Έτσι έλεγαν οι κυράδες στην Κρήτη τα παλιά χρόνια, τότες που η ημέρα αυτή ήταν αργία και κανείς άνδρας ούτε γυναίκα, δεν δούλευε. Οι μύλοι που άλεθαν, ακόμα και τις Μεγάλες γιορτές, είχαν αργία την ημέρα εκείνη.
Η Παναγία που γιορτάζει την ημέρα αυτή είναι η «Μυλιαργούσα». Γιόρταζαν οι μυλωνάδες και είχαν τάμα να πάνε άρτους και να ανάψουν μια λαμπάδα στη χάρη της. Λέγανε πώς αν δεν σταματήσουν οι μυλωνάδες να δουλεύουν θα σταματήσουν οι μύλοι μόνοι τους!!
Την ημέρα αυτή οι έγκυες γυναίκες και οι μητέρες όλων των μικρών παιδιών τιμούν την γιορτή και κρεμούν στην εικόνα της Υπαπαντής τάματα ή κάνουν προσφορές. Οι γυναίκες ακόμα και σήμερα στην Κρήτη πάνε αρτοπλασίες στις εκκλησιές της Παναγιάς μας για να την παρακαλέσουν να ‘χει καλά τα βλαστάρια τους.
Κι ύστερα από τη λειτουργιά ο παπάς τα μοιράζει σε ίσα κομμάτια στο εκκλησίασμα. Κι οι μανάδες τα πάνε σπίτι, βάζουν ένα κομματάκι στο εικόνισμα για το μικρό Χριστό και το υπόλοιπο το μοιράζουν στα παιδιά τους για να έχουν υγεία και ευλογία όλο το χρόνο.
Είναι Μεγάλη σχόλη, η γιορτή της Υπαπαντής του Χριστού μας στο νησί μας!
Η Δεσποτο-Θεομητορική εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, που εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, θεωρείται στην Κρήτη μεγάλη γιορτή, από τις μεγαλύτερες του ετήσιου κύκλου.
Γιορτάζεται η Παναγία, σε ανάμνηση της έλευσης του μικρού Χριστού από τους γονείς του στο Ναό των Ιεροσολύμων και της υποδοχής του από τον πρεσβευτή ιερέα Συμεών, μαζί με την ανάμνηση του γεγονότος του καθαρισμού της Παναγίας από τη λοχεία (σαραντισμός).
Η Υπαπαντή του Κυρίου είναι μία από τις 12 μεγάλες εορτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας («Δωδεκάορτον»). Στον αγγλόφωνο κόσμο είναι γνωστή ως Candlemas. Η λέξη “Υπαπαντή” σημαίνει Προϋπάντηση στην κοινή ελληνιστική γλώσσα.
Στις 2 Φεβρουαρίου έχουν την ονομαστική τους εορτή η Υπαπαντή, ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Δέσποινα.
Το εκκλησιαστικό γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου, που εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (β, 22-38), συνέβη σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επειδή, σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και μάλιστα αγόρι, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν σε Αυτόν μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια.
Το ζευγάρι του Ιωσήφ και της Μαρίας προϋπάντησε στο ναό ο υπερήλικας Συμεών, ο οποίος δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του, η οποία φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Ο πρεσβύτης ιερέας είχε λάβει υπόσχεση από τον Θεό ότι δεν θα πεθάνει, προτού δει τον Χριστό και Τον ευχαρίστησε με τα λόγια:
Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη,
ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου,
ό ητοίμασας κατά το πρόσωπον πάντων των λαών,
φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ.
Αρχικά, η Υπαπαντή γιορταζόταν στον βυζαντινό κόσμο στις 14 Φεβρουαρίου. Ήταν μία μάλλον μικρή θρησκευτική εορτή, την οποία ανήγαγε σε δεσποτική ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, προκειμένου να ζητήσει τη μεσιτεία του Κυρίου για ένα λοιμό που είχε ενσκήψει στην επικράτειά του.
Σήμερα, μόνο η Αρμενική Εκκλησία τιμά την Υπαπαντή στις 14 Φεβρουαρίου, ενώ όσοι Χριστιανοί ακολουθούν τον Ιουλιανό Ημερολόγιο («παλαιοημερολογίτες») γιορτάζουν την Υπαπαντή στις 15 Φεβρουαρίου.
“Παπαντή καλοβρεμένη κι η κοφίνα γεμισμένη.
Καλοκαιριά της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας”.
Έτσι έλεγαν οι παλιοί πριν την εβιομηχάνιση της χώρας.
Η Υπαπαντή ήταν ημέρα καιρικών προβλέψεων. Ότι καιρό κάνει την ημέρα αυτή θα συνεχίσει να κάνει για σαράντα μέρες. Αν και σε περιοχές της Κρήτης πίστευαν πως αν ο καιρός είναι καλός αυτή την ημέρα, ο χειμώνας θα κρατήσει πολύ. Ο αγροτικός πληθυσμός αγωνιούσε για την τύχη της παραγωγής του. Τα σπαρτά βρίσκονται σε κρίσιμη περίοδο, έχουν φυτρώσει αλλά δεν έχουν καρπίσει και αν την ημέρα αυτή βρέξει, θα τα βοηθήσει να κλείσουν τον κύκλο τους, όπως θα βοηθήσει και τα υπόλοιπα γεννήματα της γης.
Η ημέρα αυτή της Υπαπαντής είναι και η Μεγάλη γιορτή των Ξυλουργών του Ηρακλείου.
Ο μεγάλος μας Λαογράφος/Ιστορικός και δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης καταγράφοντας τα έθιμα της μεγάλης γιορτής στην Κρήτη αναφέρει για το πώς γιόρταζαν οι Ηρακλειώτες την ημέρα αυτή: «Στο Ηράκλειο γινόταν παλιότερα μεγάλη γιορτή και ήταν υποχρεωτική η συμμετοχή των ξυλουργών. Πήγαιναν σύσσωμοι στην εκκλησία με τη σημαία της συντεχνίας τους και ένας απ’ αυτούς έπαιρνε την εικόνα στο σπίτι του όπου στρωνόταν πλούσιο τραπέζι με τις μυζηθρόπιτες να κυριαρχούν. Η Υπαπαντή ήταν η προστάτιδα του εσναφίου (σιναφιού)τους».
Ιδιαίτερα λαμπρός ήταν ο εορτασμός της Υπαπαντής στο Μεγάλο Κάστρο, στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής. Ο μοναδικός Ορθόδοξος ναός που υπήρχε στην πόλη και ανήκε στην Εκκλησία της Κρήτης ήταν κατά το ήμισυ αφιερωμένος στην Υπαπαντή. Είναι ο παλιός (μικρός) Άγιος Μηνάς που εγκαινιάστηκε στα 1735. Η εικόνα του τέμπλου (1746) έχει φιλοτεχνηθεί από τον σπουδαίο μεταβυζαντινό ζωγράφο Γεώργιο Καστροφύλακα».
Ακόμα και ο Πόντιοι που κατάγονται όπως λέγεται απ’ ευθείας από τους Βυζαντινούς λένε για την ημέρα αυτή:
Υπαπαντή εν “Τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας”
Για τους Πόντιους είναι “Τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας” – Κούντουρον είναι ο Φεβρουάριος στην ποντιακή διάλεκτο, λόγω που είναι ο κοντός μήνας όπως χαρακτηριστικά σημαίνει το κούντουρον.
Ένα θυματόν, η καντήλα, λίγα ξερά Παναΐας δάκρα και η εικόνα της Παναγίας υπήρχαν πολλές φορές στο εικονοστάσι των ποντιακών σπιτιών, μιας και η μητέρα του Χριστού είναι ιδιαιτέρως αγαπητή στον ποντιακό ελληνισμό, κάτι που δεν αποδεικνύεται μόνο από τις αναφορές στη δημώδη ποίηση αλλά και από την αυστηρότητα με την οποία τηρούνταν η αργία σε όλες τις θεομητορικές γιορτές.
Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μεγάλη αμαρτία κάποιος να δουλεύει στις 2 Φεβρουαρίου, γι’ αυτό και έλεγαν: «Αϊλί εκείνον π’ έκαμεν τα δύο τη Κουντούρ’ τη Παναΐας. Μήτε η τζέπρα αφήν’ ατόν μήτε ανεχετία», δηλαδή αλίμονο σ’ εκείνον που δουλεύει της Υπαπαντής, ούτε η λέπρα τον αφήνει, ούτε η ανέχεια.https://maleviziotis.gr/