Γερμανοί που έχουν αγαπήσει την Κρήτη μπορούν να την επιλέξουν και ως την τελευταία τους κατοικία
«Εδώ θέλω να μείνω για πάντα». Αυτή ήταν η πρώτη ενδόμυχη επιθυμία και σκέψη της Lydia Gastroph, όταν το 1976 αντίκρισε για πρώτη φορά την Παλαιοχώρα, στον νομό Χανίων. «Η έλξη ήταν αστραπιαία, εξ ου και έμεινα τα επόμενα δυόμισι χρόνια στο χωριό Ανύδρι», διηγείται στην «Κ» η κα. Lydia Gastroph, που μοιράζει πλέον τον χρόνο της μεταξύ Μονάχου και Παλαιοχώρας.
Η 66χρονη αγαπά τον ήλιο, τη θάλασσα, το φαγητό, τη μουσική και τους ανθρώπους στην Κρήτη, την οποία θεωρεί κατάλληλο τόπο για να απολαμβάνει κανείς τη ζωή αλλά και για να θρηνεί την απώλεια των αγαπημένων προσώπων.
Χάρη σε εκείνη, Γερμανοί που έχουν αγαπήσει την Κρήτη, έχουν ζήσει στο νησί ή απλώς θαυμάζουν τη φυσική του ομορφιά, μπορούν να την επιλέξουν και ως την τελευταία τους κατοικία.
«Το 2010 ίδρυσα στο Μόναχο ένα γραφείο τελετών, μέσω του οποίου μπορούσε η οικογένεια του εκάστοτε εκλιπόντα να διαμορφώσει την τελετή και την ταφή, προσαρμοσμένη στην προσωπικότητα και τις επιθυμίες του». Συγκεκριμένα, η κα. Gastroph, η οποία έχει σπουδάσει τέχνη του κοσμήματος και έχει ασχοληθεί επί δεκαετίες με τις καλές τέχνες, θέλησε να προσδώσει μια καλλιτεχνική πινελιά σε μια άχαρη και στενάχωρη διαδικασία. «Καλλιτέχνες, που γνωρίζουν πώς να σμιλεύουν την πέτρα, να δημιουργήσουν ανθοσυνθέσεις, να γράψουν πρωτότυπες μελωδίες, να εκφωνήσουν επικήδειους, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για έναν αποχαιρετισμό τόσο μοναδικό όσο και ο κάθε άνθρωπος που φεύγει».
Στην καθημερινή της, ωστόσο, επικοινωνία με πελάτες διαπίστωνε και τη δυσαρέσκεια πολλών Γερμανών σχετικά με την ισχύουσα νομοθεσία, την οποία κρίνουν ως αυστηρή και άκαμπτη. «Η τεφροδόχος πρέπει να τοποθετείται αποκλειστικά σε ειδικό χώρο στο νεκροταφείο, η τελετή δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 20 λεπτά», αναφέρει ενδεικτικά η ίδια.
Στην ερώτηση πού θα ήθελε να παραμείνει κάποτε η δική της στάχτη, η ίδια απαντά το αυτονόητο. «Στην Κρήτη». «Πίστεψα ότι το ίδιο θα επιθυμούν και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μου και με αυτό το σκεπτικό δημιούργησα σε έναν μικρό ελαιώνα έναν τόπο εναπόθεσης τεφροδόχων, όπου ταυτόχρονα υπάρχει χώρος για τελετές, όπως ο καθένας επιθυμεί αυτές να γίνουν».
Ανάλογοι χώροι, που απευθύνονται σε Γερμανούς, έχουν γίνει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης – όπως η Ολλανδία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Ελβετία… Απαξ και οι οικείοι επιλέξουν το «κοιμητήριο» στην Κρήτη, αγοράζουν έναν «τάφο». «Το πιστοποιητικό της αγοράς λειτουργεί τρόπον τινά ως ‘διαβατήριο’, ώστε η τεφροδόχος να βγει από τα σύνορα της Γερμανίας», εξηγεί η ίδια, «έκτοτε ισχύει η ελληνική νομοθεσία». Στον χώρο που έχει δημιουργήσει, οι συγγενείς μπορούν να επιλέξουν μια ελιά, κάτω από την οποία θα τοποθετηθεί η τεφροδόχος, με μια σμιλευμένη πλακέτα με το όνομα του εκλιπόντος, ένα κερί, λουλούδια… «Επίσης, υπάρχει χώρος για την τελετή, η οποία μπορεί να γίνει έτσι ακριβώς όπως θέλουν οι οικείοι».
Η ιδέα της έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την πολυπληθή γερμανική κοινότητα στην Κρήτη και όχι μόνο. «Οσοι ζουν στην Κρήτη έχουν δικαίωμα να ταφούν στο νεκροταφείο της ορθόδοξης εκκλησίας, όπου όμως γίνονται συμβατικοί ενταφιασμοί (σ.σ. δεν γίνονται δεκτοί τεφροδόχοι)» σημειώνει, «όμως οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, επιθυμούν την ταφή στη φύση».
Η τοπική κοινωνία, ωστόσο, παρατηρεί τη μετατροπή του ελαιώνα στον Μονοπλάτανο σε χώρο θρήνου και περισυλλογής με αμηχανία και επιφυλακτικότητα. «Λίγοι καταλαβαίνουν το πραγματικό νόημα», παρατηρεί με πικρία η κ. Gastroph. «Εγώ, ωστόσο, είμαι πεπεισμένη για την αξία του εγχειρήματος, έχω διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τη γαλήνη που νιώθουν οι οικείοι όταν ξέρουν ότι έγιναν όλα όπως εκείνος/η ήθελε», επισημαίνει. Μέσα από την καθημερινή της επαφή με τον θάνατο, η κ. Gastroph, έχει μοιραία συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και της απώλειας. «Η πρώτη κηδεία που πραγματοποίησα ήταν αυτή της αδελφής μου, που πέθανε στα 47», εξομολογείται.https://www.kathimerini.gr/