Άγνωστο είναι προς το παρόν το δημοσιονομικό κόστος της επίμαχης απόφασης για τις αυξήσεις των συντάξεων των δικαστών. Το αρμόδιο δικαστήριο έκρινε, μετά από πρόσφυγες, πως πρέπει να προσδιοριστούν με βάση το παλαιότερο καθεστώς, που σημαίνει σε άνω του 60% των αποδοχών των ενεργεία δικαστών.
Αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου στέλνουν σήμα και προσγειώνουν τις οποίες προσδοκίες, καθώς σχολιάζουν με νόημα ότι «σε κάθε περίπτωση, η τήρηση του προϋπολογισμού και ο δρόμος της δημοσιονομικής σταθερότητας αποτελούν αταλάντευτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση» και επίσης ότι «είναι πρόωρο να γίνει επίσημη τοποθέτηση».
Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ήρθε ως κερασάκι σε μια σειρά από ακυρώσεις μνημονιακών περικοπών και η εν λόγω αφορά τον νόμο Κατρούγκαλου ο οποίος μείωσε τις συντάξεις των δικαστικών κατά 35%-40%.
«Είναι πρόωρο να γίνει επίσημη τοποθέτηση»
Σύμφωνα με πληροφορίες τα αρμόδια υπουργεία θα εξετάσουν την απόφαση, όταν την λάβουν επίσημα, και στη συνέχεια θα εξεταστεί και θα υπολογιστεί το κόστος.
Όπως επίσης και το πώς και σε ποια χρονιά τα εν λόγω ποσά θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Γνώστες πάντως του θέματος σχολιάζουν στο in ότι ο δρόμος για την οποία εφαρμογή των αυξήσεων θα είναι μακρύς, ενώ ακόμα δεν υπάρχει κάποιο κυβερνητικό σχέδιο.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών σχολιάζουν σχετικά με το θέμα ότι είναι πρόωρο να γίνει επίσημη τοποθέτηση καθώς δεν είναι στη διάθεσή μας αυτό καθ’ αυτό το κείμενο της απόφασης.
Τονίζουν δε ότι αν ισχύουν οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν η απόφαση αφορά μόνο όσους έχουν κάνει προσφυγή. Εκτιμάται λοιπόν από το αρμόδιο υπουργείο οτι δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα γενίκευσης και επομένως ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί μοιάζει αναντίστοιχος με το περιεχόμενο της απόφασης.
Η απόφαση έτσι καταλαμβάνει μόνο όσους έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο. Για τους υπόλοιπους συνταξιούχους είναι κυβερνητική απόφαση και στη βάση των δημοσιονομικών περιθωρίων. Διότι η καταβολή της αναδρομικής διαφοράς για όλους τους συνταξιούχους δικαστές θα έχει σημαντική επιβάρυνση.
Πρωταγωνιστής η Ελλάδα σε δαπάνες για συντάξεις
Η Ελλάδα πάντως πρωταγωνιστεί ως προς τις δαπάνες για τις συντάξεις.
Από το 57,4% του ΑΕΠ κρατικών δαπανών, το 20,6% αφορά συντάξεις και επιδόματα. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής και στην έκθεση για το β΄ τρίμηνο του έτους καταγράφεται ότι η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη υψηλότερη θέση ως προς το ύψος των συνολικών κρατικών δαπανών στην Ευρωζώνη.
Το 2021 ήταν σε 57,4% του ΑΕΠ από 59,8% το 2020. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 52,3% του ΑΕΠ και πρώτη είναι η Γαλλία με 59,0% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες για την τρίτη ηλικία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλότερα στην Ελλάδα κατά 2,8 μονάδες σε σχέση με την Ε.Ε.
Οι δαπάνες για ασθένεια – αναπηρία υπολείπονται κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες και το ποσοστό του ΑΕΠ που αφορούν την υγεία υπολείπονται του μέσου όρου της Ευρωζώνης κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες.
Η απόφαση
Όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο σε ανάρτησή του «σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου), που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία».
Ακόμα, αναφέρει το Ε.Σ. ότι «η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου».