Γιατί σε όλες τις άλλες σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες ζητάνε αφοπλισμό των πολιτών, ενώ μόνο οι ΗΠΑ επιμένουν να εξοπλίζονται; Αυτό αναρωτιόταν τη δεκαετία του 1960 ο διαπρεπής ιστορικός Ρίτσαρντ Χοφστάντερ. Μισό αιώνα μετά επιστήμονες δίνουν την απάντηση.
Σήμερα στις ΗΠΑ οι αναλογούν περίπου 1,2 όπλα ανα πολίτη που σημαίνει ότι στην αμερικανική κοινωνία υπάρχουν 400 εκατομμύρια πυροβόλα όπλα.
Παρά το γεγονός ότι έχουν λιγότερο από το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι ΗΠΑ διαθέτουν σχεδόν τα μισά από τα όπλα που ανήκουν σε πολίτες στον κόσμο.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι Αμερικανοί έχουν γίνει μάρτυρες μιας αύξησης των πωλήσεων όπλων και των τρομακτικών θανάτων σε ανοιχτούς χώρους που σχετίζονται με πυροβόλα.
Ενώ αρχές της δεκαετίας του 1950 μόνο το 33% των ανθρωποκτονιών στη Φιλαδέλφεια αφορούσαν πυροβόλα όπλα, σήμερα μιλάμε για το 91%. Ομοίως, το εθνικό ποσοστό ανθρωποκτονιών με όπλα είναι 81%.
Μέχρι σήμερα οι διάφορες εξηγήσεις που δίνονταν για αυτή τη νοσηρή μανία των Αμερικανών ήταν ανεπαρκείς, σαν αυτές που έδινε πριν χρόνια στο ντοκιμαντέρ «Ακήρυχτος πόλεμος» ο φανατικός υπέρμαχος της οπλοκατοχής αστέρα του Χόλιγουντ Τσάρλτον Ίστον.
«Αξιοποιώντας το πλεόνασμα των φθηνών εισαγόμενων πυροβόλων όπλων, οι νέοι καπιταλιστές όπλων έμαθαν πώς να τονώνουν τη ζήτηση»
Είναι αλήθεια ότι τα όπλα υπήρχαν στις ΗΠΑ από ιδρύσεώς τους, αρχικά χρησιμεύοντας ως εργαλεία ανάγκης στις αποικίες και στα σύνορα. Έχουν παίξει βασικό ρόλο στην αμερικανική φαντασία, τον πολιτισμό και την πολιτική.
Μια άλλη εξήγηση επικεντρώνεται στην έξαρση του εγκλήματος και στις πολιτικές αναταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τη δεκαετία του 1970. Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, η ταχεία αύξηση των ποσοστών κατοχής όπλων τον τελευταίο μισό αιώνα είναι αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των ποσοστών εγκληματικότητας και της διάβρωσης της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Έτσι, κομβικό σημείο ήταν το ξέσπασμα της βίας στις πόλεις, η μείωση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση εν μέσω του πολέμου του Βιετνάμ, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να πάρουν όπλο.
Όταν τα όπλα ήταν πολυτέλεια
Ωστόσο, μια χώρα δεν γεμίζει με όπλα ούτε εξαιτίας της παράδοσης ούτε επειδή είναι νομοτελειακό. Τα στοιχεία δείχνουν ένα βασικό σημείο καμπής στην κουλτούρα των όπλων των ΗΠΑ.
Πότε ήταν αυτό;
Σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα που επικαλείται η υπ. Διδ. Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Μέγκαν Καν, όλα αλλάξανε τη δεκαετία του… 1950!
«Για να κατανοήσουμε την πραγματική προέλευση της κουλτούρας των όπλων των ΗΠΑ, έπρεπε να κοιτάξουμε πιο πίσω στο χρόνο» αναφέρει η Καν στο εξειδικευμένο ηλεκτρονικό περιοδικό aeon. «Η έρευνά μας αποκαλύπτει μια αινιγματική νέα τροχιά: μια αξιοσημείωτη αύξηση 45% στο ποσοστό κατοχής οικιακών όπλων από το 1949 έως το 1990, με κορύφωση το 1990».
Προς έκπληξή της επιστημονικής ομάδας που συμμετείχε η Καν η αύξηση της επικράτησης των όπλων ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1950, μια περίοδο όμως που χαρακτηρίζεται από λίγες δολοφονίες και μεγάλη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση.
Άραγε τι μπορεί να συνέβη τότε και τα αμερικανικά νοικοκυριά έβαζαν στα σεντούκια όπλα;
Από όλες τις πιθανές εξηγήσεις οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η οικονομική άνθηση μετά τον Β’ ΠΠ και οι χαλαροί νόμοι περί οπλοκατοχής οδήγησαν τις περισσότερες φορές στην αύξηση της ζήτησης για όπλα.
«Καθώς τα ποσοστά ανεργίας μειώθηκαν και τα εισοδήματα αυξάνονταν, τα πυροβόλα όπλα, που κάποτε θεωρούνταν πολυτέλεια ή πρακτική ανάγκη, έγιναν προσιτά για όλο και περισσότερους Αμερικανούς» λέει η Καν.
Ταυτόχρονα, οι πολιτιστικές συμπεριφορές γύρω από την κατοχή όπλων μπορεί να έχουν αλλάξει, καθώς πολλές γενιές Αμερικανών που επέστρεφαν από τον Β’ ΠΠ, τον Πόλεμο της Κορέας και τον πόλεμο του Βιετνάμ συνήθισαν να έχουν και να χρησιμοποιούν όπλα. Μετά το 1945 τα πλεονάσματα πολεμικών πυροβόλων όπλων πλημμύρισαν την αγορά των ΗΠΑ σε φτηνές τιμές.
«Αυτή η εισροή διευκολύνθηκε από τους «νέους καπιταλιστές όπλων», μια ομάδα ελάχιστα γνωστών επιχειρηματιών που εισήγαγαν και πούλησαν αυτά τα όπλα σε καταναλωτές των ΗΠΑ» λέει η Καν τονίζοντας πως αυτοί ήταν που αναμόρφωσαν την αμερικανική βιομηχανία όπλων δημιουργώντας μια μαζική αγορά για πολιτικά όπλα που είχαν περιορισμένη πρακτική χρήση αλλού και αντιμετώπιζαν αυστηρότερους κανονισμούς σε άλλες χώρες»
«Αξιοποιώντας το πλεόνασμα των φθηνών εισαγόμενων πυροβόλων όπλων, οι νέοι καπιταλιστές όπλων έμαθαν πώς να τονώνουν τη ζήτηση μέσω της εμπορίας ξένων όπλων ως επιθυμητά καταναλωτικά αγαθά για τον καθημερινό Αμερικανό. Έδωσαν μαζικά στην αγορά αυτά τα εισαγόμενα όπλα σε καταναλωτές με μετρητά και πρόθυμοι να αποκτήσουν αυτά τα μοναδικά πολεμικά όπλα από όλο τον κόσμο» αναφέρει η Αμερικανίδα επιστήμων.
Όπως επισημαίνει η κοινωνιολόγος, διαφημίσεις περιοδικών για ταχυδρομικές αποστολές φθηνών όπλων στόχευαν νέους αγοραστές που δεν μπορούσαν να αγοράσουν ακριβότερα αμερικανικής κατασκευής όπλα. Αυτές οι διαφημίσεις αξιοποίησαν την ελκυστικότητα των vintage όπλων ως «αυθεντικών αναμνηστικών του Β’ ΠΠ από τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Τσεχοσλοβακία, την Ιαπωνία και άλλες κατεστραμμένες από τον πόλεμο χώρες. Πράγματι στην ταινία οι «Τρομοκράτες» του 1952 με τον Φρανκ Σινάτρα, ένας 10χρονος έπρεπε να «μάθει για τα όπλα ώστε να μπορεί να τα αντιμετωπίσει» καθώς τα όπλα «είναι αναγκαίο κακό».
Σημειώνεται, εξάλλου, πως το όπλο που -λέγεται επίσημα- ότι χρησιμοποίησε ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ για να δολοφονήσει τον πρόεδρο Τζον Κένεντι ήταν ένα ιταλικό τυφέκι που αγοράστηκε από ένα κατάστημα ταχυδρομικών παραγγελιών στο Σικάγο.