«Θα ήθελα να είμαι στη θέση της κι αυτή στη δικιά μου» κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου ο συζυγοκτόνος
Καταπέλτης η εισαγγελέας για τη γυναικοτονία στο Ρέθυμνο – «Όλη η ουσία της πατριαρχίας σε αυτήν την υπόθεση»
Καταπέλτης ήταν η εισαγγελέας στη δίκη για τη γυναικοκτονία της 56χρονης μητέρας 4 παιδιών στο Άνω Μαλάκι Ρεθύμνου τον Ιούλιο του 2022.
«Τα όσα είπε ήταν απόλυτα διαφωτιστικά του συμβάντος και του χαρακτήρα του.
Δεν έχει κάνει την αυτοκριτική του, δεν έχει μετανιώσει.
Μας περιγράφει μια γυναίκα καταπιεστική και ζηλιάρα. Περιέγραψε όσα ο ίδιος είναι. Είναι σα να πετάμε στα σκουπίδια πέντε μέρες ακροαματικής διαδικασίας. Μακάρι να είχαμε ξεκινήσει με την απολογία του. Ήταν διαφωτιστική» είπε η εισαγγελέας μετά την κατάθεση του δράστη, σύμφωνα με το neakriti.gr.https://www.neakriti.gr/
Αναλυτικά η αγόρευση της εισαγγελέως:
«Η περίπτωση θεωρώ ότι είναι πολύ ξεκάθαρη. Στις 31/7/2022 ο κατηγορούμενος έκοψε το νήμα της ζωής τής επί 42 χρόνια συζύγου του. Στέρησε τη ζωή της επειδή ήθελε να ζήσει μακριά του, όπως είχε κάθε δικαίωμα. Έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις του.
Σε αυτή τη γυναικοκτονία αποτυπώνεται όλη η ουσία της πατριαρχίας. Ότι η γυναίκα είναι δούλα του κι αν αποπειράται να φύγει έχει δικαίωμα να τη σκοτώσει.
Ζητούσε συγχωροχάρτι ενώ ταυτόχρονα την κατηγορούσε.
Δεν υπάρχει κανένας βρασμός. Έχει να κάνει με την υπόστασή του.
Η Γ.Μ. περιγράφεται ως μια γυναίκα στοργική και αξιαγάπητη.
Ο κατηγορούμενος περιγράφεται σκληρός, να ζει στο μικρόκοσμό του. Τα ζώα του. Τα παιδιά του. Το σπίτι του. Μέσα σε αυτό το μικρόκοσμο έχει και τη Γεωργία. Η οποία καταπιεζόταν μέσα στον γάμο της. Δε μπορούσε να ανασάνει.
Αυτός την εκδίωξε, το λένε όλοι οι μάρτυρες, και ψευδώς ανέφερε το αντίθετο.
Με προτροπή της κόρης επέστρεψε δεύτερη φορά, τη μοιραία. Οριοθετεί τη συμπεριφορά της για πρώτη φορά. Εκείνος, μη σεβόμενος την επιθυμία της να μην την ενοχλήσει, την ενοχλεί. Ο ανδρικός εγωισμός του δεν αντέχει άλλο την απόρριψη.
Στο συμβάν ήταν κατακλυσμένος από θυμό και οργή, συναισθήματα που προϋπήρχαν. Πήγε και πήρε το μαχαίρι και επανήλθε στον χώρο της κουζίνας. Η Γεωργία κοιτούσε προς τον τοίχο. Την αιφνιδίασε. Η επίθεση ήταν πισώπλατα. Δεν της άφησε κανένα περιθώριο αντίδρασης και διαφυγής. Έπεσε νεκρή στο σημείο που έκανε δουλειές. Δεν υπήρξε πάλη. Την ακινητοποιεί από τα μαλλιά προκαλώντας της απανωτά τραύματα, βαθιά τραύματα σε όλη την περιοχή του λαιμού. Δέχτηκε κι ένα τελευταίο τραύμα που ήταν τόσο βαθύ που έφτασε στον πνεύμονα. Το χτύπημα αυτό δείχνει ότι είχε απόλυτη συνείδηση» είπε η εισαγγελέας.
«Φοβήθηκα – Θα ήθελα να είμαι στη θέση της κι αυτή στη δικιά μου»
«Ζητώ συγνώμη από το δικαστήριο, τα κοπελιά μου και τα αδέλφια μου. Θα ήθελα να είμαι στη θέση της κι αυτή στη δικιά μου. Μέρα-νύχτα αυτό με βασανίζει». Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του 61χρονου κτηνοτρόφου, που απολογήθηκε το πρωί της Τρίτης για τη δολοφονία της συζύγου του.
Στη συνέχεια περιέγραψε όσα έγιναν τη μοιραία μέρα της δολοφονίας, ισχυριζόμενος ότι η 56χρονη του πέταξε ένα πιάτο και «τον έπιασε και φοβήθηκε γιατί ήταν ,μια γυναίκα δύο μέτρα»…
Αναλυτικά η απολογία του συζυγοκτόνου:
«Εκείνη επέστρεψε στο σπίτι την τελευταία φορά, την καλωσόρισα κι εκείνη μου είπε “φύγε από μπροστά μου’. Πήγε και φίλησε το παιδί, πλύθηκε κι ύστερα πήρε ένα μαξιλάρι και μου το πέταξε στον καναπέ. Γύρισα στο δωμάτιο να πάρω ένα σεντόνι και μου μίλησε πάλι άσχημα. Έλεγε ψέματα στις αδελφές της και τα παιδιά πως της φερόμουν άσχημα κι ότι με το ζόρι είχαμε σεξουαλική σχέση. Εγώ τη λάτρευα ό,τι κι αν μου έλεγε. Δεν είχα τη δύναμη να τη στεναχωρήσω», είπε αρχικά ο 61χρονος στην απολογία του.
«Το πρωί έφυγα και πήγα στα πρόβατα. Το βράδυ δεν ήξερα αν θα γυρίσει. Ήταν τελικά στο σπίτι και μαγείρευε. Μου έκανε ένα καφέ και συζητούσαμε διάφορα. Κάτσαμε μαζί δυόμισι ώρες. Μετά ήρθε το Λευτεράκι κι έβαλε στο παιδί να φάει. Ήρθε για λίγο και ο Σήφης.
Της είπε το παιδί να μαγειρέψει και την επόμενη κι εγώ ενθουσιάστηκα. Έβγαλα ένα λαγό από τον καταψύκτη και πήρα ένα μαχαίρι από έξω για να κόψω τυρί. Άφησα το μαχαίρι πάνω στον πάγκο. Εκείνη έπλενε τα δόντια της. Στη συνέχεια πήγε πάλι και μου έφερε ένα μαξιλάρι κι ένα σεντόνι. Το πρωί τα άφησα εκεί κι έφυγα να πάω στα ζώα.
Γύρισα για να κόψω το τυρί. Κάθισα και μου έφερε ένα τοστ, αν κι εγώ ποτέ δεν τρώω τοστ. Έβαλε φαγητό στο Λευτεράκι και το παιδί έφυγε. Ύστερα άρχισε να μου λέει διάφορα. Πήρε το τοστ αφού δεν το έτρωγα. Μου είπε ότι κάθε μέρα πάει και με άλλον, όπως η αδερφή μου, αλλά ότι δεν θα τον πάρω ποτέ χαμπάρι. Μου πέταξε ύστερα το πιάτο με το τοστ. Της είπα τι είναι αυτά που κάνεις; Με έπιασε και με λύγισε. Φοβήθηκα γιατί ήταν μια γυναίκα δύο μέτρα. Πήρα το μαχαίρι κι έγινε ό,τι έγινε. Τα έχασα. Θόλωσε ο νους μου. Δεν ήξερα τι έκανα».
«Έχασα τον κόσμο. Δεν αισθανόμουνα τι έκανα. Ήταν κακή ώρα. Κακή στιγμή και με κατάστρεψε. Εγώ ποτέ δεν την είχα χτυπήσει. Σηκώθηκα και δεν ήξερα ούτε που βρισκόμουν.
Είπα: Τι έκανες, Γεωργία; Φωτιά έβαλες στο σπίτι και διαλύσαμε.
Φορούσα πιτζάμες και φανελάκι. Ήθελα να πάω να παραδοθώ στην αστυνομία. Σκουπίστηκα με τη φανέλα, άλλαξα ρούχα και έφυγα. Στο δρόμο πήρα τηλέφωνο τον αδερφό μου» είπε στην απολογία του ο 61χρονος.