Δεν υπάρχει τομέας της οικονομίας που δεν θα επηρεαστεί από τον κορωνοΐό και τις επιπτώσεις του. Όμως το πλέον ευθύ και ολιστικό πλήγμα θα υποστεί ο τουρισμός. Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα μεγάλο πρόβλημα αν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα δεν εξαρτιόταν από αυτόν κατά 50%, γεγονός που δυνητικά τον καθιστά υπαρξιακή απειλή για το come back της ελληνικής οικονομίας. Ο τουρισμός είναι πλεονέκτημα που όμως μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα όταν δεν συνοδεύεται από εναλλακτικές σε επίπεδο παραγωγικής βάσης.
Εγχώριοι και διεθνείς φορείς ανάλυσης ανέκαθεν συμπεριλάμβαναν στις προβλέψεις τους για την Ελλάδα τα λεγόμενα καθοδικά ρίσκα λόγω των αβεβαιοτήτων στο εξωτερικό περιβάλλον. Με την επέλαση του COVID-19 η συγκεκριμένη παράμετρος, η οποία μέχρι πρότινος απλώς συνόδευε το κεντρικό αφήγημα της ανάκαμψης, βγαίνει πλέον στο προσκήνιο και θα αποτελεί το βαρόμετρο για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία.
Το αισιόδοξο σενάριο θέλει τον ιό να τίθεται υπό έλεγχο σε εύλογο χρονικό διάστημα και κατ’ επέκταση τον τουρισμό να ανακτά αξιοσημείωτο μέρος των απωλειών στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Το απαισιόδοξο σενάριο οδηγεί σε μια χαμένη ολόκληρη χρονιά για τη βαριά «βιομηχανία» της Ελλάδας. Και στα δύο σενάρια οι επιχειρήσεις που θα πληγούν θα χρειαστούν στήριξη από το κράτος, το οποίο οφείλει να δικαιολογήσει τον ρόλο του ως εξισορροπιστή της αγοράς σε ανώμαλες συνθήκες.
Κάποια στιγμή, ο κορωνοΐός θα τεθεί υπό έλεγχο. Υπάρχει όμως ένας «κρυφός» κίνδυνος που θα ήταν σε θέση να διευρύνει τη ζημιά επιδεινώνοντας περαιτέρω τουλάχιστον τη μεσοπρόθεσμη προοπτική του τουριστικού τομέα. Δεν είναι άλλος από τον φόβο που ενδέχεται να εδραιωθεί στη συνείδηση του μέσου πολίτη, δηλαδή του μέσου τουρίστα. Αν η ανασφάλεια για τις διασυνοριακές μετακινήσεις λειτουργήσει ως μια νέα παράμετρος την οποία θα συνυπολογίζει κανείς στις επιλογές του, τότε οι συνέπειες θα παραταθούν και πέραν του κύκλου που θα πραγματοποιήσει ο ιός αυτός καθ’ αυτόν. Τώρα είναι η ώρα της μάχης. Όμως όσο πιο νωρίς εντοπιστεί η πιο μακροπρόθεσμη απειλή, τόσο πιο αποτελεσματικά θα αντιμετωπιστεί.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σήμερα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί είχε μεγάλη σημασία η περίοδος που προηγήθηκε για την ελληνική οικονομία. Όταν η παγκόσμια και δη ευρωπαϊκή οικονομία ανέκαμπτε δυναμικά από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αποκομίζοντας οφέλη πριν ανακύψει η επόμενη κρίση, η Ελλάδα διέπραττε το ένα λάθος μετά το άλλο πειραματιζόμενη, γεγονός που της κόστισε σε χρόνο και χρήμα. Η ελληνική είναι μια οικονομία η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις, όντας έτσι εκτεθειμένη στα επακόλουθα ρίσκα. Όταν η παγκόσμια οικονομία πηγαίνει καλά, το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα, εκτός και αν η ίδια επιλέγει το αντίθετο. Αντιθέτως, σε φάσεις διεθνούς κρίσης, στην Ελλάδα αποκαλύπτονται πιο εμφατικά απ’ ό,τι σε άλλες χώρες οι διαρθρωτικές αδυναμίες της.
Αν τα χρόνια της διεθνούς σχετικής σταθερότητας, της φτηνής ενέργειας, της ανεξάντλητης ρευστότητας και του ανεμπόδιστου εμπορίου, η Ελλάδα είχε υλοποιήσει περισσότερες μεταρρυθμίσεις, είχε αυξήσει τις πηγές δημιουργίας πλούτου, είχε βελτιώσει τον δημόσιο τομέα της και είχε επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, θα ήταν πιο θωρακισμένη απ’ ό,τι είναι σήμερα.
Η τρέχουσα διεθνής κρίση πετυχαίνει την Ελλάδα ακριβώς στη φάση που ανέκαμπτε, εξ ου και η ψυχολογική της διάσταση την καθιστά ακόμη πιο βαριά για το ελληνικό σύστημα. Το στοίχημα τώρα είναι να γίνει η μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια προκειμένου η Ελλάδα να διατηρήσει στον βαθμό του εφικτού κάτι από το μομέντουμ στην οικονομία της. Η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δείχνει να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και η Ε.Ε. έχει δυνατότητες τις οποίες μένει να απελευθερώσει στο πεδίο.
Πάντως τα νέα δεδομένα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία εξαιτίας του κορωνοΐού συνιστούν τον ορισμό της υπενθύμισης ότι η Ελλάδα οφείλει να ασκεί μια πολυδιάστατη οικονομική πολιτική ώστε να διευρύνει τις επιλογές της και να διασπείρει τον κίνδυνο.
Τα σχόλια είναι κλειστά.