Ιεράπετρα: Βρέθηκε ο τάφος της θρυλικής Μαντάμ Ορτάνς που πέθανε το 1938
Ποια ήταν η Γαλλίδα ιερόδουλη
Ιεράπετρα: Βρέθηκε ο τάφος της θρυλικής Μαντάμ Ορτάνς που πέθανε το 1938
Στην Ιεράπετρα βρέθηκε ο τάφος της Γαλλίδας ιερόδουλης, Μαντάμ Ορτάνς, που λίγο πριν πεθάνει πολιτογραφήθηκε στην Κρήτη. Ο Ευθύμης Λεκάκης είχε υποσχεθεί ότι θα ψάξει και θα βρει τον τάφο της θρυλικής Μαντάμ Ορτάνς, η οποία έγινε γνωστή από τη λογοτεχνία και την πραγματική της ιστορία, και το κατάφερε. Ο δικηγόρος αποκάλυψε ότι η τοποθεσία του τάφου της είναι στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο Δημοτικό Νεκροταφείο της Ιεράπετρας.
Ποια ήταν η μαντάμ Ορτάνς
«Η αμαρτία είναι βυζαντινή κι ο έρωτας αρχαίος», είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις. Άλλη μια φράση του για τον έρωτα είναι: «Αν ξαναρχόμουνα στον κόσμο, θα ήταν για να κάνω έρωτα και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω, θα ’ναι για τον έρωτα που θα χάσω».
Σκέφτομαι ότι ο δρόμος του Μάνου Χατζιδάκι ήταν γεμάτος από μουσική, ζωή και έρωτα. Και στην περίοδο της Χούντας με το ερωτικό τραγούδι ασχολήθηκε και για όσους τον κατηγόρησαν τότε, είπε ότι δε γράφει ερωτικά τραγουδάκια, αλλά για τον έρωτα που πάντα είναι ένα πρόβλημα του καιρού μας και όλων των εποχών. Ο “Μεγάλος Ερωτικός” είναι ένα αθάνατο έργο του, που πραγματεύεται τον έρωτα μέσα από την ελληνική ποιητική παράδοση, μέσα από την ποίηση των Οδυσσέα Ελύτη, Διονύσιου Σολωμού, Κωνσταντίνου Καβάφη, Νίκου Γκάτσου, Παντελή Πρεβελάκη και άλλων μεγάλων ποιητών.
Όχι, όχι, δε θα μιλήσουμε για τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά ούτε για λογοτέχνες και ποιητές που εμπνεύστηκαν από τον έρωτα και έγραψαν αριστουργήματα. Θα μιλήσουμε για τον έρωτα που υποκινεί, δημιουργεί ή καταστρέφει… γιατί ο έρωτας έχει άνθη, μα δίνει και βάσανα. Πολλές φορές προσπαθώ να του δώσω εικόνα, να παρομοιάσω με το τι μοιάζει, μα τον κάνω άλλοτε χαρούμενο και άλλοτε λυπημένο. Γι’ αυτό και σκέφτηκα να μιλήσουμε για μια γυναίκα, τη μαντάμ Ορτάνς, που δεν ξέρω αν ο έρωτας την έκανε χαρούμενη ή λυπημένη, αλλά ξέρω ότι τον έζησε, τον λούστηκε.
Η μαντάμ Ορτάνς προσέφερε ερωτικές υπηρεσίες με αμοιβή, γεύτηκε τον καρπό της αμαρτίας, μα βλέποντας καθαρά την ανθρώπινη της πλευρά, συναντά κανείς μια γυναίκα με αξιοπρέπεια, που ήξερε την αξία της αγάπης και δε ζούσε χωρίς αυτή
Η μαντάμ Ορτάνς προσέφερε ερωτικές υπηρεσίες με αμοιβή, γεύτηκε τον καρπό της αμαρτίας, μα βλέποντας καθαρά την ανθρώπινη της πλευρά, συναντά κανείς μια γυναίκα με αξιοπρέπεια, που ήξερε την αξία της αγάπης και δε ζούσε χωρίς αυτή. Η ζωή της απασχόλησε πολλούς και κάποιοι συγγραφείς και ποιητές την ιστόρησαν. Πρωτοεμφανίστηκε στο έργο του Παντελή Πρεβελάκη “Χρονικό μιας Πολιτείας” (1938), στον “Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Νίκου Καζαντζάκη (1941-1943) η ύπαρξη της Όρτανς είναι καθοριστική και η πρώτη του έκδοση μάλιστα βραβεύτηκε το 1954 ως το καλύτερο ξένο βιβλίο στη Γαλλία με το βραβείο “Prix du Meilleur Livre Etranger”, ενώ το 1964 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μιχάλη Κακογιάννη, με τίτλο “Zorba the Greek”, ταινία που έμελλε να γίνει γνωστή παγκοσμίως.
Η μαντάμ Ορτάνς γεννήθηκε στη Γαλλία το 1863 και ήρθε στα Χανιά της Κρήτης στα 34 της χρόνια, τότε δηλαδή που κατέπλεαν οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Κρήτη τότε ναι μεν είχε αυτονομηθεί, αλλά ήταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων, γι’ αυτό και ελεγχόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η μαντάμ Ορτάνς είχε αφήσει πίσω της το Παρίσι την περίοδο που κατασκευαζόταν ο Πύργος του Άιφελ και το Παρίσι γενικά είχε ξεκινήσει να αναγεννάτε. Είχε λάβει τηλεγράφημα από τον αγαπημένο της ναύαρχο Ζωρζ Ποτιέ και της ζητούσε να μετακομίσει στα Χανιά μαζί με τα κορίτσια που είχε στον οίκο της.
Την περίοδο αυτή στο Παρίσι η Αδελίνα Γκιτάρ ή μαντάμ Ορτάνς, όπως τη γνώριζαν όλοι με το καλλιτεχνικό της όνομα, είχε οίκο ανοχής σ’ ένα εξαιρετικό από αρχιτεκτονικής άποψης κτήριο του Παρισιού και μάλιστα επιμελημένο με υψηλό γούστο. Εκεί είχε συγκεντρώσει κορίτσια που δεν τα θαύμαζε κάποιος μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση, ήταν καλλιεργημένα και μπορούσαν να συνδιαλέγονται με ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας και ξεχωριστές προσωπικότητες, όπως καλλιτέχνες και πολιτικούς, γι’ αυτό και συγκέντρωνε εκλεκτή πελατεία. Παρά ταύτα, όμως, η μαντάμ Ορτάνς αποδέχτηκε την πρόταση του ναυάρχου Ζωρζ Ποτιέ. Πήρε την απόφαση να τα αφήσει όλα πίσω και να μετακομίσει με τα κορίτσια της, χορεύτριες και τραγουδίστριες, στα Χανιά της Κρήτης.
Η υποδοχή τους στο λιμάνι των Χανίων ήταν θερμή. Εκεί τις περίμενε ο Γάλλος ναύαρχος Ποτιέ, παρέα με άλλους αξιωματικούς και άνδρες από τα πολεμικά πλοία που έσπευσαν όλοι μαζί για να τις υποδεχτούν. Ο Ποτιέ είχε φροντίσει τον χώρο φιλοξενίας τους, ήταν ένα διώροφο κτήριο στο κέντρο της πόλης των Χανίων απέναντι από τη Δημοτική Αγορά, “Λόντον Μπαρ” λεγόταν. Οι χοροί και τα τραγούδια τους, η φινέτσα της Όρτανς και ο αέρας της παριζιάνικης ζωής, που είχε μεταφερθεί στα Χανιά εξαιτίας τους, προσέλκυσαν πλήθος αξιωματικών των Συμμαχικών Δυνάμεων, αλλά και Χανιωτών.
Όλοι μιλούσαν για την ομορφιά της
Εκεί βελτιώθηκε αρκετά η οικονομική κατάσταση της μαντάμ Ορτάνς, μπήκε στον κύκλο της τότε κοινωνίας, αποκτώντας ολοένα και περισσότερους θαυμαστές. Η ομορφιά της, που ήταν και εσωτερική και εξωτερική, η ιδιαίτερη ευγένεια στη συμπεριφορά της, σε συνδυασμό με το ότι τραγουδούσε και χόρευε εντυπωσιακά, την έκαναν διάσημη και πολλοί ήταν αυτοί που πήγαιναν για να τη δουν να χορεύει καν-καν, επιδεικνύοντας τα καλλίγραμμα πόδια της. Έλεγαν μάλιστα ότι χόρευε και στο “Μουλέν Ρουζ”, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν ήταν τυχαίες οι εντυπωσιακές χορευτικές εμφανίσεις της στα Χανιά τον 19ο αιώνα.
Πραγματικά πολλές φορές σκέφτομαι τη ζωή της μαντάμ Ορτάνς στην Κρήτη και προσπαθώ να καταλάβω πως μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ζούσε τη ζωή της ως το μεδούλι, αλλά δεν αποσυνδέθηκε ποτέ και από την καρδιά της.
Πραγματικά πολλές φορές σκέφτομαι τη ζωή της μαντάμ Ορτάνς στην Κρήτη και προσπαθώ να καταλάβω πως μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ζούσε τη ζωή της ως το μεδούλι, αλλά δεν αποσυνδέθηκε ποτέ και από την καρδιά της. Είχε όλες τις ελευθερίες που θα μπορούσε ή δε θα μπορούσε, είχε οικονομική ανεξαρτησία και παράλληλα είχε την ανάγκη να αξιοποιεί τα κέρδη της για ελεημοσύνες και όχι μόνο, η ίδια αν και “ξένη” βοήθησε όπως μπορούσε τους Κρητικούς στην αντίστασή τους. Δεν ξεχνούσε ποτέ την καρδιά της και την ανάγκη της για αγάπη, δεν έχασε ποτέ την ανθρωπιά της. Η ζωή της μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία μιας πανέμορφης ιερόδουλης με ασυγκράτητη έκφραση αγάπης, συμπόνιας, υπεράσπισης του δίκιου και της αλήθειας.
Η παρουσία των “Προστάτιδων Δυνάμεων” στα Χανιά, οι εντολές από τους γενικούς προξένους και ο σκοπός τους να εδραιώσουν την ειρήνη μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών επέβαλαν τον πρίγκιπα Γεώργιο ως κυβερνήτη της Κρήτης και έτσι η παρουσία του πρίγκιπα, η παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων με Γενικά Προξενεία, η παρουσία των ξένων αξιωματικών και στρατιωτών, καθώς και η συμμετοχή τους σε γιορτές εντυπωσίαζαν τον ντόπιο πληθυσμό. Άρχισε ένας νέος τρόπος ζωής, μια χλιδή με ξένους εισαγωγείς, εταιρείες και μια πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση που έφερε τη δημιουργία μεγάλων περιουσιών.
Η διαφυγή στη Σητεία και το καφωδείο
Δεν ήθελε να εγκαταλείψει το νησί των ονείρων της
Στην αγκαλιά των ναυάρχων της Κρητικής Πολιτείας και μέσα στο αριστοκρατικό αυτό περιβάλλον, η Ορτάνς έζησε ό,τι λαχταρούσε η ψυχή της. Μετά όμως από την Επανάσταση του Θερίσου, από τα Χανιά βρέθηκε στη Σητεία και εκεί ξεκίνησαν οι πρώτες της οικονομικές δυσκολίες. Από το 1907 όλα άρχισαν να αλλάζουν, οι ξένες δυνάμεις αποχώρησαν από την Κρήτη, το ίδιο και τα κορίτσια που είχαν επισκεφτεί το νησί της Κρήτης για την ψυχαγωγία ξένων αξιωματικών αλλά και των απλών ναυτών. Τότε οι απλοί ναύτες συνήθιζαν να πηγαίνουν στη συνοικία της Σπλάντζιας στα Χανιά. Όλοι λοιπόν το 1907 άφησαν το νησί της Κρήτης και τους ανθρώπους του, η μαντάμ Ορτάνς όμως όχι. Είχε αγαπήσει και την Κρήτη και τους Κρητικούς, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να φύγει.
Όταν ήταν μικρή, ονειρευόταν μακρινά ταξίδια. Μεγάλωσε στο κουρείο του πατέρα της κοντά στο λιμάνι της Τουλόν, λάτρευε τη θάλασσα και πολλές φορές πήγαινε και καθόταν κοντά της για να λουστεί τα κύματά της. Τώρα είχε βρει το νησί των ονείρων της στην Κρήτη και δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. Οι δυσκολίες της ζωής της πολλαπλασιάζονταν, η ίδια όμως επέμενε να ζει στο νησί.
Μετά από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη Σητεία, η μαντάμ Ορτάνς πήγε το 1908 στον Άγιο Νικόλαο, όπου μαζί πλέον με τον σύζυγό της Χανιωτάκη άνοιξε ένα καφωδείο. Το καφωδείο ήταν κοντά στην προκυμαία της πόλης και το “έλουζαν” οι ήχοι της θάλασσας. Αυτή η επαγγελματική της δραστηριότητα ήταν επιτυχημένη, δυστυχώς όμως δεν κράτησε. Ο σταθμάρχης της πόλης αμφισβήτησε την ηθική της στάση μέσα στο καφωδείο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει όχι μόνο το καφωδείο, αλλά και την πόλη του Αγίου Νικολάου.
Σαν το σπουργίτι που τινάζει τα φτερά του μετά από τη βροχή, ανοίγει και πάλι τα φτερά της και πάει αυτή τη φορά στην Ιεράπετρα. Η ζωή της εκεί ήταν σαν να είχε αλλάξει σελίδα και πάλι. Παντρεμένη πλέον με τον Χανιωτάκη, αφιερώνεται στην αγάπη της γι’ αυτόν και ασχολείται με τον νοικοκυριό, μέχρι που την εγκατέλειψε, παίρνοντας μαζί του ό,τι αξίας είχε στο σπίτι τους η Ορτάνς, όπως τα κοσμήματά της.
Η Ιεράπετρα τη λάτρεψε
Το ξενοδοχείο “Η Γαλλία”, και η ζωή αφιερωμένη στις φιλανθρωπίες
Η μαντάμ Ορτάνς είχε τον τίτλο του υποπρόξενου της Γαλλίας, αλλά ήταν άμισθη, οπότε άνοιξε στην Ιεράπετρα ένα εστιατόριο για να καταφέρει να επιβιώσει. Εκεί δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά και ως ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου, άνοιξε το ξενοδοχείο “Η Γαλλία”, αλλά και ένα ψιλικατζίδικο. Οι άνθρωποι της Ιεράπετρας την αγάπησαν και αναγνώρισαν το ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της ήταν αφιερωμένο στις φιλανθρωπίες.
Ασχολήθηκε με όποιον έχει ανάγκη και όλοι μιλούσαν για την καλοσύνη της. Στα 75 της χρόνια είχε αρρωστήσει και, αν και καθολική, είχε ζητήσει έναν ιερέα για να εξομολογηθεί. Ο παπα-Μανόλης Τζαβολάκης ήταν αυτός που της έδωσε συγχώρεση λίγο πριν κλείσει τα μάτια της το 1938. Ήταν αυτός που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια όταν θέλησε να μιλήσει για τα αμαρτήματά της, την ερωτική της δραστηριότητα.
Η μαντάμ Ορτάνς είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά και εραστές. Η ζωή της ήταν μια ατέλειωτη περιπέτεια και θυμίζει κάπως την ιστορία της Ροδώπις με καταγωγή από τη Θράκη. Την εταίρα της αρχαιότητας, που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και θεωρείται ότι ήταν η έμπνευση για τη βάση του παραμυθιού “Η Σταχτοπούτα”. Βέβαια, προς τιμήν της Ορτάνς δε φτιάχτηκε καμία πυραμίδα, αντιθέτως τα σπίτια που έζησε στην Κρήτη χρόνο με τον χρόνο βυθίζονται όλο και περισσότερο στο έδαφος.
Σώζεται όμως ακόμα η μνήμη της, παρότι έκλεισε τα μάτια της πριν από 86 χρόνια, διότι ήταν πάμπλουτη συναισθηματικά. Έζησε σε δύο πολυτάραχους αιώνες, τον 19ο και τον 20ό, και μάλιστα μια ζωή σαν παραμύθι. Μέσα από την πολυτέλεια και τις διασκεδάσεις κατόρθωσε να μείνει στη μνήμη όλων για την αγάπη που είχε για την Κρήτη, για την αγάπη που είχε μέσα της ως άνθρωπος για τον συνάνθρωπο, τα κέρδη της να μοιραζόταν με όποιον είχε ανάγκη.
Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που οι Κρητικοί εντέλει δεν επηρεάστηκαν από τις ερωτικές υπηρεσίες που προσέφερε και την αγάπησαν διακρίνοντας τις αξίες της ως άνθρωπος, γι’ αυτό μάλιστα έχει δοθεί το όνομά της σε δρόμο της πόλης της Ιεράπετρας.neakriti.gr
Τα σχόλια είναι κλειστά.