Ηράκλειο:Χαιρετισμος Μανώλη Συντυχάκη στο Ντοκιμαντέρ «Γιάννης Θεοδωράκης – Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε»
Την Κυριακή 28 Γενάρη παρουσιάστηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου το ντοκιμαντέρ των Αντώνη και Στέλιου Διαμαντή, «Γιάννης Θεοδωράκης – Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε», που σκιαγραφεί την πολύπλευρη προσωπικότητα και το δημοσιογραφικό και ποιητικό του έργο, μέσα από αφηγήσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν. Στην παρουσίαση παραβρέθηκε πολυπληθές κλιμάκιο του ΚΚΕ αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, από τον Μανώλη Συντυχάκη, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης και βουλευτή Ηρακλείου του ΚΚΕ, τη Γενοβέφα Χουστουλάκη, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ, τον Χάρη Φλουρή, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ, και τον Δημήτρη Δουλουφάκη, δημοτικό σύμβουλο με τη Λαϊκή Συσπείρωση στον Δήμο Ηρακλείου.
Στον χαιρετισμό του ο Μανώλης Συντυχάκης παρέθεσε τα εξής:
«Συγχαρητήρια στα δύο αδέλφια Αντώνη και Στέλιο, βασικοί συντελεστές του Ντοκιμαντέρ. Δύο αδέλφια ταλαντούχα, με πλούσια δράση στον τομέα της τέχνης και του πολιτισμού, χωρίς να υπολείπονται της εξίσου πλούσιας κοινωνικής και συνδικαλιστικής δράσης.
Η επιλογή τους, για αυτό το Ντοκιμαντέρ, με αυτό το περιεχόμενο, για τον Γιάννη Θεοδωράκη και με αυτόν τον τίτλο «Ναι… μπορούμε πάλι να ελπίζουμε» και γενικά η μέχρι τώρα παρουσία τους στα κοινωνικά δρώμενα, δεν είναι τυχαία. Δείχνει ότι πρόκειται για ανθρώπους υψηλής αισθητικής. Στρατευμένοι στην τέχνη που υπηρετεί τον άνθρωπο, τις αξίες του, την ταξική αντίληψη των πραγμάτων.
Ο Πικάσο, είχε πει για την Τέχνη ότι «είναι ένα όπλο…. Δεν διακοσμεί, ανατρέπει». Η πραγματική ελευθερία στην τέχνη είναι η στράτευση στο πλευρό των δυνάμεων που προσπαθούν να ανοίξουν το δρόμο στο μέλλον, στο πλευρό του λαού. Μέσα από το έργο του ένας καλλιτέχνης οφείλει να περνάει ιδέες και μηνύματα που έχουν πολιτική και κοινωνική χροιά, να παίρνει θέση για τα γεγονότα, να καταδικάζει, να επικρίνει, να στηρίζει, να έχει φανερή και ξεκάθαρη άποψη, να αφυπνίζει.
Τα δύο αδέλφια εκφράζουν και εκφράζονται μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ. Έχουν κι αυτοί τα δικά τους βιώματα. Γονείς με καταγωγή από πόντο και Πειραιά με δράση στους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες παλεύοντας με προσωπικό τους κόστος για το δίκιο του λαού μας. Η οικογένειά τους, άλλα συγγενικά τους πρόσωπα φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν. Από την πλευρά της μητέρας του, συγγενείς ήταν ενταγμένοι στον ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ενάντια στους χιτλεροφασίστες κατακτητές.
Το ντοκιμαντέρ, μια πολύ αξιόλογη δουλειά, που αποτυπώνει την πραγματική εικόνα της προσωπικότητας του Γιάννη Θεοδωράκη, τη στάση του στη ζωή, τις καταβολές του, πτυχές του χαρακτήρα του, τη ζωή και το έργο του, το πόσο απλός και πρωτότυπος και συνάμα βαθιά λογοτεχνικός. Άφησε πίσω του πλούσιο ποιητικό και δημοσιογραφικό έργο, εμπνευσμένο από τους αγώνες των αδικημένων.
Το πολύτιμο αρχειακό υλικό, που προβλήθηκε, οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν, πορεύτηκαν δούλεψαν, αφουγκράστηκαν αυτόν το σπουδαίο άνθρωπο και δημιούργησαν μαζί του, είναι η πιο ακατάβλητη μαρτυρία που βοηθά και στο σήμερα, σε μία εποχή καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αναθεώρησης της ιστορίας από την ΕΕ, τις κυβερνήσεις, κονδυλοφόρους του συστήματος ή απ’ όσους προσπαθούν να το εξωραΐσουν.
«Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε», αυτό είναι το μήνυμα που περνάει το ντοκιμαντέρ και πολύ εύστοχα τα δύο αδέλφια Διαμαντή επέλεξαν ως τίτλο, δανεισμένη φράση, από το τελευταίο του άρθρο του ίδιου του Γιάννη Θεοδωράκη στον «Ριζοσπάστη» το Νοέμβρη του 1996, με αφορμή το βιβλίο του Βασίλη Αποστολόπουλου «Το χρονικό μιας εποποιίας. Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη». Ο Γιάννης Θεοδωράκης εμπνευσμένος απ’ αυτό, έγραψε μεταξύ άλλων: «Οι στάχτες σκορπίζονται. Το ηφαίστειο αχνοφαίνεται πάλι στο βάθος του μέλλοντος. Ναι… μπορούμε πάλι να ελπίζουμε».
«Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε» γιατί το φως της ελπίδας για τη νέα κοινωνία της κοινωνικής δικαιοσύνης παραμένει άσβεστο ζωντανό, επίκαιρο. Όχι με την έννοια της νοσταλγίας, της γραφικότητας αλλά ως αναγκαιότητα, υπενθυμίζοντας το ποίημα του Βάρναλη, οδηγό για την πραγματική λύτρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της σύγχρονης δουλείας.
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ’μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής… !
Με αυτές τις αξίες σμιλεύτηκε, ήταν ταγμένος ο Γιάννης Θεοδωράκης, όπως κι ο αδελφός του ο Μίκης. Δύο αγαπημένα αδέλφια, που ο ένας έπαιρνε δύναμη από τον άλλο.
Έζησαν την καταχνιά της κατοχής, όταν «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Προσχώρησαν από νωρίς στο ΕΑΜ, στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας και στη συνέχεια, δρώντας σε όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες για την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική πρόοδο.
Μια ζωή, άρρηκτα δεμένη, με το λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ. Ο Γιάννης δεν ακύρωσε ποτέ τους ακατάλυτους αυτούς δεσμούς και όταν για λίγο, για διάφορους λόγους, απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Δεν απαρνήθηκε ποτέ τα πιστεύω του, τους αγώνες του. Δε στράφηκε ενάντια στο ΚΚΕ. Έκανε τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα στους «Δρόμους της Ειρήνης», στη συνέχεια στην «Αυγή» και αργότερα στον «Ριζοσπάστη».
Έδωσε τη μάχη αποκαλύπτοντας το ζόφο του παρακράτους – τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Γι’ αυτό και έγινε στόχος της Ασφάλειας και των παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων. Αντιμετώπισε διώξεις, πιέσεις και εκβιασμούς. Δεν υποχώρησε όμως και δεν εγκατέλειψε το μετερίζι του αγώνα. Σκληρή δοκιμασία πέρασε και στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας της χούντας, μένοντας άνεργος.
Τέλος, θέλω, να αναφερθώ για την ανάγκη δημιουργίας και λειτουργίας του «Μουσείου Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη» στον Γαλατά Χανίων. Για την ανάδειξη και αξιοποίηση του πολιτιστικού κεφαλαίου του Γιάννη και του Μίκη. Η Λαϊκή Συσπείρωση Κρήτης τον Οκτώβρη του `22, έθεσε το ζήτημα αυτό στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ενώ τον Γενάρη του `23, η Λαϊκή Συσπείρωση Χανίων, καυτηρίαζε την αδιαφορία τόσο της κυβέρνησης, όσο και του αρμόδιου υπουργείου Πολιτισμού, για την απαράδεκτη απόρριψή του, ως μη επιλέξιμου έργου, ενός τόσο απαραίτητου για τον ελληνικό λαό έργου, όπως αυτό της μετατροπής της οικίας Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη σε μουσείο. Αποτελεί πρόκληση για το λαϊκό αίσθημα, να αδιαφορεί η πολιτεία και να ενδιαφέρονται να το χρηματοδοτήσουν οι εφοπλιστές.
Αυτό που απαιτείται, είναι να σταθούν όλοι τους στο ύψος των περιστάσεων και να τιμήσουν ουσιαστικά τους Θεοδωράκηδες, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, χρηματοδοτώντας τα αναγκαία έργα για τη δημιουργία του μουσείου. Με σεβασμό στη μνήμη και τη θέληση του Μίκη και του Γιάννη, να σταματήσει τώρα κάθε προσπάθεια να οικειοποιηθεί οποιοσδήποτε επιχειρηματίας ένα έργο που αποτελεί υποχρέωση του κράτους να υλοποιήσει».
Τα σχόλια είναι κλειστά.