Την σύμβαση για την ενεργειακή αναβάθμιση του κτηρίου της Λότζια υπέγραψε το πρωί της Δευτέρας 7 Νοεμβρίου στο γραφείο του, ο Δήμαρχος Ηρακλείου Βασίλης Λαμπρινός, παρουσία του Αντιδημάρχου Τεχνικών Έργων Γιάννη Αναστασάκη και εκπροσώπου της αναδόχου εταιρείας.
Η σύμβαση εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Σύνθεσης Ενεργειακών Συστημάτων του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, στο πλαίσιο της πράξης «ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΩ – Ενεργειακή αναβάθμιση των ιστορικών κτηρίων του Προεδρικού Μεγάρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Λότζια – Δημαρχείου Ηρακλείου», που υλοποιείται μέσω του προγράμματος Συνεργασίας «INTERREG V-A Ελλάδα-Κύπρος 2014-2020» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΤΠΑ) και από Εθνικούς Πόρους της Ελλάδας και της Κύπρου.
Όπως δήλωσε ο Δήμαρχος σχετικά: «Το ενεργειακό έχει εξελιχθεί το τελευταίο διάστημα σε μείζον πρόβλημα παγκοσμίως. Για εμάς βέβαια εδώ και καιρό η εξοικονόμηση ενέργειας και η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του Δήμου Ηρακλείου, αποτελεί βασική προτεραιότητα της πολιτικής μας. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουμε προγραμματίσει ή υλοποιούμε μια σειρά από δράσεις και έργα ενώ τώρα μπαίνει σε τροχιά υλοποίησης και η ενεργειακή αναβάθμιση της Λότζια».
Με βάση την μελέτη, με στόχο αρχικά, τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στο κτήριο της Λότζια, οι προτεινόμενες παρεμβάσεις αποσκοπούν:
• στον περιορισμό των φορτίων θέρμανσης και ψύξης των εσωτερικών χώρων του κτηρίου, μέσω της εισαγωγής παθητικών συστημάτων (θερμομόνωση, στοιχεία βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, βιοκλιματικές παρεμβάσεις περιβάλλοντος χώρου), λαμβάνοντας υπόψη τον αρχαιολογικό χαρακτήρα του κτηρίου
• στην αναβάθμιση των υφιστάμενων ενεργητικών συστημάτων κλιματισμού με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη των φορτίων κλιματισμού
• στη βελτίωση του συντελεστή ισχύος των επαγωγικών καταναλώσεων του κτηρίου, μέσω εγκατάστασης διάταξης αντιστάθμισης άεργου ισχύος
• στον περιορισμό των φορτίων φωτισμού του κτηρίου μέσω της εγκατάστασης λαμπτήρων και προβολέων χαμηλής κατανάλωσης ισχύος και συστήματος αυτοματισμού λειτουργίας
• στην εγκατάσταση κεντρικού συστήματος διαχείρισης των φορτίων κλιματισμού και φωτισμού του κτηρίου
• στην εγκατάσταση ενεργητικών συστημάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε.
Ιστορικά στοιχεία του κτηρίου
Η Ενετική Λέσχη των ευγενών – Loggia αποτελεί για την πόλη του Ηρακλείου το χαρακτηριστικό κτήριο σύμβολο της Ενετοκρατίας. Οι Ενετοί σε κάθε πόλη της επικράτειάς τους έκτιζαν ανάλογα μεγαλοπρεπή κτίσματα. Την εποχή εκείνη, τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη χρειάζονταν ένα δημόσιο οικοδόμημα για να συνέρχονται σε αυτό οι ευγενείς, οι άρχοντες, οι φεουδάρχες, να συσκέπτονται και να αποφασίζουν για διάφορα ζητήματα που αφορούσαν στην πολιτεία, στην οικονομική και στην εμπορική ζωή του τόπου αλλά και τους ίδιους, για να περνούν τις ελεύθερες ώρες τους. Ήταν είδος Επιμελητηρίου και Λέσχης με τη σημερινή έννοια.
Η πρώτη Λέσχη των ευγενών (και όχι Loggia που σημαίνει αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής στοά) στο Χάνδακα χτίστηκε περίπου στα μέσα του 13ου αιώνα, δηλαδή στις αρχές της εγκατάστασης των Ενετών στην Κρήτη. Στη σημερινή μορφή της είναι η τέταρτη κατά σειρά και τελευταία λέσχη τύπου Loggia, κτισμένη σε επαφή με το δυτικό τοίχο της Armeria. Ανοικοδομήθηκε επί Γενικού Προβλεπτή Fr. Morozini στο διάστημα 1626-1628.
Είναι χωρίς αμφιβολία το πιο διακεκριμένο μεταξύ των ενετικών μνημείων της Κρήτης (G.Gerola, Monumenti Veneti nel isola di Creta, vol. III.) Ο ρυθμός της Loggia ακολουθεί τις επιταγές του λεγόμενου Παλλαδιανού ρυθμού που ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στην Ευρώπη της Αναγέννησης.(βλ. Basilica Palladiana του Andrea Palladio). Τα περιστύλια με τους επάλληλους κίονες, η χρησιμοποίηση του δωρικού ρυθμού στο ισόγειο και του Ιωνικού στον όροφο είναι χαρακτηριστικά δείγματα του ρυθμού αυτού. Στο ισόγειο η κύρια όψη χαρακτηρίζεται από έξι δωρικούς αρράβδωτους ημικίονες και δύο παραστάδες επίσης Δωρικού ρυθμού. Στον όροφο ο ρυθμός είναι ιωνικός με οκτώ ραβδωτούς ημικίονες αντίστοιχους των κάτω. Τα τόξα μεταξύ των κιόνων, κάτω είναι ανοιχτά. Η δυτική πλευρά είχε εφτά τόξα. Όλο το οικοδόμημα στηριζόταν σε ελαφρώς επικλινές βάθρο.
H Armeria (οπλοθήκη), μολονότι εξυπηρετούσε διαφορετικό σκοπό από τη Loggia, εν τούτοις αποτελούσαν ενιαίο οικοδόμημα.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, το Σεπτέμβριο του 1669, η ενετική λέσχη έπαψε να εκπληρώνει τον αρχικό προορισμό της. Οι Τούρκοι την χρησιμοποίησαν για να στεγάσουν την ανώτερη Οικονομική Υπηρεσία της Κρήτης του Δεφτερντάρ, που είχε σε χρήση και τη συνεχόμενη Armeria, κυρίως ως αποθήκη κυριευμένων όπλων, γνωστή και ως «Τσεπχανές». Εκεί στεγάστηκε ο Γραμματικός της Πόρτας. Κατά το διάστημα της Τουρκοκρατίας το κτήριο υπέστη σοβαρές βλάβες και λόγω της παρέλευσης του χρόνου, αλλά και από τους πολλούς και συχνούς σεισμούς.
Μετά το 1898 και την απελευθέρωση της Κρήτης αποφασίζεται η αναστήλωση του κτηρίου. Εκείνη την εποχή, χάρις στις προσπάθειες των Ιωσήφ Χατζηδάκη, Στέφανου Ξανθουδίδη, του Άγγλου Αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς και του Ιταλού Άλμπερ, ήλθε στο φως ο Μινωικός Πολιτισμός. Έτσι, αποφασίστηκε η στέγαση του πολύτιμου αρχαιολογικού θησαυρού των Μινωιτών στην Loggia.
Το 1900 εκτίθεται σε μειοδοτική δημοπρασία η μεταρρύθμιση του μνημείου σε Αρχαιολογικό Μουσείο, βάσει των σχεδίων του μηχανικού δημοσίων έργων Ν. Σαλίβερου. Αφού δαπανήθηκαν πολλά χρήματα κατά τις εργασίες μεταρρύθμισης, διαπιστώθηκε ότι το οικοδόμημα δεν είχε την απαιτούμενη στερεότητα και αντοχή. Κατά συνέπεια, εγκατέλειψαν το μνημείο περιβλημένο με ικριώματα.
Τα έτη 1900 – 1902 βρισκόταν στην Κρήτη ο G. Gerola ως απεσταλμένος του R. Istituto Veneto delle Scienze, lettere ed arti, με αποκλειστικό σκοπό τη μελέτη και καταγραφή των ενετικών μνημείων της Κρήτης. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη Loggia και αφού συνέλεξε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, τα απέστειλε στον Ιταλό αρχιτέκτονα Federico Berchet για να εκπονήσει το σχέδιο αναστήλωσής της. Ο Berchet παρουσίασε το σχέδιό του στον Πρίγκιπα Γεώργιο, Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης. Το σχέδιο δεν προχώρησε σε εφαρμογή λόγω δριμύτατης αντίδρασης για τη σκοπιμότητα ή μη της διατήρησης του μνημείου.
Το Σεπτέμβριο του 1904, με την πρόφαση ότι ο όροφος ήταν επικινδύνως ετοιμόρροπος, άρχισε η κατεδάφισή του. Τότε γκρεμίστηκαν τα αρχιτεκτονικά μέλη του ορόφου στο δρόμο, ακρωτηριάστηκαν τα εξέχοντα τμήματα του ισογείου και καταθρυμματίστηκαν, αντί να αφαιρούνται με προσοχή, να αριθμούνται και να φυλάσσονται, όπως αναφέρει ο Ξανθουδίδης που υπήρξε και αυτόπτης μάρτυρας στα «Παναθήναια» της 15ης Δεκεμβρίου 1904.
Σε αυτή την κατάσταση βρισκόταν το μνημείο της Loggia όταν σκέφτηκαν να την χρησιμοποιήσουν ως Δημαρχείο της πόλης. Στις 5 Οκτωβρίου 1905, ο ‘Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, εξέδωσε το 788 Διάταγμα «περί παραχωρήσεως της Loggia στο Δήμο Ηρακλείου για να οικοδομήσει Δημαρχιακό κατάστημα».
Το Μάιο του 1914, ήλθε στο Ηράκλειο, μαζί με τον G. Gerola, ο αρχιτέκτονας M. Ongarο, που εκπόνησε τα γενικά σχέδια αναστήλωσης της ‘’LOGGIA”. Στις 21 Ιανουαρίου 1915 τέθηκε επίσημα ο θεμέλιος λίθος για την αναστήλωση του ιστορικού μνημείου, από τον Γενικό Διοικητή Κρήτης Λουκά Κανακάρη Ρούφο και με την παρουσία του Γενικού Πρόξενου της Ιταλίας Bart. Godolini και του τότε Δημάρχου Ηρακλείου Στυλιανού Γεωργίου. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε δυσκολίες στην προμήθεια των αναγκαίων οικοδομικών υλικών, σίδερου, τσιμέντου κλπ. Έτσι, το έργο διακόπηκε στις αρχές Οκτωβρίου 1915.
Το Δημοτικό Συμβούλιο, σε συνεδρίασή του της 9ης Μαΐου 1916, μετά από διαβήματα της Ιταλικής Κυβέρνησης αποφάσισε τη συνέχιση των εργασιών μέχρι την αποπεράτωση του ισογείου σύμφωνα με τις υποδείξεις του μηχανικού M. Ongarο. Εν τούτοις, το έργο διακόπηκε οριστικά.
Το 1917, ο Ιωάννης Βογιατζάκης, Δήμαρχος Ηρακλείου, ενεργώντας σύμφωνα με Αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, υπέγραψε σύμβαση με τον αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης Ι. Τσιριμώκο, σύμφωνα με την οποία η Κυβέρνηση θα αναλάμβανε την υποχρέωση να συνεχίσει τις εργασίες ανοικοδόμησης της Loggia με βάση τα σχέδια του M. Ongarο, και να παραδώσει το οικοδόμημα στο Δήμο κατά κυριότητα.
Ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν επέτρεψαν τη συνέχιση των εργασιών. Η Loggia χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη ασβέστη και άλλων υλικών. Η Armeria φιλοξένησε πολλούς πρόσφυγες το 1922.
Το 1931 συντάχθηκε μελέτη από το μηχανικό του Δήμου Αλ. Τσαντηράκη, βάσει των σχεδίων του M. Ongarο, για την ανοικοδόμηση τμήματος της Ενετικής Λέσχης.
To Μάρτιο του 1932 προκηρύχθηκε από το Δήμο δημοπρασία για την ανοικοδόμηση της Armeria σύμφωνα με τη μελέτη και τα σχέδια που είχαν συνταχθεί από τον Αλ. Τσαντηράκη και είχαν εγκριθεί από τον τότε Διευθυντή Αναστήλωσης και συντήρησης αρχαίων και ιστορικών μνημείων, Α. Ορλάνδο. Εργολάβος αναδείχθηκε ο Ανδρέας Μαυράκης.
Στις αρχές του 1935 εγκαταστάθηκαν οι δημοτικές υπηρεσίες στην Armeria.
Το 1937 εγκαταστάθηκε ο εργολάβος Ι. Παπαδογιάννης για την εκτέλεση και ολοκλήρωση του έργου με βάση σχέδια του αρχιτέκτονα του Δήμου Ι. Τζομπανάκη. Το έργο της αναστήλωσης μετά την κατεδάφισή της, έφτασε μέχρι το βάθρο της οικοδομής, στην αποκομιδή των υλικών, των γλυπτών του διαζώματος, κιόνων, ξεστών λιθοδομών κλπ. Τα νέα πολεμικά γεγονότα του 1940 και η Γερμανική Κατοχή διέκοψαν το έργο.
Το 1960, επί Δημαρχίας Ν. Κρασαδάκη, ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες Ι. Τζομπανάκη και στην Εριφύλη Μαθιουδάκη η σύνταξη μελέτης αναστήλωσης της Loggia Ηρακλείου και η επίβλεψη των εργασιών. Η αναστηλωμένη ή μάλλον η εκ θεμελίων ανακατασκευασμένη Ενετική Λέσχη, όπως και η σύνδεσή της με την ήδη αναστηλωμένη Armeria, ανοικοδομήθηκαν με νέα αρχιτεκτονικά μέλη και νέα υλικά.
Το Αρχαιολογικό Συμβούλιο με την 62/3.11.1961 Πράξη του ενέκρινε τα οριστικά σχέδια της Loggia, και με την 4753/12.4.1962 Απόφαση «περί εκτελέσεως εργασιών αναστηλώσεως της Ενετικής Λέσχης Ηρακλείου», αποφασίστηκε η εκτέλεση της πρώτης φάσης του έργου και συγκεκριμένα η ανοικοδόμηση του πρόσθιου κύριου τμήματος. Στις 5 Μαΐου του 1962 ξεκίνησαν οι εργασίες ανακατασκευής στη Loggia.
Επί Δημαρχίας Ανδρέα Καλοκαιρινού, στις 12 Μαρτίου 1965, το Δημοτικό Συμβούλιο με Απόφασή του, ανέθεσε το δεύτερο τμήμα της αρχιτεκτονικής μελέτης για την ολοκλήρωση του έργου στην αρχιτέκτονα Εριφύλη Μαθιουδάκη – Λυμπερίου, δηλαδή τη διαρρύθμιση του παλαιού μεγάρου της Armeria και τη σύνδεσή του με την Loggia. Τον Οκτώβριο του 1976 ο ΕΟΤ ανέθεσε στην ίδια αρχιτέκτονα την εκπόνηση της μελέτης επίπλωσης και διακόσμησης της ‘’LOGGIA’’. Το 1978 υποβλήθηκε η Οριστική Μελέτη και η Μελέτη Εφαρμογής επίπλωσης και διακόσμησης της Lοggia στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης και στον ΕΟΤ. Η μελέτη βασίστηκε στα στοιχεία και στις φωτογραφίες που συνέλεξε η αρχιτέκτονας από μουσεία στην Ιταλία (Φλωρεντία, Βενετία Βιντσέντζα κλπ). Οι μετόπες της Loggia, κατασκευάστηκαν σύμφωνα με τις φωτογραφίες του Gerola και τις ελάχιστες αυθεντικές (μετόπες) που βρίσκονται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης σε καλούπια, που διαμορφώθηκαν βάσει προπλασμάτων από πηλό, με μείγμα λευκού τσιμέντου και τρήματα πέτρας, όπως οι κιονίσκοι των στηθαίων και οι οδόντες του γείσου.
Η Λέσχη των Ευγενών του Χάνδακα , όπως την αποκαλούσαν την περίοδο της Ενετοκρατίας, τελειώνει στα 1982 και παραδίδεται προς χρήση, στεγάζοντας πια τις Υπηρεσίες του Δήμου, το γραφείο του Δημάρχου και το Δημοτικό Συμβούλιο για τις συνεδριάσεις του στη μεγαλοπρεπή μεγάλη αίθουσά της.
To 1988, σε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό ανάμεσα σε 34 χώρες, η ανακατασκευή της Loggia διακρίθηκε λαμβάνοντας το Διεθνές Βραβείο της Europa Nostra.