Παρόλο που μετράει λιγότερα από 10 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά νερά, έχει πλήρως εγκατασταθεί στα παράκτια οικοσυστήματα της Κρήτης και ανταγωνίζεται τοπικά είδη
Προς το τέλος του 2024 αναμένεται να είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της νέας ερευνητικής συνεργασίας του ΙΘΑΒΒΥΚ σχετικά με τις επιπτώσεις της εισβολής του λεοντόψαρου στα οικοσυστήματα της Κρήτης. Αποτελέσματα, που όπως αναφέρεται “θα αυξήσουν τη γνώση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, συμβάλλοντας στο σχεδιασμό και τη λήψη κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων”
Το λεοντόψαρο (Pterois miles) είναι ένας θαλάσσιος οργανισμός με ευρεία εξάπλωση στα τροπικά οικοσυστήματα του Ειρηνικού Ωκεανού και της Ερυθράς Θάλασσας. Αποτελεί ένα από τα 600 αλλόχθονα (εισβλητικά) είδη που έχουν διέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στη Μεσόγειο μέσω της διώρυγας του Σουέζ και έχουν εγκατασταθεί στα τοπικά οικοσυστήματα της Λεβαντίνης (Ανατολικής Μεσογείου) και του Αιγαίου λόγω της εξελισσόμενης αλλαγής των κλιματικών συνθηκών, και δη της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας.
Σύμφωνα με το ΙΘΑΒΥΚ παρόλο που η καταγεγραμμένη παρουσία του λεοντόψαρου στα ελληνικά νερά είναι πολύ πρόσφατη, με πρώτη επιβεβαιωμένη αναφορά από τη Ρόδο το 2015 και την Κρήτη το 2016, η προσαρμογή του υπήρξε ταχεία, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα είδη στα ρηχά παράκτια οικοσυστήματα του Νότιου Αιγαίου.
Η απουσία εξειδικευμένων θηρευτών στο νέο περιβάλλον εξάπλωσης, σε συνδυασμό με την αντοχή του στα παράσιτα και το γεγονός ότι το ίδιο είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός θηρευτής, είναι οι βασικοί λόγοι που έχουν καταστήσει την εισβολή του λεοντόψαρου μία από τις πιο επιτυχημένες στο θαλάσσιο περιβάλλον της Μεσογείου. Οι πληθυσμιακές πυκνότητες του λεοντόψαρου είναι έως και δέκα φορές μεγαλύτερες στα περιβάλλοντα επέκτασής του σε σχέση με τη εξάπλωση του στα φυσικά οικοσυστήματα του Ειρηνικού και της Ερυθράς Θάλασσας, με άγνωστες μέχρι στιγμής επιπτώσεις στα τοπικά οικοσυστήματα.
Η θήρευση αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επιβίωση των ειδών και στο πλαίσιο αυτό μια νέα συνεργασία του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) με το Πανεπιστήμιο και Ερευνητικό Κέντρο του Βάχνινγκεν (Wageningen University & Research, WUR, Ολλανδία) φιλοδοξεί να ρίξει φως στη διατροφική συμπεριφορά του λεοντόψαρου και να εκτιμήσει με ακρίβεια τις επιπτώσεις του στα γηγενή οικοσυστήματα, μέσα από πειράματα στο εργαστήριο και στο πεδίο. Το λεοντόψαρο τρέφεται με ιχθύδια και υιοθετεί μια ιδιαίτερη και εξαιρετικά αποτελεσματική στρατηγική θήρευσης, κατά την οποία ακολουθεί διακριτικά το θήραμά του και την κατάλληλη στιγμή επιτίθεται και το συλλαμβάνει με ακαριαίες κινήσεις. Το πείραμα συμπεριφοράς που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ) με τη συνεργασία Ολλανδών και Ελλήνων ερευνητών, έχει στόχο να καταγράψει αυτή τη στρατηγική συμπεριφοράς και να εκτιμήσει κατά πόσο η παροχή κάλυψης και φυσικού καμουφλάζ από τις βιοκοινότητες των υφάλων διευκολύνει την αποτελεσματικότητα της θήρευσης. Αυτή τη στιγμή, ένας αριθμός λεοντόψαρων που έχουν συλλεχθεί από τις ακτές της Κρήτης φιλοξενείται στα πειραματικά ενυδρεία του ΙΘΑΒΒΥΚ (Φωτό 2) και χρησιμοποιούνται για πειράματα συμπεριφοράς κατά τα οποία αφήνονται ελεύθερα να συλλάβουν ιχθύδια κατάλληλου μεγέθους σε πειραματικές δεξαμενές όπου έχει προσομοιωθεί ένα κρυπτικό ή μη περιβάλλον.
Ένα δεύτερο σκέλος της ερευνητικής δράσης αφορά τις επιπτώσεις του λεοντόψαρου στους τοπικούς ιχθυοπληθυσμούς. Η επιλεκτική τροφική συμπεριφορά του λεοντόψαρου εστιάζει σε θηράματα σχετικά μικρού μεγέθους και εκτιμάται πως μπορεί να μειώνει αισθητά τους αριθμούς των νεαρών ψαριών στα γηγενή οικοσυστήματα, αλλά και να ανταγωνίζεται άλλους γηγενείς θηρευτές μειώνοντας τη λεία τους και, επαγωγικά, μειώνοντας τους πληθυσμούς τους. Για να επιβεβαιωθεί αυτή η υπόθεση, θα πραγματοποιηθεί ολική αφαίρεση του λεοντόψαρου από επιλεγμένες περιοχές στην ακτογραμμή των Αστερουσίων στη Νότια Κρήτη, όπου οι πληθυσμοί του είδους είναι ιδιαίτερα πυκνοί. Στη συνέχεια, η ποικιλότητα των ιχθυοπληθυσμών των περιοχών ελέγχου θα εκτιμηθεί ποιοτικά και ποσοτικά κατά διαστήματα στη διάρκεια ενός έτους και θα συγκριθεί με την αντίστοιχη ποικιλότητα σε περιοχές αναφοράς, όπου η παρουσία του λεοντόψαρου εξακολουθεί να υφίσταται. Η ανάλυση των ιχθυοπληθυσμών γίνεται με επιτόπια καταγραφή από καταδυόμενους εξειδικευμένους επιστήμονες του ΙΘΑΒΒΥΚ και του WUR (Φωτό 3), ενώ θα πραγματοποιηθούν και συμπληρωματικές αναλύσεις περιβαλλοντικού DNA, δηλαδή αποτύπωση της βιοποικιλότητας μέσω μοριακής ανάλυσης του βιολογικού ίχνους των οργανισμών σε δείγματα νερού.
Τα αποτελέσματα της ερευνητικής δράσης αναμένεται να είναι διαθέσιμα προς το τέλος του 2024 και θα αυξήσουν τη γνώση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας σε σχέση με τις επιπτώσεις της εισβολής του λεοντόψαρου στα Μεσογειακά οικοσυστήματα, συμβάλλοντας στο σχεδιασμό και τη λήψη κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων, τομέας για τον οποίο το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων (ΙΘΑΒΙΠΕΥ) του ΕΛΚΕΘΕ έχει κάνει σημαντικές εισηγήσεις στην πολιτεία.
Η ερευνητική δράση υλοποιείται από τον υποψήφιο διδάκτορα του WUR κ. Davide Bottacini υπό την επίβλεψη του Καθηγητή Dr. Alexander Kotrschal και σε συνεργασία με τον υποψήφιο διδάκτορα του ΕΛΚΕΘΕ κ. Γρηγόρη Σκουραδάκη, ενώ στη διεξαγωγή της έρευνας συμμετέχουν φοιτητές και τεχνικό προσωπικό και των δύο ιδρυμάτων. Επιστημονικός υπεύθυνος της ερευνητικής δράσης για το ΕΛΚΕΘΕ είναι ο Δρ. Θάνος Νταϊλιάνης, Ερευνητής Θαλάσσιας Βιολογίας ενώ τα πειράματα στα ενυδρεία πραγματοποιούνται υπό την επίβλεψη του Δρ. Σταύρου Χατζηφώτη, Ερευνητή διατροφής και φυσιολογίας θρέψης.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας & Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ) είναι ένα από τα τρία ινστιτούτα του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) με έδρα το Ηράκλειο, και εγκαταστάσεις στην Ανάβυσσο, Αττικής και Σούδα, Χανίων. Με προσωπικό 111 ατόμων και 24 τακτικούς ερευνητές, δραστηριοποιείται στην θαλάσσια βιοποικιλότητα, γενετική και γονιδιωματική, και τις υδατοκαλλιέργειες.