Κοροναϊός : Η αποφυγή του πανικού, η στατιστική και η σύνεση
Κοροναϊός : Η αντιμετώπιση μιας επιδημίας είναι μια σύνθετη διαδικασία που σε μεγάλο βαθμό διαχειρίζεται πιθανότητες, όχι βεβαιότητες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την ανάγκη σύνεσης και τήρησης κανόνων
Ένα editorial στο New England Journal of Medicine, ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά ιατρικά περιοδικά παγκοσμίως, συμπύκνωσε αυτό που αντιμετωπίζουμε: «Είμαστε σε αχαρτογράφητη περιοχή».
Και αυτό προφανώς όχι γιατί η ανθρωπότητα για πρώτη φορά αντιμετωπίζει επιδημίες. Για την ακρίβεια η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία επιδημιών και ο θάνατος από λοιμώδες νόσημα ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Μόνο στον 20ο αιώνα καταφέραμε κάπως να τροποποιήσουμε αυτή τη συνθήκη, για τις χώρες που πέρασαν το «επιδημιολογικό κατώφλι», κυρίως μέσα από τη βελτίωση των συνθηκών ζωής (καθαρό τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, κεντρική θέρμανση, σπίτια με αποχέτευση που δεν κατέληγε στην ύδρευση), τα αντιβιοτικά και τους μαζικούς εμβολιασμούς.
Ωστόσο, εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν έχουμε αντιμετωπίσει τέτοια μεγάλη επιδημία παγκοσμίως, στις νέες συνθήκες της αύξησης του πληθυσμού, της μεγάλης συγκέντρωσης ανθρώπων σε αστικά κέντρα και της πολύ μεγάλης αύξησης των αεροπορικών ταξιδιών και της παγκοσμιοποίησης. Άλλωστε, ακόμη και στο παρελθόν οι καραντίνες, τα λοιμοκαθαρτήρια και τα λοιπά μέτρα μάλλον δεν είχαν δείξει μεγάλη αποτελεσματικότητα, σε αντίθεση με άλλα μέτρα που αφορούσαν τη δημόσια υγεία. Για παράδειγμα, η καραντίνα σε ασθενείς με χολέρα, της οποίας είχαμε συχνά ξεσπάσματα στην Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα πολύ λίγο ωφελούσε όταν π.χ. τα λύματα από την αποχέτευση κατέληγαν στο δίκτυο ύδρευσης.
Ένας ιός που εκμεταλλεύεται την κοινωνικότητά μας
Και τα πράγματα, όπως ήδη γνωρίζουμε από την εποχική γρίπη (αλλά και τις πανδημίες γρίπης, τόσο την ιδιαίτερα θανατηφόρα του 1918 όσο και τις λιγότερο θανατηφόρες του 1957, του 1968 και του 2009) είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα στον έλεγχο μιας λοίμωξης που μεταδίδεται εύκολα σε συνθήκες κοινωνικού συγχρωτισμού και στην οποία τα βαριά περιστατικά είναι η κορυφή του παγόβουνου ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού ήπιων κρουσμάτων αλλά ακόμη και ασυμπτωματικών ασθενών.
Πανδημία ισπανικής γρίπης
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στις επιδημίες μετράει πάντα ο συνδυασμός ανάμεσα στη μεταδοτικότητα, τη νοσηρότητα και την θνησιμότητα. Και παρότι το Χόλυγουντ προτιμά περισσότερο τις πολύ εντυπωσιακές επιδημίες με ιούς-φονιάδες που πολύ γρήγορα οδηγούν στο θάνατο, η πραγματικότητα είναι ότι ένας ιός που σκοτώνει γρήγορα και μαζικά τους ξενιστές του, μάλλον θα δυσκολευτεί να κάνει πανδημία, σε αντίθεση μια λοίμωξη του αναπνευστικού όπου όσοι νοσήσουν σχετικά ήπια θα εξασφαλίσουν την εξαιρετικά μεγάλη διασπορά της.
Γιατί μας απασχολεί η νέα επιδημία
Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι βασικό: γιατί ασχολούμαστε με την επιδημία του κορονοϊού, μιας λοίμωξης που με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα που έχουμε μέχρι τώρα για την πλειοψηφία όσων νοσήσουν δεν θα είναι ιδιαίτερα βαριά;
Ο λόγος έχει να κάνει με το ότι είναι ένα νέος ιός, για τον οποίο δεν υπάρχει κάποια προηγούμενη ανοσία στον πληθυσμό (είτε μέσω προηγούμενης νόσησης είτε εμβολιασμού). Αυτό σημαίνει δυνητικά το ενδεχόμενο να νοσήσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Ακόμη και εάν κανείς δεχτεί ότι μια θνησιμότητα π.χ. 1% είναι σχετικά χαμηλή, αυτή αποκτά εντελώς διαφορετικές διαστάσεις εάν μιλάμε για το ενδεχόμενο να νοσήσει το 0,1% του πληθυσμού, το 1% ή το 10%.
Ο άλλος λόγος είναι ότι στη συγκεκριμένη λοίμωξη είναι ιδιαίτερα ευάλωτα συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού: οι ηλικιωμένοι, όσοι βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή (π.χ. καρκινοπαθείς) και όσοι έχουν επιβαρυμένη υγεία από άλλες νόσους. Εκεί ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος.
Ο τρίτος λόγος και με μια έννοια αυτός που μπορεί να γίνει πιο επιτακτικός είναι ότι η συγκεκριμένη λοίμωξη, σε ένα μικρό αλλά όχι ασήμαντο ποσοστό, απαιτεί νοσοκομειακή νοσηλεία ή και ΜΕΘ. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Επειδή, όπως μόλις είπαμε, ορισμένες κατηγορίες, τις οποίες κατεξοχήν συναντούμε σε νοσηλευτικές μονάδες, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, οι ασθενείς με Covid-19 που θα χρειαστεί να νοσηλευτούν θα πρέπει να είναι σε ειδικές συνθήκες απομόνωσης. Αυτό εκ των πραγμάτων γεννά μια μεγάλη πίεση στα νοσηλευτικά ιδρύματα. Την ίδια στιγμή το ενδεχόμενο ένας αριθμός αυτών να χρειαστεί και νοσηλεία σε ΜΕΘ, ο αριθμός των οποίων είναι πεπερασμένος και οι οποίες καλύπτουν τις ανάγκες ενός πλήθους βαριών περιστατικών, σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη πίεση και δυνητικά τον κίνδυνο κατάρρευσης του συστήματος υγείας.
Προφανώς και εάν το δούμε μακροσκοπιά υπάρχουν άλλες «επιδημίες» πολύ πιο επικίνδυνες. Το κάπνισμα ευθύνεται για πάρα πολλούς θανάτους, ενώ το ίδιο ισχύει για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την παχυσαρκία, τη συστηματική κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ και το κοινωνικοοικονομικό στρες, ενώ σε νεαρές ηλικίες μπορεί κανείς να προσθέσει και τα κάθε είδους ατυχήματα τα περισσότερα από τα οποία σχετιζόμενα με την επικίνδυνη οδήγηση ή την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Το ίδιο ισχύει για άλλα «ενδημικά» προβλήματα όπως η αλόγιστη κατανάλωση αντιβιοτικών και η συνακόλουθη έκρηξη των ανθεκτικών ενδονοσομιακών λοιμώξεων. Όμως, άμεσα και για να μην έχουμε τις αλυσιδωτές επιπτώσεις μιας κατάρρευσης του συστήματος υγείας χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα και τη νέα επιδημία.
Παλεύοντας με τη στατιστική
Λόγω της φύσης αυτής της λοίμωξης και του τρόπου μετάδοσης, που στην πραγματικότητα αφορά την ίδια την κοινωνική συναναστροφή και αλληλόδραση, από ένα σημείο και μετά απόλυτη «θωράκιση» δεν υπάρχει και εμφανίζεται διασπορά την κοινότητα.
Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη, αυτό που μένει είναι η διαχείριση των πιθανοτήτων και κυρίως το άπλωμα στο χρόνο της εμφάνισης των περιστατικών, ώστε να μην υπάρξουν απότομες κορυφώσεις που θα ήταν πέρα από τα όρια διαχείρισης του συστήματος υγείας.
Αυτό μας επιτρέπει να δούμε τη σημασία των μέτρων που προτείνονται. Προφανώς απόλυτη θωράκιση δεν υπάρχει, παρά μόνο εάν υποθέταμε ότι κυριολεκτικά μια ολόκληρη πόλη ή χώρα θα «πάγωνε» και δεν υπήρχε καμία δραστηριότητα. Βέβαια, τότε θα κατέρρεε και τα προβλήματα θα ήταν μεγαλύτερη. Ακόμη και σε μια περίπτωση ακύρωσης όλων σχεδόν των δραστηριοτήτων, όπως έγινε στη Γουχάν στην Κίνα, η μετάδοση τοπικά δεν σταμάτησε απλώς επιβραδύνθηκε. Μάλιστα, στην Κίνα φάνηκε ότι το πιο αποτελεσματικό μέτρο ήταν η ακύρωση ουσιαστικά του μεγαλύτερου μέρους των μετακινήσεων για τις διακοπές και ο ριζικός περιορισμός των κινήσεων από και προς την πληγείσα περιοχή, κάτι που περιόρισε τα κρούσματα εκτός του επικέντρου.
Ποια είναι τα βασικά μέτρα που μπορούμε να πάρουμε σε αυτό το πλαίσιο; Αυτά που επίμονα αναφέρουν οι ειδικοί: Καταρχάς καλή ατομική υγιεινή, ξεκινώντας από το σωστό πλύσιμο των χεριών και περνώντας στο να μάθουμε να φταρνιζόμαστε ή να βήχουμε με τρόπο που να μην συντελεί στη διασπορά, και αποφυγή του συγχρωτισμού στο βαθμό που αυτό μπορεί να είναι εφικτό.
Η ατομική υγιεινή είναι ένα μέτρο απλό, σαφές και ούτως ή άλλως χρήσιμο. Το ίδιο ισχύει και για την επίδειξη μιας σχετική ευθύνης όταν έχουμε συμπτώματα κρυολογήματος. Ούτως ή άλλως και εδώ καλό είναι να ακολουθούμε ορθές πρακτικές, όχι μόνο στη διάρκεια μιας επιδημίας. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που σε εμάς είναι ένα απλό κρυολόγημα, σε έναν συνάνθρωπό μας με σοβαρότερα προβλήματα υγείας μπορεί να έχει επιπλοκές. Προφανώς επειδή είναι εύκολο να κολλήσουμε π.χ. ένα κρυολόγημα ακόμη και εάν είμαστε προσεκτικοί μπορεί να κολλήσουμε, όμως θα έχουμε περιορίσει τη συχνότητα, άρα θα έχουμε συμβάλει στο βασικό στόχο, ως προς τη συγκεκριμένη επιδημία, που είναι να πετύχουμε μια πιο ομαλή κατανομή περιστατικών στο χρόνο.
Από εκεί και πέρα, τα μέτρα αποφυγής συγχρωτισμού προφανώς ποτέ δεν μπορούν να είναι απόλυτα, γιατί δεν μπορεί να σταματήσει κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Αυτό, όμως, δεν μειώνει τη σημασία του να ληφθούν σχετικά μέτρα, στο βαθμό που και αυτά μειώνουν τη συχνότητα και κάνουν πιο ομαλή την πορεία προς την κορύφωση της επιδημίας.
Η αναγκαστική ιεράρχηση των μέτρων
Αυτό επίσης μπορεί να εξηγήσει την ιεράρχηση των μέτρων. Το κλείσιμο των σχολείων και των πανεπιστημίων επιλέγεται γιατί είναι, στην πραγματικότητα, μια διαδικασία χαμηλού κόστους. Η απώλεια μερικών εβδομάδων μαθημάτων δεν είναι καταστροφική και υπάρχουν και δυνατότητες αναπλήρωσης την ώρα που θα είναι σημαντικό όφελος από τον περιορισμό του ρυθμού εξάπλωσης σε μια κατηγορία που δεν θα νοσήσει πολύ αλλά θα μπορεί να τη μεταδώσει στο οικογενειακό περιβάλλον. Το ίδιο ισχύει και για άλλες αναστολές συναθροίσεων, όπως τα καρναβάλια, ή το προσωρινό κλείσιμο άλλων αντίστοιχων χώρων. Αποσκοπούν στο να περιορίσουν την εξάπλωση, ακόμη και εάν προφανώς δεν αποτελούν «θωράκιση».
Σε αυτό το πλαίσιο είναι που έχει προκύψει και το ερώτημα για τις θρησκευτικές συναθροίσεις. Παρότι έχουμε επικεντρώσει στη συζήτηση για τη Θεία Κοινωνία, το πρόβλημα είναι και εδώ και το γεγονός της μαζικής συνάθροισης σε έναν κλειστό χώρο που μπορεί να διευκολύνει τη μετάδοση, όπως άλλωστε στο έχουμε διαπιστώσει.
Υπάρχει το ερώτημα γιατί δεν γίνεται το ίδιο και για χώρους δουλειάς. Εδώ το ζήτημα έχει να κάνει με το εάν μπορούν να «παγώσουν» κάποιες δραστηριότητες. Ωστόσο, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι πάλι στο πλαίσιο της καθυστέρησης της εξάπλωσης μπορεί κανείς να υποθέσει το ενδεχόμενο διακοπής ή περιορισμού κάποιων δραστηριοτήτων ή την αξιοποίηση, όπου είναι εφικτό, δραστηριοτήτων όπως η τηλεργασία.
Ωστόσο, εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία και η παρέμβαση του κράτους, τόσο ως προς την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων ως προς ενδεχόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας ή απώλειας ημερομισθίων, όσο και προς παρεμβάσεις που να αντισταθμίζουν τις ζημιές που θα υποστούν κλάδοι.
Η αναγκαία ευθύνη
Μια επιδημία είναι και μια ώρα ευθύνης. Αυτό αφορά τους οργανωμένους θεσμούς, αφορά και τον καθένα μας. Η διαβεβαίωση ότι για τους περισσότερους που θα νοσήσουν δεν είναι κάτι σοβαρό δεν αναιρεί τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν άλλοι, πιο ευάλωτοι. Οι προσαρμογές στη συμπεριφορά μας, πάντα στα μέτρα του εφικτού και με το σκεπτικό ότι δεν επιδιώκουμε την απόλυτη προστασία αλλά τον περιορισμό των επιπτώσεων, συνιστούν ακριβώς τη δική μας συμβολή στο να αντιμετωπίσουμε συλλογικά αυτή την πρόκληση. Χωρίς πανικό αλλά και χωρίς ανευθυνότητα.
Από εκεί και πέρας ας μην ξεχνάμε κάτι άλλο που πάντα υπογραμμίζουν οι ειδικοί. Το πώς αντιδρά ένας πληθυσμός σε μια απειλή έχει να κάνει και με τις συνθήκες στις οποίες ζει. Κοινωνίες με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, καλύτερη διατροφή, ανθρώπους λιγότερο εξαντλημένους, καλύτερο περιβάλλον, μικρότερο κοινωνικοικονομικό στρες (που σημαίνει και μικρότερη ανισότητα και λιγότερη επισφάλεια) και φυσικά καλύτερα και πιο προσβάσιμα δημόσια συστήματα υγείας θα αντιμετωπίσουν καλύτερα την όποια απειλή για την υγεία.
Και αυτό σημαίνει ότι καλό είναι να θυμόμαστε ότι πολιτικές λιτότητας που αντιμετωπίζουν τα συστήματα υγείας μόνο υπό το πρίσμα του δημοσιονομικού κόστους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και ως επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία.
Τα σχόλια είναι κλειστά.