Τι προβλέπει το σχέδιο μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής χρηματιστηριακής αγοράς ηλεκτρισμού που παρουσίασε ο Σκρέκας στο Συμβούλιο υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. Ποιες χώρες συντάχθηκαν και ποιες όχι με την πρόταση της Ελλάδας.
Με κύριο σκεπτικό την αποσύνδεση των τιμών του φυσικού αερίου από το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής και καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος να παίζουν οι ΑΠΕ, η αποθήκευση ενέργειας, η πυρηνική και υδροηλεκτρική ενέργεια και η συμπαραγωγή, η Ελλάδα παρουσίασε χθες πρόταση μεταρρύθμισης του σημερινού μοντέλου της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Το σχέδιο κειμένου της κυβέρνησης διανεμήθηκε στους εκπροσώπους των άλλων 26 κρατών – μελών πριν το συμβούλιο και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας έκανε την παρουσίαση μετά την επίτευξη της συμφωνίας για τον «κόφτη» 15% στην κατανάλωση φυσικού αερίου.
Πρόκειται για ένα πεντασέλιδο κείμενο τεχνικό και τεκμηριωμένο ως προς το αποτέλεσμα του προτεινόμενου μοντέλου, το οποίο είναι η πληρωμή της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από τους προμηθευτές και τους καταναλωτές στο πραγματικό της κόστος, το οποίο είναι κατά τουλάχιστον 45% χαμηλότερο από το σημερινό.
Η ανάγκη αλλαγής του μοντέλου αγοράς
Τα δεδομένα, σύμφωνα με την πρόταση της ελληνικής πλευράς, είναι πως σήμερα το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του μείγματος ενέργειας για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ευρώπη. Εντούτοις, όπως υποστήριξε ο κ. Σκρέκας, το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώνεται από την ακριβότερη προσφορά που θα κάνει μονάδα παραγωγής και είναι πάντα του φυσικού αερίου. Πρόκειται για τη λεγόμενη Οριακή Τιμή Συστήματος. Οι μονάδες φυσικού αερίου είναι αναγκαίες για την εξισορρόπηση του συστήματος και αποκαλούνται ως «πηγές ενέργειας κατά απαίτηση». Έτσι, σε περισσότερες από τα 2/3 των περιπτώσεων, η τιμή εκκαθάρισης της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αντανακλά το κόστος του φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, για τιμή φυσικού αερίου 100 ευρώ/MWh και 80 ευρώ/τόνο CO2, η τιμή χονδρικής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου 220 ευρώ/MWh.
«Ωστόσο», υποστηρίζει η ελληνική πρόταση, «το πραγματικό συνολικό μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικά χαμηλότερο. Η πυρηνική ενέργεια, οι ανανεώσιμες και οι υδροηλεκτρικές πηγές, που παράγουν σχεδόν τα δύο τρίτα της συνολικής ισχύος στα κράτη μέλη της ΕΕ, έχουν συνολικό σταθμισμένο κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κεφαλαίου, κάτω από τα 100 ευρώ/MWh».
Όπως εξηγείται στο ενημερωτικό σημείωμα του υπουργείου, το μοντέλο αυτό είχε δομηθεί εδώ και χρόνια καθώς οι ΑΠΕ στο πρώτο στάδιο της διείσδυσης τους ήταν ακριβή πηγή ενέργειας. Οι τιμές ενίσχυσης που απολάμβαναν ήταν υψηλές για να στηριχθεί η ανάπτυξη τους. Όμως τα δεδομένα, τώρα έχουν αλλάξει. Το φυσικό αέριο, είναι η ακριβότερη μορφή ενέργειας. Οι ΑΠΕ, οι πυρηνικοί σταθμοί και συνολικά οι πηγές ενέργειας που δεν είναι, βέβαια, πάντα διαθέσιμες, καλύπτουν τα 2/3 της ζήτησης ρεύματος στην Ε.Ε. Επιπλέον το κόστος τους είναι σημαντικά χαμηλότερο καθώς οι τεχνολογίες αυτές έχουν εγγυημένες τιμές για πολλά χρόνια.
Δύο αγορές μία μέση τιμή
Η ελληνική πρόταση προβλέπει τη διαμόρφωση μίας αγοράς στην οποία θα υπάρχει διαχωρισμός των τεχνολογιών.
Στη μία «δεξαμενή» θα είναι οι ΑΠΕ, τα πυρηνικά, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί, οι σταθμοί συμπαραγωγής και η αποθήκευση ενέργειας. Οι σταθμοί αυτοί θα υποβάλλουν προσφορές όγκου στην αγορά επόμενης ημέρας (DAM) και όχι οικονομικές προσφορές. Θα αμείβονται με βάση τις τιμές λειτουργικής ενίσχυσης ή τις τιμές που έχουν συμφωνήσει μέσω PPAs. Από την «δεξαμενή» αυτή θα προκύπτει ένα σταθμισμένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη δεύτερη «δεξαμενή» θα περιλαμβάνονται οι μονάδες φυσικού αερίου και άλλων ορυκτών καυσίμων, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί που λειτουργούν σε ώρες αιχμής φορτίου και τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας που δεν συνδέονται με ΑΠΕ. Στην αγορά αυτή οι παραγωγοί θα πληρώνονται με τον σημερινό τρόπο λειτουργίας του μοντέλου της χονδρεμπορικής, δηλαδή με την οριακή τιμή συστήματος. Η ΟΤΣ θα αντικατοπτρίζει το κόστος φυσικού αερίου.
Οι προμηθευτές ρεύματος θα πληρώνουν την ηλεκτρική ενέργεια που αγοράζουν με το σταθμισμένο ποσό της αμοιβής των παραγωγών της πρώτης και των παραγωγών της δεύτερης δεξαμενής.
Το πραγματικό κόστος
Η ελληνική πρόταση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα από τη λειτουργία του μοντέλου: «Έτσι, εάν στην πρώτη δεξαμενή αντιστοιχεί, όπως σήμερα, περίπου στα δύο τρίτα της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και για παράδειγμα έχει μέσο κόστος 80 ευρώ/MWh και οι τεχνολογίες της δεύτερης δεξαμενής εκκαθαρίζονται με 250 ευρώ/MWh που αντικατοπτρίζει το κόστος παραγωγής φυσικού αερίου, ο καταναλωτής θα πληρώσει (2/3 x 80)+(1/3×250)=137 ευρώ/MWh, που είναι περίπου 45% κάτω από το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας κατά την εφαρμογή του τρέχοντος σχεδιασμού της αγοράς».
Οι συμμαχίες και οι αντιθέσεις
Μετά την παρουσίαση του κ. Σκρέκα, στο τέλος του Συμβουλίου υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε., έλαβαν το λόγο εκπρόσωποι χωρών.
Οι υπουργοί της Γερμανίας, της Κύπρου, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ρουμανίας τάχθηκαν υπέρ της ελληνικής πρότασης. Προέτρεψαν μάλιστα την Ευρ. Επιτροπή να αξιολογήσει το σχέδιο της μεταρρύθμισης και ταυτόχρονα να ξεκινήσει συζήτηση επ’ αυτής.
Αντίθετα οι εκπρόσωποι της Δανίας και του Λουξεμβούργου σημείωσαν πως το σημερινό μοντέλο της αγοράς λειτουργεί ικανοποιητικά και απέδωσαν τις αυξήσεις των τιμών ρεύματος στα προβλήματα επάρκειας φυσικού αερίου.
Μία πιο ουδέτερη στάση τήρησε η Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον παραπέμποντας την αξιολόγηση της όποιας πρότασης για αλλαγή μοντέλου στην τεχνική ομάδα του Ευρωπαίου Ρυθμιστή (ACER). Θύμισε δε, το πρόσφατο πόρισμα του, με το οποίο το σημερινό μοντέλο της ευρωπαϊκής αγοράς λειτουργεί και δεν ευθύνεται για τις υψηλές τιμές ενέργειας.
Πηγή: ΟΤhttps://www.ot.gr/
Τα σχόλια είναι κλειστά.