτός ο ιδιαίτερος γεωστρατηγικός ρόλος των Σκοπίων, που τα κάνει τόσο απαραίτητα για «την πιο μεγάλη στρατιωτική συμμαχία», που τα κάνει τόσο απαραίτητα για «την πιο μεγάλη πολεμική μηχανή του κόσμου». Χρησιμοποιώ εκφράσεις που ακούστηκαν στην αίθουσα στη διάρκεια της συζήτησης.
Ωστόσο, το θέμα έχει και μία άλλη ματιά.
Η αλήθεια είναι ότι θεωρώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πολύ επιτυχημένο το όνομα της περιοχής μας, Βαλκάνια. Όντως, άμα τα δει κανείς πολιτικά, οικονομικά, γεωστρατηγικά είναι «κρατήρας ηφαιστείου», που αποσταθεροποιήθηκε ακόμα περισσότερο από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία έκανε την κατάσταση ακόμα ασθενέστερη. Το ρόλο του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και πρέπει να το κρατήσουμε σχετικά με «τα σχέδια για ενδεχόμενη διάλυση της γείτονος χώρας», άποψη που ακούστηκε από τη Χρυσή Αυγή στη διάρκεια της συζήτησης.
Μπορώ να εξηγήσω μέσα σε αυτή την ασθενή περιοχή την αναγκαιότητα όλων των χωρών που δημιουργήθηκαν και όλων των χώρων της περιοχής να έχουν μια πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Είναι απολύτως λογικό για τους λαούς αυτών των περιοχών και βεβαίως, οι γείτονες αντιλαμβάνονται ότι θα βρουν αυτή τη σταθερότητα μέσα από την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Αξίζει μια συζήτηση στο θέμα.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη συζήτηση που γίνεται ή δεν γίνεται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τη θέση που έχει ο καθένας, εάν και κατά πόσον εξασφαλίζει αυτή τη σταθερότητα η ένταξη στο ΝΑΤΟ, υπάρχει δεδομένη η θέληση των γειτόνων για είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Αυτό είναι που τους «πιέζει», αυτό είναι που τους κάνει πιο διαλλακτικούς, αυτό είναι η επιθυμία τους για αυτή την ένταξη, που τους κάνει έτοιμους, πρόθυμους να προχωρήσουν σε άλλα θέματα στις διμερείς μας διαφορές.
Να, λοιπόν, η ευκαιρία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για να μπορέσουμε να λύσουμε τις διαφορές μας, να λύσουμε προβλήματα που υπάρχουν, όχι για να τους εκβιάζουμε διαρκώς στο όνομα του ότι κρατάμε το «κλειδί» της εισόδου τους στους οργανισμούς για τους οποίους συζητάνε, όχι για να αναβάλλουμε επ’ αόριστον και να κρύβουμε κάτω από το χαλί τα προβλήματα που υπάρχουν. Ωραία, ως εδώ.
Έρχονται διάφοροι βουλευτές, ο κ. Κεδίκογλου το εξέφρασε πιο ολοκληρωμένα, αλλά αρκετοί βουλευτές της Ν.Δ. και σου λένε, ότι η Ελλάδα χωρίς να πιέζεται, χωρίς να βιάζεται, οι γείτονες είναι αυτοί που θέλουν να μπουν ΝΑΤΟ, έρχεται, διαπραγματεύεται, δηλαδή, τα δίνετε όλα και δεν πήρατε τίποτα. «Τα δώσατε όλα και δεν πήρατε τίποτα» ήταν από πολλούς βουλευτές της αντιπολίτευσης η άποψη που εκφράστηκε.
Σκέφτομαι. Αφού «τα δώσαμε όλα και δεν πήραμε τίποτα», γιατί εκτιμούσατε ότι δεν θα περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών από τη σκοπιανή Βουλή;
Παρακάτω λέτε «η Ελλάδα δεν πιέζεται». Δεν είναι ένας άγραφος χάρτης, υπάρχει η Ελλάδα και ερχόμαστε να τοποθετήσουμε ένα κράτος στα βόρεια της. Εδώ, κατά τη γνώμη μου, ηθελημένα ή αθέλητα, θέλω να πιστεύω αθέλητα, υπάρχει διαστρέβλωση της πραγματικότητας ή αποσιώπησή της. Υπάρχει μια εικονική πραγματικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σαν μέλος της Εθνικής Αντιπροσωπείας που σε λίγο καλούμαι να πάρω θέση πάνω σε αυτή τη Συμφωνία, δεν μπορώ να πω ότι δεν πιέζομαι από τίποτα και έχω κάποιους δίπλα μου που εκλιπαρούν για λύση. Προσωπικά και νομίζω ότι δεν είμαι μόνο εγώ, με πιέζει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι τα μισά κράτη του κόσμου, στα οποία κατοικούν τα 3/4 του πληθυσμού της γης, αποκαλούν τους γείτονές μας, «Μακεδονία».
Κι αν το θέλετε, όχι απλά με πιέζει και νιώθω, ότι αυτό δεν μπορεί να διαιωνίζεται, δημιουργώντας ένα προηγούμενο ιστορικό στο χρόνο, ούτε με καλύπτει η άποψη που ακούστηκε από τον εκπρόσωπο της Ένωσης των Κεντρώων, τον κ. Γεωργιάδη, ότι «το θέμα είναι να μην τους δώσουμε εμείς το όνομα, ας τους φωνάζει όλος ο κόσμος».
Παραπέρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εμένα δεν με καλύπτει το γεγονός ότι τα στελέχη του στρατού τους εκπαιδεύονται στην Τουρκία. Με πιέζει με την έννοια ότι πρέπει να δώσουμε μια λύση, το γεγονός ότι πρόκειται για μια χώρα, από αυτές τις ελάχιστες, που έχουν αναγνωρίσει το ψευδοκράτος του Ντενκτάς.
Τέλος, πέρα από το ότι προσβάλει την αισθητική μου, με πιέζει το γεγονός και δεν θέλω να συνεχίζει να υπάρχει, της παραχάραξης και της καπηλείας της ιστορίας και της χρήσης των ιστορικών μας συμβόλων, από το δεκαεξάκτινο αστέρι της Βεργίνας, μέχρι τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτά, νομίζω ότι δεν είμαι ο μόνος βουλευτής που θα ήθελε να λυθούν. Ωστόσο, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με τη δημιουργία αυτού του κράτους, δεν έγιναν αυτόματα όλα αυτά. Υπήρξε μια πορεία. Και το ερώτημα είναι, πώς φθάσαμε ως εδώ, σ’ αυτή την κατάσταση που καλούμαστε σήμερα να ανατρέψουμε. Πώς φθάσαμε ως εδώ; Ένα ερώτημα που κατά τη γνώμη μου, δεν συζητήθηκε όσο θα έπρεπε. Όταν έκτιζαν τα τείχη, για να δανειστώ λίγο τον Καβάφη, «Πως να μην προσέξω, δεν άκουσα ούτε κρότο κτιστών, ή ήχον. Ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμον έξω.» Πως έγινε αυτό; Έτσι, διά μαγείας;
Για να δούμε λοιπόν λίγο την ιστορία. 1962. Συνάντηση του Ευάγγελου Αβέρωφ, Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας με τον Γιουγκοσλάβο Υπουργό Εξωτερικών Κότσα Πόποβιτς. Δεν ξέρω εάν ομολόγησαν, συμφώνησαν, χωρίς να το δημοσιεύσουν, χωρίς να το ανακοινώσουν. Δεν ξέρω εάν το συνομολόγησαν ή τι έγινε, η ουσία είναι, ότι η τριακονταετία, 1962-1991, είναι μια περίοδος σιωπής, μη ανακίνηση του Μακεδονικού δημοσίως.
Φτάνουμε στο 1991 μέχρι σήμερα. Την περίοδο της σιωπής την διαδέχεται η περίοδος της αδράνειας και του άκρατου λαϊκισμού, κατά τη γνώμη μου. Για αυτό που σήμερα ζούμε, για αυτή την κατάσταση που πρέπει να ανατρέψουμε, δεν πρέπει να επιτρέψουμε την συνέχεια της. Η ελληνική πλευρά δεν έχει ευθύνες;
Αντώνης Σαμαράς. Τι έκανε; Δεν συζητήθηκε, κατά τη γνώμη μου, στην Επιτροπή και ελπίζω να φωτιστούν πλευρές αυτής της περιόδου και αυτής της δραστηριότητας στην Ολομέλεια. Αλλά δεν μπορούμε να το δεχόμαστε ή να το καταπίνουμε έτσι άκριτα.
Καλούμαστε λοιπόν να ανατρέψουμε μια κατάσταση. Μα τι κάνετε τώρα; Αυτό που αρνήθηκαν επτά πρωθυπουργοί, το δέχεται ο Τσίπρας. Μίλησαν οι πρωθυπουργοί; Ένας μίλησε. Γιώργος Παπανδρέου και παίρνει θέση υπέρ της Συμφωνίας. Οι υπόλοιποι, Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, οι άλλοι πρωθυπουργοί, οι υπουργοί εξωτερικών; Η σιωπή τους είναι εκκωφαντική και έχουν υποχρέωση να μιλήσουν. Μα, απέναντι σας έχετε σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο της αντιπολίτευσης. Είμαστε μπετόν, καμαρώνει ο κ. Λοβέρδος. Αλήθεια; Για αυτό εφαρμόζετε κομματική πειθαρχεία; Και εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι εάν είναι μπετόν η κοινοβουλευτική ομάδα, νομίζετε ότι εμείς ζούμε σε άλλον πλανήτη; Δεν ξέρουμε τι λέει ο κόσμος και της ΝΔ και του Κινήματος Αλλαγής;
Επειδή ολοκλήρωσα την τοποθέτηση μου, δεν θα σταθώ στην πολιτική ρευστότητα και την κινητικότητα που παρατηρούμε τελευταία εντονότερα. Θα επανέλθω σε αυτό στην Ολομέλεια. Ωστόσο κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, νομίζω ότι από την περίοδο της σιωπής και την περίοδο της αδράνειας, ήρθε η ώρα να περάσουμε στην εποχή της πράξης, ήρθε η ώρα επιτέλους να αναμετρηθούμε με τις ιστορικές μας ευθύνες. Σας ευχαριστώ.