Οι ετήσιες εκθέσεις φέρουν τα χαρακτηριστικά του τουρισμού ανά Περιφέρεια, ένα εργαλείο που μπορεί να στηρίξει ειδικές περιφερειακές στρατηγικές στον τουρισμό
Τα τουριστικά μεγέθη και τη διαφορετική ταυτότητα των προορισμών ανά την Ελλάδα αναδεικνύουν οι ετήσιες εκθέσεις του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με τα επιμέρους χαρακτηριστικά για τις 13 Περιφέρειες, προτάσσοντας τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για τη χάραξη συγκεκριμένης περιφερειακής τουριστικής πολιτικής.
Ενδεικτικά, από τις εκθέσεις ανά Περιφέρεια και με βάση τα στοιχεία για τον εισερχόμενο τουρισμό του 2022, προκύπτει ότι το Νότιο Αιγαίο με εισπράξεις 4,7 δισ. ευρώ διατηρεί την πρώτη θέση ανάμεσα στις 13 Περιφέρειες, έχοντας μερίδιο που ανέρχεται στο 27% επί του συνόλου των τουριστικών εισπράξεων.
Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται μία σημαντική επίδοση για τα Ιόνια νησιά που το 2022 πήραν την πρωτιά ως προς τη Μέση Δαπάνη ανά Επίσκεψη, με σημαντικό, διψήφιο ποσοστό αύξησης κατά 31% σε σχέση με το 2019, φτάνοντας τα 821 ευρώ. Στον αντίποδα, η Περιφέρεια με τις χαμηλότερες τουριστικές εισπράξεις πανελλαδικά είναι η Δυτική Μακεδονία, με μόλις 49 εκατ. ευρώ, ενώ στην Περιφέρεια Ηπείρου καταγράφεται η χαμηλότερη Μέση Δαπάνη Ανά Επίσκεψη, με 240 ευρώ, στοιχεία που αναδεικνύουν τις δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης των δύο Περιφερειών.
Ως προς τα μερίδια των επισκέψεων από τον εισερχόμενο τουρισμό, «πρωταθλητής» παραμένει το Νότιο Αιγαίο, αν ληφθεί υπόψη ότι με 6,7 εκατ. επισκέψεις, υποδέχθηκε πάνω από το 1/5 (το 21%) επί του συνόλου. Επιπλέον, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με ένα μερίδιο 18% (όσο σχεδόν και η Αττική) και 5,6 εκατ. επισκέψεις διατηρεί υψηλό ποσοστό λόγω και του οδικού τουρισμού. Από την άλλη, στο ελάχιστο – 1% – είναι το μερίδιο των επισκεπτών στο Βόρειο Αιγαίο, όπως και στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
Σε σχέση με τα ποιοτικά στοιχεία στον τομέα της διαμονής, συνολικά η Ελλάδα έχει πολύ υψηλό επίπεδο ικανοποίησης των πελατών ξενοδοχείων, με βαθμολογία 87% στο συνολικό δείκτη ικανοποίησης-GRI με βάση τις σχετικές κριτικές. Από τις 13 Περιφέρειες της χώρας, δύο Περιφέρειες συγκεντρώνουν βαθμολογία άνω του 90%, η Ήπειρος (90,8%) και οι Κυκλάδες (90,2%), ενώ η Αττική και τα Ιόνια Νησιά έχουν τα συγκριτικά χαμηλότερα -αν και αρκετά υψηλά- ποσοστά με 85% και 84,5% αντίστοιχα. Ο πολιτιστικός πλούτος της χώρας, με αρχαίους αλλά και σύγχρονους πόρους, καθώς και τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης στους ελληνικούς προορισμούς αποτυπώνονται σε όλες τις Περιφέρειες. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα υπάρχουν 867 παραδοσιακοί οικισμοί, με τους περισσότερους να βρίσκονται στις Κυκλάδες (163), την Πελοπόννησο (149), την Κρήτη (99) και τα Ιόνια Νησιά (84).
Οι εκθέσεις του ΙΝΣΕΤΕ, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν δεδομένα για το φυσικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον κάθε Περιφέρειας, τους τουριστικούς της πόρους, το μέγεθος της τουριστικής οικονομίας και απασχόλησης, τα βασικά μεγέθη και τους δείκτες εισερχόμενου τουρισμού (αφίξεις, διανυκτερεύσεις, εισπράξεις, πληρότητα κλπ.), την αεροπορική, θαλάσσια και οδική κίνηση, τις επισκέψεις και εισπράξεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, τις τουριστικές υποδομές και τους βασικούς δείκτες απόδοσης και αξιολόγησης των ξενοδοχείων.
Ο κ. Ηλίας Κικίλιας, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ δήλωσε σχετικά: «Η Ελλάδα έχει ένα ισχυρό τουριστικό προϊόν με μεγάλη ποικιλία κι αναπτυξιακή δυναμική. Το ΙΝΣΕΤΕ, με τις ετήσιες εκθέσεις των Περιφερειών σε συνδυασμό με τη μελέτη «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης», παρέχει στις Περιφέρειες, τους φορείς και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εργαλεία και στοιχεία για να σχεδιάσουν στοχευμένες στρατηγικές ανάπτυξης. Μέσα από τις προτάσεις μας στοχεύουμε στην άμβλυνση της εποχικότητας, στη χωρική διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας σε περιοχές με δυνατότητες καθώς και στην αύξηση της Μέσης Δαπάνης και της διάρκειας παραμονής των επισκεπτών. Ταυτόχρονα, η ολιστική προσέγγιση των προορισμών, με βάση τις τοπικές ιδιαιτερότητες και τις αναγκαίες επενδύσεις σε υποδομές, είναι απαραίτητη για μια ισόρροπη ανάπτυξη που θα ωφελήσει τους μόνιμους κατοίκους, ενώ θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής τουριστικής εμπειρίας.»