Ο πρωτογενής τομέας στο «επίκεντρο»
Αποκαλυπτικά στοιχεία για την παραγωγική δύναμη του νησιού και τον βαθμό της επάρκειας μας
Αρνί, κατσίκι, κοτόπουλο, κουνέλι, οπωροκηπευτικά, ελαιόλαδο και αβγά… Προϊόντα που παράγει η Κρήτη και καλύπτει με αυτά τις ανάγκες του πληθυσμού του νησιού – ή ακόμη και τις ανάγκες μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού γενικότερα.
Βεβαίως δεν αρκούν μόνο αυτά για να καλύψουμε πλήρως τις ανάγκες της διατροφής μας. Ωστόσο η “Νέα Κρήτη” επιχειρεί σήμερα με τη βοήθεια ανθρώπων του αγροτικού και γεωτεχνικού χώρου να σκιαγραφήσει την ντόπια παραγωγή στα χρόνια του κορωνοϊού, αλλά καταγράφει και τις προτάσεις τους προς την κεντρική εξουσία, ούτως ώστε ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα να παίξει, επιτέλους, τον ρόλο που του ανήκει, απέναντι στις ανάγκες ενός ολόκληρου λαού!
Ο πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέκος Στεφανάκης, έδωσε χθες μέσω της εφημερίδας μας σημαντικά στοιχεία για την παραγωγή όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Από τις πιο αισιόδοξες “φωνές” στην έρευνα της “Νέας Κρήτης”, ο πρόεδρος του Π.Κ. του ΓΕΩΤΕΕ τονίζει στην εφημερίδα μας: «Εδώ στο νησί μας, ευτυχώς, η εξέλιξη του τουρισμού δεν ισοπέδωσε τον πρωτογενή τομέα. Ο πρωτογενής τομέας της Κρήτης είναι εξαγωγικού προσανατολισμού. Ζωντανό παράδειγμα είναι τα κηπευτικά και το ελαιόλαδό μας… Όπου μπορεί να μην είναι οργανωμένο το σύστημα στην εμπορία, όμως τώρα βλέπουμε διαρκώς να ανεβαίνει το σύστημα στη μεταποίηση. Ασφαλώς θα αρχίσει να εξελίσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς η οινοποίηση των σταφυλιών. Και ασφαλώς είναι ένα κομμάτι της αιγοπροβατοτροφίας που πραγματικά χαρακτηρίζεται από εκσυγχρονισμό πολύ υψηλού βαθμού. Και φέρνει την Κρήτη σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας. Και όλα αυτά, σε συνδυασμό με τους άλλους κλάδους που εξελίσσονται, έρχονται να συμμετάσχουν σημαντικά στην οικονομία του τόπου…».
Μάλιστα, λόγω της μεγάλης στήριξης της τοπικής οικονομίας από την αγροτική παραγωγή – σύμφωνα με τον Αλέκο Σταφανάκη – «βλέπουμε πως ενώ η πανδημία έχει προκαλέσει μεγάλη φτωχοποίηση στη χώρα μας, στον τόπο μας, εάν προσέξουμε λίγο παραπάνω, ασφαλώς θα υπάρξουν απίστευτες ζημιές, αφού το 60% της οικονομίας μας “πατάει” στον τουρισμό. Αλλά, οπωσδήποτε, το υπόλοιπο κομμάτι έρχεται να τονώσει και να συμπληρώσει το εισόδημα του κόσμου. Και γι’ αυτό θα δείτε ότι σε πανελλαδικό επίπεδο, μέχρι τώρα, η Περιφέρεια Κρήτης “κρατάει” πάρα πολύ καλά, λόγω του πρωτογενούς τομέα…».
Ποσοστό επάρκειας στην Κρήτη
Ο πρόεδρος του Π.Κ. του ΓΕΩΤΕΕ Αλέκος Στεφανάκης, όμως, μας μίλησε και για την επάρκεια των αγαθών. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον ίδιο, «στα αιγοπρόβατα είμαστε πλεονασματικοί. Χιλιάδες αρνιά και τόνοι τυριά φεύγουν προς άλλες περιοχές της χώρας ή του εξωτερικού. Σε αυτά τα είδη είμαστε αυτάρκεις. Και οι αιγοπροβατοτρόφοι, εάν είχαν το κίνητρο της τιμής, θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του κρητικού λαού σε κρέας, ακόμα και αν σταματούσαν οι Κρητικοί να καταναλώνουν άλλα είδη κρέατος. Αλλά, όπως είναι σήμερα η κατάσταση, η αυτάρκειά μας στα αιγοπρόβατα είναι στο 150% έως και 200%…».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «έχουμε επίσης 100% κάλυψη των αναγκών μας στην Κρήτη στο κουνέλι. Επίσης, έχουμε γύρω στο 50% επάρκεια στα κοτόπουλα. Έχουμε αυτάρκεια 100% στα αβγά. Στο μέλι είμαστε αυτάρκεις 300%. Τα προβλήματά μας είναι στο χοιρινό, όπου η επάρκειά μας δεν ξεπερνάει το 15%, και στα βοοειδή ούτε 5%»… Και για τα οπωροκηπευτικά της Κρήτης, ο ίδιος τονίζει ότι, αν δε γίνονται εξαγωγές, η παραγωγή τους είναι τόσο μεγάλη που σε επίπεδο Κρήτης θα ήταν πλεονασματικά και δε θα μπορούσαν να πουληθούν. Απόλυτα μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας βέβαια και στο ελαιόλαδο.
Αντίστοιχα, σε πανελλαδικό επίπεδο, όπως μας είπε ο Αλέκος Στεφανάκης, «έχουμε επάρκεια στα κοτόπουλα σε ποσοστό άνω του 100%. Έχουμε επάρκεια στο αβγό στο 100%. Στα αιγοπρόβατα έχουμε επάρκεια 100%. Στο χοιρινό είμαστε γύρω στο 35%. Στο βοδινό είμαστε γύρω στο 15 με 20%. Στο μέλι είμαστε πάνω από 100%. Στα ψάρια και στις ιχθυοκαλλιέργειες, η Ελλάδα είναι η “μαμά” της ιχθυοκαλλιέργειας και ασφαλώς είμαστε εξαγωγική χώρα».
Μάλιστα, ο ίδιος δηλώνει πεπεισμένος ότι, αν – σε ένα φανταστικό σενάριο – χρειαστεί να… κλείσουμε ως χώρα τα σύνορά μας, θα μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας στα περισσότερα είδη φυτικής και ζωικής παραγωγής, όχι όμως χωρίς προβλήματα αν δεν αλλάξουν ριζικά οι πολιτικές απέναντι στον πρωτογενή τομέα. «Αν δε μας έβαλε μυαλό ο κορωνοϊός, ώστε να υπάρξει ανασχεδιασμός της παραγωγικής βάσης, ασφαλώς και θα υπάρξει πρόβλημα…».
Για τα προϊόντα που έρχονται σήμερα στη χώρα μας και ειδικότερα στην Κρήτη από το εξωτερικό, ο Αλέκος Στεφανάκης λέει: «Καλώς έρχονται. Απλώς θα πρέπει αυτά τα προϊόντα να μην ελληνοποιούνται. Ο εφιάλτης είναι ο αθέμιτος ανταγωνισμός από την ελληνοποίηση. Αυτό πρέπει να το δούμε όλοι μαζί. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι άνθρωποι που ελληνοποιούν και οι οποίοι νομίζουν ότι κερδίζουν, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν ζημιά πρώτα στον ίδιο τους τον εαυτό…».
Η σκληρή αλήθεια – Έχουμε ελαιόλαδο αλλά τρώμε… σπορέλαια
Ιδιαίτερο χώρο στην έρευνα αυτή αφιερώνουμε σήμερα στο ελαιόλαδο, που είναι και το λεγόμενο “εθνικό” μας προϊόν. Ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανόλης Γιαννούλης, λέει χαρακτηριστικά για την επάρκεια της χώρας μας σε ελαιόλαδο ότι «στην Ελλάδα, πριν από 30 με 35 χρόνια που απαγορευόταν η εισαγωγή σπορέλαιων και επιτρεπόταν η κατανάλωση μόνο των εγχώριων παραγόμενων λαδιών (πολύ λίγα ηλιέλαια από τον ηλιόσπορο υπήρχαν στη Θράκη και βαμβακέλαια από το βαμβάκι), η κατανάλωση του ελαιολάδου ήταν 20 κιλά κατά κεφαλή. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων κατανάλωναν 200.000 τόνους ελαιολάδου. Η Ελλάδα στην καλή της χρονιά παράγει 400.000 τόνους. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η χώρα μας πρέπει να πουλήσει το πλεόνασμα του ελαιολάδου της στο εξωτερικό. Άρα από πλευράς λιπαρών ουσιών, εάν ο Έλληνας πει ότι “εγώ καταναλώνω μόνο ελαιόλαδο και δεν τρώω σπορέλαια”, βεβαίως και το παραγόμενο ελαιόλαδο της χώρας μας υπερεπαρκεί…».
Αλλά εδώ ο Μανόλης Γιαννούλης είναι επίσης ξεκάθαρος λέγοντας ότι «έχουμε όμως και μία μερίδα καταναλωτών που έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν άλλα λάδια. Δηλαδή, η αγορά η επαγγελματική “τρώει” φοινικέλαιο, “τρώει” ηλιέλαιο, “τρώει” καλαμποκέλαιο, “τρώει” σογιέλαιο… Αναφέρομαι στη φριτέζα του εστιατορίου. Αναφέρομαι στη βιομηχανία. Σε αυτούς που φτιάχνουν τσιπς. Σε αυτούς που φτιάχνουν μαγιονέζες. Είναι πάρα πολλές οι εφαρμογές που χρειάζονται λιπαρά. Τι θα κάνεις λοιπόν; Θα πεις “εγώ κλείνω τα σύνορα και δεν εισάγω” και την ίδια στιγμή “θέλω να εξάγω”; Δε γίνονται μονομερώς αυτά τα πράγματα. Και οι άλλες χώρες τότε δε θα εισάγουν από μας…».
Ο κ. Γιαννούλης καταλήγει λέγοντας πως «η λύση στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι κάτι μονοσήμαντο. Και σε γενικότερη κλίμακα αυτάρκεις δεν είμαστε, διότι το 70% των τροφίμων που τρώμε το εισάγουμε. Για παράδειγμα στο γάλα έχεις κατανάλωση 1.200.000 τόνους και έχουμε 500 τόνους. Στο μοσχαρίσιο κρέας εισάγουμε το 85% του κρέατος που καταναλώνουμε. Στο γουρούνι, τεράστιες εισαγωγές… Μόλις με το καλό αποφασίσουμε να δουλέψουμε εμείς και να παραγάγουμε μόνοι μας φαγητό (γιατί δεν μπορεί να σου έρχεται πατάτα από την Αίγυπτο και λεμόνι από την Αργεντινή), τότε θα αλλάξει η κατάσταση. Το 1995 είχαμε 55% υπηρεσίες και 45% πρωτογενή παραγωγή και μεταποίηση. Και φτάσαμε στο 2020, 25 χρόνια μετά, και είμαστε 80% παροχή υπηρεσίας και 20% μεταποίηση και αγροτικός τομέας. Αυτά είναι τρελά πράγματα. Αυτό που συμβαίνει σήμερα με τον τουρισμό η Κρήτη το ζει χειρότερα από άλλες περιοχές της χώρας. Γιατί, για να γεμίσουν τα ξενοδοχεία, θα πρέπει να ανεβοκατεβαίνουν σαν τις μύγες τα τσάρτερ στο Ηράκλειο και στα Χανιά…».
Οργάνωση και ανασχεδιασμός – Ο ρόλος των συνεταιριστικών οργανώσεων
«Χρειάζεται οργάνωση και ανασχεδιασμός της αγροτικής μας οικονομίας. Η χώρα μας σήμερα δεν καλύπτει ούτε το 30% της διατροφής από τα δικά της αγαθά», λέει από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ηρακλείου Σταύρος Γαβαλάς.
«Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πολιτική στην παραγωγή και όχι στις επιδοτήσεις όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και το συνεταιριστικό κίνημα θα μπορούσε να παίξει έναν ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, εάν είχε την καθοδήγηση από την Πολιτεία και τους επιστήμονες να μας οριοθετούν τι πρέπει να παράγουμε και πού…».
Στο σημείο αυτό ο Σταύρος Γαβαλάς φέρνει ως παράδειγμα την αναμπέλωση. «Πάλι έγινε ένα “πυροτέχνημα”. Βγήκαμε στις κάμερες και είπαμε κάποια πράγματα. Και πάλι οι αρμόδιοι ξέχασαν την υπόθεση αυτή. Πόσα χρόνια τώρα δε μιλάμε για την αναμπέλωση; Είδατε εσείς να γίνει κάτι προς την κατεύθυνση αυτής;».
Ο Σταύρος Γαβαλάς για τη φετινή χρονιά διαπιστώνει ότι ο αμπελουργικός κόσμος φέτος θα μπορούσε να σταφιδοποιήσει. «Είναι απογοητευμένος από τη μια… αλλά από την άλλη έχει συνηθίσει στα εύκολα. Να πάει τα σταφύλια στα οινοποιεία να ξεγνοιάσει. Όμως δεν μπορούμε έτσι να αλλάξουμε την κατάσταση. Αυτή η χώρα παράγει επιδοτήσεις τελικά. Δεν παράγει προϊόντα…».
Και καταλήγει λέγοντας πως «στον αγρότη δεν έχουν δώσει σήμερα τίποτα. Ούτε το περιβόητο τετράευρω στους βοσκούς. Ούτε τα χρήματα της απόσταξης κρίσης έχουν ακόμα δώσει. Αλλά χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα πολιτικές διαφορετικές για τον πρωτογενή τομέα και θεωρώ ότι οι συνεταιριστικές οργανώσεις μπορούν να παίξουν έναν ρόλο, αρκεί πρώτα το κράτος να αναλάβει τις ευθύνες του. Αυτό έχει τον κουμπαρά για να κάνει δράση. Χρειάζεται ένας διατροφικός σχεδιασμός. Και ειδικά η Κρήτη θα μπορούσε να παράγει πιο υγιεινά προϊόντα διατροφής. Η Κρήτη έχει πολλές ιδιαιτερότητες και πολλές δυνατότητες…».
«Αν δεν πληρώνεται ο κόπος του αγρότη…»
«Τι να το κάνεις ότι έχουμε αρκετό λάδι όταν δεν μπορούμε να το πουλήσουμε;». Έτσι ξεκινάει τη δική του τοποθέτηση στα ερωτήματά μας ο πρώην διευθυντής Ηρακλείου τής πάλαι ποτέ Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, γεωπόνος Κωστής Παπαδάκης.
«Έχουμε προϊόντα αλλά δεν πουλιούνται. Δεν υπάρχει ο προγραμματισμός, η προσπάθεια οργάνωσης του εμπορίου, η προώθηση των προϊόντων… Ύστερα, δεν μπορείς να μιλήσεις για επάρκεια όταν μπαίνεις σε ένα κατάστημα και βλέπεις ότι το 80% των προϊόντων είναι από ξένες χώρες. Αν είναι να έχουμε επάρκεια και όμως τα δικά μας να μην πουλιούνται και να παίρνουμε τα ξένα… αυτό είναι μεγάλο θέμα».
Ο ίδιος με τις τεράστιες εμπειρίες που διαθέτει θεωρεί ότι «το ζητούμενο είναι να αναγνωριστεί από το κράτος η σπουδαιότητα της γεωργίας. Διότι η οικονομική ανόρθωση της Ελλάδας μετά τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε από τη γεωργία. Και μέχρι και τη δεκαετία του ’60, το 60 με 80% του ΑΕΠ ήταν από τη γεωργία, η οποία γενικά είναι μια ελαφρά βιομηχανία. Για την Ελλάδα όμως, αυτή η ελαφρά βιομηχανία είναι βασικής σημασίας. Γιατί παράγει προϊόντα άμεσης κατανάλωσης, με ουσιαστική σημασία για τη θρέψη και την υγεία των ανθρώπων. Και από τη στιγμή που δεν έχουμε “βαριά” βιομηχανία, πρέπει να στηριζόμαστε στην εν λόγω “ελαφριά” βιομηχανία, μέχρι να αποκτήσουμε “βαριές” βιομηχανίες»…
Στο σημείο αυτό, ο Κωστής Παπαδάκης τονίζει πως «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γεωργία είναι ένας κλάδος που δίνει απασχόληση σε πάρα πολλούς άλλους τομείς: μεταφορές, βιοτεχνίες, εμπόριο κ.λπ. Και, ακόμα και στις μέρες μας, περίπου το 1/3 του συνόλου των εργατών της χώρας ασχολείται με τη γεωργία. Φανταστείτε τι ποσοστό εργασίας και τι μείωση της ανεργίας δίνει ο αγροτικός τομέας και πόσοι εργάτες δουλεύουν σε όλες τις φάσεις των αγροτικών προϊόντων…».
Ο πρώην διευθυντής Ηρακλείου της πρώην ΑΤΕ προτείνει παρακάτω: «Εκτός από τις επιδοτήσεις που έρχονται στη χώρα, θα πρέπει να δούμε επίσης ποιες καλλιέργειες έχουν μέλλον. Επίσης να γίνει οργάνωση του εμπορίου. Γιατί, όταν παράγουμε ένα προϊόν που δεν μπορούμε να το πουλήσουμε, τότε δεν κάνουμε τίποτα. Όταν έρχεται ο έμπορος και σου παίρνει το λάδι 2 ευρώ και μετά αυτό φτάνει να πουλιέται 40 ευρώ το λίτρο στη Γερμανία, τότε τι να πούμε… Και μιλάμε για ελαιόλαδο το οποίο πωλείται πανάκριβα, γιατί το παίρνουν σαν φάρμακο. Και στην Αμερική το παίρνουν πάνω από 30 ευρώ το κιλό, απ’ ό,τι λένε άνθρωποι που γνωρίζουν…».
Και προσθέτει στο σημείο αυτό ότι όλο το λάδι της Ελλάδας δε θα φτάνει για τον πληθυσμό της, εάν αναδειχθεί από το ίδιο το κράτος η πραγματική αξία του ελαιολάδου στην ανθρώπινη υγεία. «Είναι αμαρτία σκέτη να δίνεις 2 κιλά λάδι για να πιεις ένα καφεδάκι…».
Ο Κωστής Παπαδάκης λέει απευθυνόμενος στους αγρότες ότι «σε όλη την Ελλάδα, και στην Κρήτη ειδικότερα, όλος ο κόσμος ασχολείται με μονοκαλλιέργειες. Και αυτό έχει δύο μειονεκτήματα: Πρώτον, σε περίπτωση μιας πιθανής θεομηνίας, υπάρχει πλήρης οικονομική καταστροφή της γεωργικής εκμετάλλευσης. Και το δεύτερο είναι ότι, όταν παράγεις μόνο ένα προϊόν, αναγκάζεσαι και αγοράζεις όλα τα άλλα… Που σημαίνει ότι από το ένα προϊόν σπαταλάς ένα μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός σου για να αγοράσεις τα άλλα. Ενώ παλαιότερα καλλιεργούνταν όλα περίπου τα είδη. Και ο ίδιος ο αγρότης αγόραζε μόνο καφέ, ζάχαρη και μακαρόνια. Αλλά η Κρήτη ακόμα και σήμερα είναι πιο ευνοημένη από την υπόλοιπη Ελλάδα. Γιατί στην Κρήτη παράγουμε τα βασικότερα είδη διατροφής. Δηλαδή, παράγουμε λάδι. Και παράγουμε και κηπευτικά. Έχουμε και αμπέλια. Αλλά με το λάδι και τα κηπευτικά μπορείς να κάνεις σχεδόν πλήρη διατροφή. Σαν Κρήτη μπορούμε να καλυφθούμε από το πιθανό κλείσιμο των συνόρων, όχι όμως απόλυτα. Αλλά πέρα από την Κρήτη υπάρχει και η υπόλοιπη Ελλάδα».https://www.neakriti.gr/
Τα σχόλια είναι κλειστά.