Συγκλονίζει η Καίτη Ντάλη, η ιέρεια των ζεϊμπέκικων, με όσα εξομολογείται στην «Espresso», περίπου εφτά χρόνια μετά την απόφασή της να αποσυρθεί από τα φώτα της δημοσιότητας.
Η μούσα του Σταύρου Ξαρχάκου, που δεν κατάφερε να κάνει την τεράστια καριέρα που θα άρμοζε στη φωνή της και την ερμηνευτική δεινότητά της -τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα-, μιλά πρώτη φορά για το άγριο ξύλο που έτρωγε από τον σύζυγό της, για τη συνεργασία της με τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη, που, όπως λέει, είναι ο μοναδικός που της φέρθηκε σαν οικογένεια, για τον έρωτα που ενέπνευσε στον Ομάρ Σαρίφ, αλλά και για τη Σωτηρία Μπέλλου, που την πολέμησε καλλιτεχνικά. Είναι η πρώτη γυναίκα που φόρεσε κοστούμι στην πίστα, μια και έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική, ενώ είναι εκείνη που πρώτη τραγούδησε τα ρεμπέτικα σε μπλουζ μουσική!
«Κοιτούσαν το κορμί μου»
Οταν το 2012 πήρε τη σκληρή απόφαση να μην ξανατραγουδήσει, ήξερε πως ο δρόμος της απομόνωσης που τραβούσε θα της κόστιζε και ψυχολογικά, αλλά και σε χρήμα, μια και λεφτά -όπως λέει- δεν απέκτησε.
«Ολοι κοιτούσαν το κορμί μου και όχι τη φωνή μου. Ο μόνος που μου φέρθηκε σαν οικογένεια και τον λατρεύω είναι ο Ξαρχάκος. Υποκλίνομαι» μας λέει και αρχίζει μια αφήγηση βγαλμένη από άλλες, σκληρές εποχές.
«Αποφάσισα να φύγω απ’ αυτό το επάγγελμα γιατί, αγάπη μου, κουράστηκα τόσα χρόνια να δουλεύω και να μη με πληρώνουν. Στην Ελλάδα κανένα μαγαζί δεν πληρώνει. Αν ανοίξω το στόμα μου, θα γίνει της κακομοίρας.
Σε θέλουν να τραγουδάς τζάμπα και να τα παίρνουν οι ιδιοκτήτες. Αυτός είναι και ο λόγος που σταμάτησα οριστικά το τραγούδι» σημειώνει εκνευρισμένη.
Γυναίκα μποέμισσα, γεύτηκε τη ζωή με πάθος. Δεν δείλιασε ποτέ και δεν ενέδωσε σε απειλές και σε νταβατζιλίκια. Ωστόσο, μία από τις καλύτερες στιγμές της ήταν στο θρυλικό στέκι της, στην πλατεία Βικτωρίας, περίπου πριν από μία δεκαετία. Εκεί που κάθε βράδυ γινόταν λαϊκό προσκύνημα για να ακούσουν τη μεγάλη Καίτη Ντάλη.
«Και που γινόταν χαμός, τι έγινε; Τα μαγαζιά δεν πληρώνανε και δεν πληρώνουν. Εμένα δεν με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Εγώ αποφάσισα ότι έπρεπε να φύγω και έφυγα με το κεφάλι ψηλά. Τώρα μου ζητάνε να επιστρέψω. Οταν έλεγα σε όλους αυτούς “ελάτε στο μαγαζί να με δείτε, να με στηρίξετε”, δεν έρχονταν. Τώρα ξανασκέφτηκαν την Καίτη Ντάλη; Οχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω» λέει με πικρία.
Γεννήθηκε στη Φωκίωνος Νέγρη. Οι γονείς της πάντα, όσο θυμάται τη ζωή της, την απέτρεπαν να γίνει τραγουδίστρια. «“Δεν θα σε κάνουμε πουτάνα” μου έλεγε ο πατέρας μου και έτσι αποφάσισα να φύγω για την Αμερική, μετανάστρια. Εκεί πρωτοδούλεψα στη λάντζα. Μετά με ανακάλυψε ο Τάκης Μπίνης. Μέγας ρεμπέτης! Μαζί του έφαγα γλυκό ψωμί. Εμεινα πολλά χρόνια στην Αμερική.
Πολλή χαρτούρα. Και τώρα που το σκέφτομαι, πέρασα καλύτερα απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι εκεί ήταν πιο αγνοί. Εδώ, στο καλλιτεχνικό στερέωμα όλοι είναι απατεώνες.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: όταν ήμουν στα φόρτε μου, μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια έδωσε στην τότε δισκογραφική μου εταιρία 20.000.000 δραχμές για να με σβήσουν από προσώπου γης.
Η πρώτη μου δουλειά εδώ ήταν με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Πρώτα ονόματα ήμασταν και οι δύο» θυμάται, ξεφυλλίζοντας νοσταλγικά το άλμπουμ των αναμνήσεων.
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, πριν από πολλά χρόνια, είχε πει ότι στα κέντρα όπου τραγουδούσε οι δεσμίδες με τα εκατομμύρια πηγαινοέρχονταν για πάρτη της.
«Εγώ πάντως δεν απέκτησα χρήματα. Τίποτα. Δούλεψα με θηρία. Με τον Τσιτσάνη, τον Ζαμπέτα, τον Γαβαλά, τον Διονυσίου. Με έπαιρναν μαζί τους, γιατί τους έφερνα κόσμο και χαρτούρα. Στον Τσιτσάνη άρεσε η φωνή μου. Με τον Ζαμπέτα ήμουν φίλη. Ομως εγώ δέχτηκα πόλεμο από ανθρώπους που ήταν πίσω από όλα αυτά τα ιερά τέρατα. Μου έβαζαν συνεχώς τρικλοποδιές. Τι να εξιστορήσω και τι να αφήσω» λέει με πικρία στη φωνή.
Διαβάστε περισσότερα στην … Espresso