Το Μεγάλο Σάββατο είναι η τελευταία ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Μεγάλης Σαρακοστής. Η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στην Ταφή και την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη.
Το πρωί εορτάζεται στην εκκλησία η πρώτη Ανάσταση, ο Εσπερινός δηλαδή της Κυριακής του Πάσχα.
Ονομάζεται έτσι, γιατί σε κάποιο σημείο της, ο Ιερέας πετά στους πιστούς φύλλα δάφνης (βάγια) και προαναγγέλλει την Ανάσταση του Κυρίου, λέγοντας: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην…».
Ίσως η ύπαρξη αυτής της προαναγγελλίας, να είναι ο λόγος που το πένθος των πιστών την ημέρα αυτή είναι μικρότερο σε σχέση με αυτό της Μεγάλης Παρασκευής.
Αμέσως μετά διαβάζεται το Ευαγγέλιο, που έχει αναστάσιμο περιεχόμενο (Κατά Ματθαίον κη’ 1-20):
Σεισμός εγένετο μέγας, καθώς οι Μυροφόρες πλησιάζουν τον Τάφο του Ιησού. Άγγελος Κυρίου αποσφραγίζει τον τάφο. Όταν οι δύο γυναίκες καταφθάνουν τον βλέπουν κενό και τον Άγγελο να τους αναγγέλλει ότι «Κύριος Ανέστη». Το χαρμόσυνο γεγονός πρέπει να το διαμηνύσουν στους μαθητές του. Ο Χριστός εμφανίζεται στις δύο γυναίκες. Σύναξη των 11 μαθητών και εμφάνιση του Χριστού ενώπιόν τους. Τους προτρέπει: «Πορευθέντες μαθητεύσαντες πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα εορτάζεται η Ανάσταση του Χριστού. Στις εκκλησίες σβήνουν τα φώτα και ο ιερέας προβάλει στην Ωραία Πύλη, κρατώντας σε κάθε χέρι από μία δεσμίδα τριάντα τριών κεριών με το Άγιο Φως, και ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε Φως…».
Στην συνέχεια ιερείς, ψάλτες και πιστοί βγαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας όπου γίνεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου της Αναστάσεως και ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».
Είναι το μόνο Σάββατο του χρόνου κατά το οποίο νηστεύεται και το λάδι, για αυτό και ονομάζεται και «Αλάδωτο Σάββατο».
Ο εορτασμός της Ανάστασης τα μεσάνυχτα
Η ακριβής ώρα που έγινε η Ανάσταση του Ιησού, αποτελεί ένα σημείο προβληματισμού και διαφωνίας μεταξύ των μελετητών, αφού κανένας από τους Ευαγγελιστές δε κάνει σαφή αναφορά σε αυτήν.
Ο Ματθαίος αναφέρει «Οψέ Σάββατων τη επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων», προσδιορίζοντάς την μέχρι την ανατολή του ηλίου, την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, εννοώντας την Κυριακή.
Ο Λουκάς επίσης αναφέρεται στη πρώτη ημέρα της εβδομάδας, τα βαθιά χαράματα: «Τη δε μια των σαββάτων, όρθρου βαθέως ήλθον επί το μνήμα».
O Ιωάννης γράφει όταν πέρασε η ημέρα του Σαββάτου, κατά την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, όταν ήταν ακόμα σκοτάδι: «Έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον».
Και ο Μάρκος , συμφωνεί ως προς την ημέρα και προσδιορίζει το χρόνο μετά τη δύση του ηλίου. «Λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου».
Είναι φανερό πως όλοι συμφωνούν ως προς την ημέρα, Κυριακή, αλλά δίνουν διαφορετικές εκδοχές ως προς την ώρα της Αναστάσεως. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί δεν τους ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η ώρα αλλά θεωρούν καθοριστικής σημασίας την επιβεβαίωση της ημέρας. Κι αυτό γιατί θέλουν να τονίσουν πως έγινε ακριβώς όπως το είχε πει ο Ιησούς.
Ο Χριστός είχε δηλώσει στους μαθητές Του «αποκτανθήναι και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι», δηλαδή ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.
Αυτό λοιπόν που επιθυμούν όλοι οι ευαγγελιστές είναι να γίνει σαφές ότι πράγματι, αναστήθηκε ο Ιησούς την τρίτη ημέρα.
Ο Ιησούς Χριστός πεθαίνει το μεσημέρι της Παρασκευής. Μέχρι τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, είναι η πρώτη μέρα, μέχρι τα μεσάνυχτα Σαββάτου είναι η δεύτερη μέρα, οπότε ο Ιησούς πρέπει να αναστήθηκε από τις 00.01 την νύχτα της Κυριακής μέχρι και τις 24.00 της ίδιας ημέρας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ορίσει ως ώρα της Ανάστασης, ακριβώς τη στιγμή που ξεκινάει η τρίτη ημέρα, με το σκεπτικό πως όποτε κι αν αναστήθηκε ο Χριστός, η σωστή ώρα περιέχεται μέσα στην Κυριακή.