Η εφίδρωση είναι ένας από τους κύριους μηχανισμούς με τους οποίους ρυθμίζει το σώμα την εσωτερική θερμοκρασία του. Όπως εξηγεί ο δρ Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία-Δερματοχειρουργική), ο ιδρώτας παράγεται από τα περίπου 4 εκατομμύρια ιδρωτοποιούς αδένες που υπάρχουν στο δέρμα.
«Ο ιδρώτας είναι ένα υγρό που αποτελείται κατά 99% από νερό. Το υπόλοιπο είναι ηλεκτρολύτες (κάλιο, νάτριο), λιπαρά οξέα, ουρία και γαλακτικό οξύ», λέει. «Πολλές από αυτές τις ουσίες αναλύονται στο αίμα για να αξιολογηθεί η ενυδάτωση του οργανισμού, αλλά και να διαγνωστούν διάφορες ασθένειες. Ο ρόλος του ιδρώτα είναι να συμβάλλει στην αποβολή θερμότητας από το σώμα και στο δρόσισμα του οργανισμού, γεγονός που επιτυγχάνεται και με την εξάτμισή του».
Ένας ενήλικας που διάγει καθιστική ζωή, χάνει καθημερινά σχεδόν 450 ml νερού, μέσω της αφανούς εφίδρωσης (π.χ. μέσω της αναπνοής του). Ένας άνθρωπος που γυμνάζεται σε θερμό, ξηρό περιβάλλον μπορεί να παράγει μέχρι και 1,2 λίτρα ιδρώτα την ώρα! Σε όσους κάνουν καθιστική ζωή, η συνολική απώλεια νερού από τον οργανισμό (π.χ. αναπνοή, εφίδρωση, κενώσεις, ούρηση κ.λπ.) μπορεί να φτάσει τα 2-3 λίτρα ημερησίως. Η ποσότητα αυτή αυξάνεται σημαντικά όταν κάνει ζέστη και όταν κάποιος γυμνάζεται.
Οι ποσότητες αυτές πρέπει να αναπληρώνονται αμέσως. Το σώμα αποτελείται σε ποσοστό 75% από νερό και η απώλεια έστω και του 1% από αυτό οδηγεί στην αφυδάτωση, η οποία εμποδίζει τη διατήρηση σε φυσιολογικά επίπεδα της εσωτερικής θερμοκρασίας του.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι συνήθως αρχίζουν να ιδρώνουν όταν η εσωτερική θερμοκρασία του σώματος αυξηθεί πάνω από τους φυσιολογικούς 37 βαθμούς Κελσίου», λέει ο κ. Μιχελάκης. «Την αντίδραση αυτή ρυθμίζει μια περιοχή του εγκεφάλου που λέγεται υποθάλαμος, βάσει και των ερεθισμάτων που λαμβάνει από το δέρμα. Η μειωμένη παραγωγή ιδρώτα (υποϊδρωσία) ή η πλήρης απουσία του (ανιδρωσία) μπορεί να είναι ανησυχητική, ειδικά όταν δεν περιορίζεται σε κάποιο σημείο του σώματος αλλά είναι γενικευμένη. Πιο επικίνδυνη μπορεί να αποδειχθεί η γενικευμένη σοβαρή υποϊδρωσία και φυσικά η ανιδρωσία, η οποία είναι η πιο σπάνια και ακραία μορφή υποϊδρωσίας».
Οι πιθανές αιτίες
Ανεξάρτητα από τη σοβαρότητά της, η υποϊδρωσία μπορεί να είναι κληρονομική (ο ασθενής γεννιέται με αυτήν) ή επίκτητη (αναπτύσσεται στη διάρκεια της ζωής). Μερικές φορές είναι αγνώστου αιτιολογίας οπότε αποκαλείται «ιδιοπαθής».
Στις πιθανές επίκτητες αιτίες της υποϊδρωσίας συμπεριλαμβάνονται διαταραχές που προσβάλλουν απευθείας το δέρμα και τους ιδρωτοποιούς αδένες, ασθένειες του συνδετικού ιστού, λήψη ορισμένων φαρμάκων, καθώς και παθήσεις του κεντρικού ή του περιφερειακού νευρικού συστήματος που επηρεάζουν την επικοινωνία του εγκεφάλου με τους ιδρωτοποιούς αδένες.
Ενδεικτικά, μερικές από τις παθήσεις και τις διαταραχές που μπορεί να οδηγήσουν σε επίκτητη υποϊδρωσία είναι τα εγκαύματα, η ψωρίαση, οι δερματικές βλάβες λόγω ακτινοβολίας, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σκληρόδερμα, η πολλαπλή σκλήρυνση, η νόσος Πάρκινσον, το εγκεφαλικό επεισόδιο, το σύνδρομο Guillain-Barre και η διαβητική περιφερειακή νευροπάθεια.
Παραδείγματα κληρονομικών παθήσεων που προκαλούν υποϊδρωσία είναι η νόσος Fabry (είναι μία ασθένεια που επηρεάζει τους ιδρωτοποιούς αδένες και τον μεταβολισμό) και η εκ γενετής έλλειψη ιδρωτοποιών αδένων.
Στα φάρμακα που μπορεί να οδηγήσουν σε επίκτητη, δευτεροπαθή υποϊδρωσία συμπεριλαμβάνονται ορισμένα αντιχολινεργικά, αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά, μυοχαλαρωτικά και πολλά άλλα.
Υπάρχουν βέβαια και αιτίες που δεν ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες (όπως μερικές μορφές καρκίνου του πνεύμονα), αλλά επίσης διαταράσσουν την παραγωγή του ιδρώτα.
Οι κίνδυνοι
Η ακριβής συχνότητα της υποϊδρωσίας και της ανιδρωσίας δεν είναι γνωστή, ίσως γιατί όσοι έχουν ήπια υποϊδρωσία δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από αυτήν ή δεν την θεωρούν πρόβλημα ώστε να την αναφέρουν στο γιατρό τους.
Ωστόσο, η μειωμένη παραγωγή ιδρώτα ανοίγει το δρόμο σε σοβαρές επιπλοκές, όπως η θερμική εξάντληση (ή εξάντληση από τη ζέστη) και η θερμοπληξία. Στους ανθρώπους που παθαίνουν τέτοιου είδους επιπλοκές, η συχνότητα της υποϊδρωσίας είναι σημαντική. Το 2016, λ.χ., δημοσιεύθηκε μελέτη σε στρατιώτες της Σιγκαπούρης που έδειξε πως το 31% όσων εκδήλωσαν επιπλοκές στη ζέστη, έπασχαν από υποϊδρωσία.
Στην πραγματικότητα, οι επιπλοκές της ζέστης είναι συχνά αυτές που οδηγούν στη διάγνωση της υποϊδρωσίας. Γι’ αυτό και όσοι γενικά δεν ιδρώνουν πολύ, πρέπει να έχουν το νου τους για ορισμένα ύποπτα συμπτώματα.
«Όταν ένας άνθρωπος αρχίσει να καταβάλλεται από τη ζέστη μπορεί να εκδηλώσει συμπτώματα όπως αίσθημα θερμότητας ή υπερθέρμανσης, δυσανεξία στη ζέστη, ζάλη, κοκκίνισμα στο πρόσωπο, αδυναμία, ναυτία, “φτερουγίσματα” της καρδιάς και πόνο σαν βελονιές στα άκρα», λέει ο κ. Μιχελάκης.
Μπορεί επίσης να παρουσιάσει μυϊκές κράμπες (στα χέρια, τα πόδια, την κοιλιά, την πλάτη) που μπορεί να διαρκούν για σημαντικά χρονικά διαστήματα, καθώς και δερματικά εξανθήματα που μοιάζουν με σπυράκια. Τα εξανθήματα αυτά παρατηρούνται κυρίως στις πτυχές του δέρματος (στον αυχένα, τους αγκώνες, τη βουβωνική χώρα).
«Οι κράμπες και τα εξανθήματα μπορεί να είναι οι πρώτες ενδείξεις ότι έχουν αρχίσει οι επιπλοκές από την αδυναμία ρύθμισης της σωματικής θερμοκρασίας», προειδοποιεί ο κ. Μιχελάκης. «Εάν δεν δροσιστεί γρήγορα ο ασθενής σε αυτό το στάδιο, μπορεί να εκδηλώσει εξάντληση από τη ζέστη. Κατ’ αυτήν, το δέρμα είναι κρύο στο άγγιγμα, ωχρό και “κολλώδες”. Ο πάσχων μπορεί να έχει ταυτοχρόνως μυϊκές κράμπες, να ζαλίζεται και να νιώθει ναυτία».
Αν ούτε σε αυτό το στάδιο δροσιστεί ο ασθενής, υπάρχει κίνδυνος θερμοπληξίας. Η θερμοπληξία είναι επείγον περιστατικό. Χαρακτηρίζεται από πυρετό (πάνω από 39 βαθμούς Κελσίου), καυτό και κόκκινο δέρμα, ταχυπαλμία και πονοκέφαλο. Υπάρχει κίνδυνος ο ασθενής να χάσει τις αισθήσεις του και να πέσει σε κώμα.
«Η αντιμετώπιση της υποϊδρωσίας συνίσταται στη μείωση του κινδύνου για επιπλοκές και στην αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας της, όταν αυτό είναι εφικτό. Πολύ σημαντικό είναι όμως να ενημερώνονται οι πάσχοντες για τα συμπτώματα που είναι ύποπτα για θερμική εξάντληση ή θερμοπληξία, ώστε να μετακινούνται εγκαίρως σε δροσερό χώρο και να λαμβάνουν μέτρα για να δροσίσουν το σώμα τους», καταλήγει ο κ. Μιχελάκης.