Ηράκλειο:Απόφαση Συγκλήτου Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου για το σχέδιο νόμου πλαίσιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
«Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις»
Η Σύγκλητος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου στην έκτακτη συνεδρίασή της με αρ. πράξης 85/09-06-2022 συζήτησε επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» και αποφάσισε τα εξής:
Επισημαίνουμε αρχικά ότι, παρά την παράταση που ανακοινώθηκε στη δημόσια διαβούλευση για μια εβδομάδα, έως την Κυριακή 19/6, ο διαθέσιμος χρόνος δεν επαρκεί για μια ουσιαστική συζήτηση επί των 345 άρθρων και των 408 σελίδων του σχεδίου νόμου. Ζητάμε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για μια ουσιαστική και όχι προσχηματική διαβούλευση, ώστε να κατατεθούν και να ληφθούν υπόψη οι απόψεις των συλλογικών οργάνων των Πανεπιστημίων, καθώς και των συλλόγων εργαζομένων στα ΑΕΙ, επί του σχεδίου νόμου.
Όσον αφορά στις εκ βάθρων αλλαγές που εισηγείται το σχέδιο νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας μας, ενδεικτικά, παραθέτουμε παρακάτω τις θέσεις μας για ορισμένα θέματα που θεωρούμε ιδιαιτέρως σημαντικά:
1) Στο άρθρο 21 του Κεφαλαίου Α΄ αναφέρεται ότι «η ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση γνωστικού αντικειμένου, μεταβολή έδρας και η κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας, επιπέδου Σχολής ή Τμήματος ΑΕΙ πραγματοποιείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Εσωτερικών…, καθώς και γνώμη της Συγκλήτου του ΑΕΙ και της ΕΘΑΑΕ…».
Η άρση της απαιτούμενης σύμφωνης γνώμης της Συγκλήτου για τη συγχώνευση, μεταβολή έδρας ή ακόμη και κατάργηση ακαδημαϊκής μονάδας επιπέδου Σχολής ή Τμήματος αποτελεί παραβίαση του αυτοδιοίκητου των Πανεπιστημίων, μια λογική που διαπνέει σε μεγάλο βαθμό το εν λόγω σχέδιο νόμου.
2) Με τις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β΄ (άρθρα 7-19) ανατρέπεται στο σύνολό της η δημοκρατική δομή διοίκησης και λειτουργίας του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου. Θεσμοθετείται το Συμβούλιο Διοίκησης (ΣΔ), ένα εκτελεστικό όργανο με υπερ-αρμοδιότητες, το οποίο αποτελείται από έξι εσωτερικά μέλη και πέντε εξωτερικά μέλη. Το ΣΔ θα επιλέγει τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις και τους Κοσμήτορες! Τα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου δεν θα εκλέγονται πλέον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά θα ορίζονται από ένα όργανο με εξω-πανεπιστημιακά μέλη.
Το επιχείρημα ότι δημιουργείται ένα πλαίσιο ελέγχου και λογοδοσίας του Πρύτανη καταρρίπτεται άμεσα, καθώς στο ολιγομελές Συμβούλιο Διοίκησης (όργανο ελέγχου) συμμετέχει και ο Πρύτανης (ελεγχόμενος) με ιδιαίτερα αυξημένες αρμοδιότητες. Με τον προτεινόμενο τρόπο εκλογής των εσωτερικών μελών στα ΣΔ (ταξινομική ψήφος, μη αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση Σχολών ανάλογα με τον αριθμό μελών ΔΕΠ που διαθέτουν κ.α.) και επιλογής από αυτά των εξωτερικών μελών είναι πολύ πιθανό να επικρατήσουν μηχανισμοί συναλλαγής και διαπλοκής στα Πανεπιστήμια, με αντάλλαγμα μια θέση στο Συμβούλιο Διοίκησης. Ειδικά, σε μικρά περιφερειακά Πανεπιστήμια, ενδέχεται με το «νέο» μοντέλο διοίκησης να ανακύψει Πρύτανης που θα έχει λάβει ελάχιστες ψήφους από τα μέλη ΔΕΠ ως υποψήφιο εσωτερικό μέλος του ΣΔ.
Η Σύγκλητος που αποτελείται, μέχρι σήμερα, από εκλεγμένα μονοπρόσωπα όργανα διοίκησης (Πρύτανη, Αντιπρυτάνεις, Κοσμήτορες Σχολών, Προέδρους Τμημάτων), αλλά και τους εκπροσώπους των εργαζομένων (ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΔΥ) και των φοιτητών, απονευρώνεται πλήρως, καθώς της αφαιρούνται σημαντικές αρμοδιότητες οι οποίες μεταφέρονται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τα όργανα διοίκησης απουσιάζουν πλέον πλήρως οι εκπρόσωποι των διοικητικών υπαλλήλων, μιας μεγάλης κατηγορίας εργαζομένων στα Πανεπιστήμια.
Με το παρόν σχέδιο νόμου καταργείται επίσης ο επιτυχημένος θεσμός του Πρυτανικού Συμβουλίου. Είναι απορίας άξιο πως η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, ενώ πριν από μόλις δύο χρόνια νομοθέτησε με τον ν. 4692/2020 την εκλογή των πρυτανικών αρχών από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ως σχήμα μάλιστα Πρύτανη-Αντιπρυτάνεων, έρχεται σήμερα να καταργήσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε και να νομοθετήσει ακριβώς το αντίθετο, χωρίς καμία εξήγηση. Το «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων, δεν είναι προφανώς καθόλου νέο. Έχει δοκιμαστεί, σε μια ηπιότερη έκδοσή του, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας κατά το διάστημα 2011-2013 (ν. 4009/2011, Υπ. Διαμαντοπούλου) και απέτυχε παταγωδώς. Οδήγησε σε σημαντικά προβλήματα λειτουργίας στα Πανεπιστήμια και επί της ουσίας καταργήθηκε μόλις δύο-τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, με το παρόν σχέδιο νόμου καταστρατηγείται το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, καθώς οι πρυτανικές αρχές (Πρύτανης, Αντιπρυτάνεις) και οι Κοσμήτορες δεν θα εκλέγονται πλέον άμεσα από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά θα επιλέγονται από ένα ολιγομελές Συμβούλιο Διοίκησης με εξω-πανεπιστημιακά μέλη, ενώ οι αρμοδιότητες του ανώτατου συλλογικού οργάνου διοίκησης του Πανεπιστημίου, της Συγκλήτου, υποβαθμίζονται δραστικά και μεταφέρονται στο ΣΔ. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης, και ειδικά μετά τον νόμο πλαίσιο του 1982, που θίγεται σε τέτοιο βαθμό το αυτοδιοίκητο και η δημοκρατική λειτουργία των δημόσιων Πανεπιστημίων, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος που αναφέρει ότι «…η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση…».
Έστω και την ύστατη ώρα, το «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων πρέπει να αποσυρθεί. Οι πρυτανικές αρχές (Πρύτανης – Αντιπρυτάνεις) και οι Κοσμήτορες των Σχολών είναι αναγκαίο να συνεχίσουν να εκλέγονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ η Σύγκλητος ως ανώτατο, δημοκρατικά εκλεγμένο συλλογικό όργανο του Πανεπιστημίου επιβάλλεται να συνεχίσει να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του, διασφαλίζοντας τη διαφάνεια, την αξιοκρατία και το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων.
3) Η δυνατότητα που παρέχεται σε φοιτητές του πρώτου κύκλου σπουδών να επιλέγουν να παρακολουθούν και να αξιολογούνται σε μαθήματα ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες άλλων Τμημάτων του ίδιου ΑΕΙ (άρθρο 66, Κεφάλαιο Ζ΄), λαμβάνοντας ως ανώτατο αριθμό πιστωτικών μονάδων το 10% του συνολικού αριθμού των πιστωτικών μονάδων (ECTS) που απαιτούνται για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος σπουδών, κρίνεται ως θετική. Tα μαθήματα αυτά θα πρέπει όμως να έχουν πρώτα ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος με απόφαση της Συνέλευσής του.
4) Στο άρθρο 73 του Κεφαλαίου Η΄ προβλέπεται η δημιουργία Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας, τα οποία μπορούν να οργανώνουν προγράμματα εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας που «κατ’ εξαίρεση δύνανται να έχουν διάρκεια επτά (7) ακαδημαϊκών εξαμήνων και οι εκπαιδευτικές τους δραστηριότητες αντιστοιχούν κατ’ ελάχιστον σε 210 πιστωτικές μονάδες…», ενώ η ολοκλήρωσή τους θα οδηγεί στην απονομή τίτλου σπουδών επιπέδου έξι (6) σύμφωνα με το Εθνικό και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων. Επίσης, «Τα Τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας δύνανται να οργανώνουν προγράμματα δεύτερου κύκλου σπουδών, αλλά δεν δύνανται να οργανώνουν προγράμματα τρίτου κύκλου σπουδών.».
Διαφωνούμε κατηγορηματικά με τη δημιουργία Τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας διότι (α) επανα- δημιουργούνται Τμήματα ΑΕΙ δύο ταχυτήτων και (β) διαφαίνεται ότι, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, θα απονέμονται τίτλοι σπουδών που θα έχουν ακαδημαϊκή αντιστοιχία (επίπεδο 6 του Εθνικού και Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων), ενώ τα προγράμματα σπουδών θα έχουν διαφορετική χρονική διάρκεια.
5) Η δυνατότητα που παρέχεται σε φοιτητές -έως 10% του συνολικού αριθμού των εισακτέων- που έχουν εγγραφεί σε προγράμματα πρώτου κύκλου σπουδών Τμήματος ΑΕΙ «να υποβάλουν αίτηση να παρακολουθήσουν πρόγραμμα σπουδών πρώτου κύκλου άλλου ΑΕΙ της ημεδαπής» (άρθρο 77, Κεφάλαιο Η΄) για ανώτατο χρονικό διάστημα ενός (1) ακαδημαϊκού εξαμήνου, κρίνεται ως θετική.
6) Στα Κεφάλαια Η΄ και Θ΄ θεσπίζεται μια πληθώρα νέων προπτυχιακών (διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών, διπλά προγράμματα σπουδών) και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια για σημαντική αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ, του τεχνικού εργαστηριακού προσωπικού, αλλά και των διοικητικών υπαλλήλων που θα υποστηρίξουν τη λειτουργία τους, καθώς επίσης και για τη βελτίωση των υποδομών των Πανεπιστημίων. Είναι απολύτως αναγκαίο, για κάθε νέο πρόγραμμα σπουδών, να καθορίζονται πλήρως τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων.
7) Διαφωνούμε ρητά με τον ορισμό της διδασκαλίας στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών ως πρόσθετη απασχόληση πέραν των νόμιμων υποχρεώσεων των μελών ΔΕΠ (άρθρο 83, Κεφάλαιο Θ΄). Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική διδασκαλία τουλάχιστον 6 ωρών από τα μέλη ΔΕΠ αποκλειστικά σε προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου (άρθρο 155, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄), θα οδηγήσει στη σταδιακή εξαφάνιση των δωρεάν προγραμμάτων σπουδών δεύτερου κύκλου. Θεωρούμε ότι τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης και οικονομικής κατάστασης των οικογενειών τους, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος.
8) Κρίνεται ως θετική η ρύθμιση του άρθρου 111 του Κεφαλαίου ΙΑ΄ για την οργάνωση Κοινών Διεθνών Διιδρυματικών Προγραμμάτων Σπουδών πρώτου, δεύτερου και τρίτου κύκλου σπουδών στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια».
9) Στο σχέδιο νόμου (άρθρο 140, Κεφάλαιο ΙΣΤ΄) αίρεται η δυνατότητα μονιμοποίησης στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή μετά από τριετή θητεία. Επιπλέον, θεσπίζονται στενοί χρονικοί περιορισμοί για την εξέλιξή τους, ενώ αντιμετωπίζουν την απόλυση σε περίπτωση δεύτερης αρνητικής κρίσης. Η άρση της μονιμότητας των Επίκουρων Καθηγητών οδηγεί επίσης σε στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα η μη συμμετοχή τους στα εκλεκτορικά σώματα. Επιπροσθέτως, οδηγεί σε ομηρία νέους επιστήμονες, οι οποίοι στα πρώτα στάδια της θητείας τους έχουν ιδιαίτερα βεβαρημένο έργο όπως η οργάνωση μαθημάτων και η ένταξη στον ερευνητικό ιστό του Πανεπιστημίου. Θεωρούμε ότι η κατάργηση της μονιμότητας των Επίκουρων Καθηγητών θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην ακαδημαϊκή λειτουργία των Τμημάτων.
10) Στο Κεφάλαιο ΚΓ΄ (άρθρα 195-205) θεσπίζεται ένα λεπτομερές, ιδιαίτερα αυστηρό πειθαρχικό δίκαιο φοιτητών, το οποίο διέπεται από ασάφειες που επιδέχονται διαφορετικών, κατά το δοκούν, ερμηνειών. Για παράδειγμα, στο άρθρο 197, αναφέρεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «…στ) η χρήση των στεγασμένων ή ανοιχτών χώρων, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του εξοπλισμού του Ιδρύματος για την εξυπηρέτηση σκοπών που δεν συνάδουν με την αποστολή του, καθώς και η διευκόλυνση τρίτων για την τέλεση της πράξης αυτής…». Θεωρούμε ότι αντίστοιχες εκφράσεις, οι οποίες επιδέχονται ποικίλων ερμηνειών, δύνανται να χρησιμοποιηθούν εις βάρος της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσα στα Πανεπιστήμια.
11) Ενώ τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται συνεχώς νέες διοικητικές δομές στα ελληνικά Πανεπιστήμια (Κεφάλαιο ΚΔ΄, άρθρα 206-215), δεν έχει ληφθεί καμιά απολύτως μέριμνα για τη στελέχωσή τους. Τα Πανεπιστήμια, εξαιτίας της υπερ-δεκαετούς συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της συνταξιοδότησης πληθώρας διοικητικών υπαλλήλων, είναι πλήρως υποστελεχωμένα και αδυνατούν να υποστηρίξουν τις νέες αυτές διοικητικές μονάδες. Απαιτείται συνεπώς η άμεση πρόσληψη νέου, εξειδικευμένου διοικητικού προσωπικού ή/και η μέριμνα για τη μονιμοποίηση εργαζομένων με συμβάσεις έργου-εργασίας που έχουν την απαραίτητη εμπειρία και εξυπηρετούν πάγιες και αποκλειστικές ανάγκες των Πανεπιστημίων.
12) Όσον αφορά στους ΕΛΚΕ (Κεφάλαιο ΚΖ΄, άρθρα 229-259), θα πρέπει να συμπεριληφθούν μεταβατικές διατάξεις για συνέχιση της λειτουργίας της Επιτροπής Ερευνών και της έκδοσης νέου Οδηγού Χρηματοδότησης και Διαχείρισης. Επίσης, είναι υψίστης σημασίας να διατηρηθεί το υφιστάμενο καθεστώς εκλογής των μελών της Ολομέλειας της Επιτροπής Ερευνών και να ορίζονται από τα Ακαδημαϊκά Τμήματα, ενώ είναι σημαντική η συμμετοχή του Προϊστάμενου Μ.Ο.Δ.Υ. του ΕΛΚΕ στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Ερευνών, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, χρειάζεται να υπάρχει σαφής διαχωρισμός και μνεία στις αρμοδιότητες του Εκτελεστικού Διευθυντή, του Προέδρου της Επιτροπής Ερευνών και του Προϊστάμενου Μ.Ο.Δ.Υ. Τέλος, προτείνεται η απαλοιφή του χρονικού περιορισμού της πενταετίας για μέλη ομάδων έργου που απασχολούνται δυνάμει συμβάσεων έργου ή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε προγράμματα που δεν έχουν σαφή ημερομηνία λήξης.
13) Επιμέρους ζητήματα που αφορούν στην κατάργηση άρθρων των νόμων 4009/2011 και 4485/2017 από τα άρθρα 343 & 344 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου χρήζουν διευκρινίσεων καθώς προκαλούν εύλογη ανησυχία, η οποία επιτείνεται λόγω της απουσίας, έως σήμερα, μεταβατικών διατάξεων. Ενδεικτικά, αναφέρονται: (α) η κατάργηση του άρθρου 48 του ν. 4009/2011 («Βιβλιοθήκες – Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών»), που αφαιρεί πλήρως το πλαίσιο λειτουργίας των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, (β) η κατάργηση των ακαδημαϊκών υποτρόφων που είναι απαραίτητοι για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου, (γ) η κατάργηση του άρθρου 29 του ν. 4009/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παρ. 2 του άρθρου 76 του ν. 4485/2017, το οποίο προβλέπει ότι «…Με απόφαση της Συνέλευσης του οικείου Τμήματος μπορεί να ανατίθεται στα μέλη της κατηγορίας Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π. αυτοδύναμο διδακτικό έργο…» και (δ) η κατάργηση του Συνηγόρου του Φοιτητή (άρθρο 55 του ν. 4009/2011).
Με βάση τα παραπάνω, ζητάμε την άμεση απόσυρση όλων των διατάξεων που αφορούν στο «νέο» μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων και τη ριζική αναδιαμόρφωση του σχεδίου νόμου μετά από έναν ουσιαστικό διάλογο με την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Τα σχόλια είναι κλειστά.