Ευρώπη: Ποιοι πίνουν περισσότερο – Σε ποια θέση βρίσκονται οι Έλληνες
Οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να καταναλώνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ στον κόσμο, παρόλο που η κατανάλωση μειώνεται αλλά με πιο χαμηλούς ρυθμούς από το 2000 και μετά.
Ευρώπη: Ποιοι πίνουν περισσότερο – Σε ποια θέση βρίσκονται οι Έλληνες
Σημαντική είναι η κατανάλωση αλκοόλ που παρατηρείται ακόμα και σήμερα παγκοσμίως παρόλο που όπως προειδοποιεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), «κανένα επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ δεν είναι ασφαλές για την υγεία μας».
«Δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα λεγόμενο ασφαλές επίπεδο χρήσης αλκοόλ. Δεν έχει σημασία πόσο πίνεις – ο κίνδυνος για την υγεία του πότη ξεκινά από την πρώτη σταγόνα οποιουδήποτε αλκοολούχου ποτού», εξήγησε η δρ. Καρίνα Φερέιρα-Μπόρχες, εν ενεργεία επικεφαλής μονάδας για τη διαχείριση μη μεταδοτικών ασθενειών και περιφερειακή σύμβουλος για το αλκοόλ και τα παράνομα ναρκωτικά στο Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη.
Mεταξύ 2010 και 2020, η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε σε 25 χώρες thw EE, ενώ αυξήθηκε σε 11
«Το μόνο πράγμα που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι όσο περισσότερο πίνετε, τόσο πιο επιβλαβές είναι – ή, με άλλα λόγια, όσο λιγότερο πίνετε, τόσο πιο ασφαλές είναι», προσέθεσε.
Όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ στην Ευρώπη τα στοιχεία που παρουσίασε το Euronews, δείχνουν μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, η οποία όμως επιβραδύνεται από τη δεκαετία του 2000.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, παρατηρείται σταδιακή μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ τόσο στην Ε.Ε. όσο και στην Ευρώπη. Τα στοιχεία αφορούν τη συνολική κατανάλωση αλκοόλ, που αφορά τις ετήσιες πωλήσεις καθαρού αλκοόλ σε λίτρα ανά άτομο ηλικίας 15 ετών και άνω. Τα δεδομένα δεν περιλαμβάνουν μη καταγεγραμμένη κατανάλωση αλκοόλ, όπως η εγχώρια ή παράνομη παραγωγή.
Στην Ε.Ε., η συνολική κατανάλωση αλκοόλ ανά άτομο ηλικίας 15 ετών και άνω μειώθηκε κατά 2,9 λίτρα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, από 12,7 λίτρα το 1980 σε 9,8 λίτρα το 2020, που αντιστοιχεί σε μείωση κατά 23%.
Η κατανάλωση ελαττώθηκε σημαντικά μεταξύ του 1980 (12,7 λίτρα) και του 2000 (10,5 λίτρα). Η ποσότητα και ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνθηκαν τις επόμενες δύο δεκαετίες. Ειδικότερα μειώθηκε κατά 0,5 λίτρα μεταξύ 2010 και 2020 στην Ε.Ε.
Η κατανάλωση αλκοόλ στην Ευρώπη σύμφωνα με τα δεδομένα του ΠΟΥ, που αφορούν 53 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και των γύρω χωρών, μειώθηκε από 12 λίτρα το 2000 σε 9,5 λίτρα το 2020, που αντιστοιχεί σε μείωση 2,5 λίτρων (21%).
Μεγαλύτεροι πότες στον κόσμο οι Ευρωπαίοι
Παρά όμως τη μείωση η Ευρώπη σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ ανά άτομο στον κόσμο. Ετησίως, κάθε άτομο ηλικίας 15 ετών και άνω πίνει κατά μέσο όρο 9,5 λίτρα καθαρό αλκοόλ. Αυτό ισοδυναμεί με 190 λίτρα μπύρας, 80 λίτρα κρασιού ή 24 λίτρα αλκοολούχων ποτών.
Το 2020, η ετήσια κατανάλωση αλκοόλ κυμαινόταν από 1,2 λίτρα στην Τουρκία έως 12,1 λίτρα στη Λετονία μεταξύ 36 ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Ε.Ε., του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) και των υποψήφιων χωρών προς ένταξη στην Ε.Ε.
Κατά μέσο όρο, οι πολίτες της Ε.Ε. κατανάλωναν 9,8 λίτρα αλκοόλ.
Η Γερμανία (10,6 λίτρα) είχε την υψηλότερη ποσότητα κατανάλωσης αλκοόλ, μεταξύ των «τεσσάρων μεγάλων» της Ε.Ε. όσον αφορά την οικονομία και τον πληθυσμό, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (10,4 λίτρα), την Ισπανία (7,8 λίτρα) και την Ιταλία (7,7 λίτρα). Στο Ηνωμένο Βασίλειο η κατανάλωση ήταν 9,7 λίτρα.
Η θέση της Ελλάδας
Εξετάζοντας τις αλλαγές σε επίπεδο χώρων μεταξύ 2010 και 2020, η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε σε 25 χώρες, ενώ αυξήθηκε σε 11.
Ορισμένες κατέγραψαν μικρές μεταβολές, αλλά οι περισσότερες χώρες παρουσίασαν αξιοσημείωτες μεταβολές κατά την περίοδο αυτή. Η κατανάλωση αλκοόλ παρουσίασε μείωση άνω του ενός λίτρου σε 14 χώρες, ενώ αντίθετα, σημείωσε αύξηση σε πέντε κατά την περίοδο αυτή.
Η Ιρλανδία και η Λιθουανία κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ κατά την περίοδο αυτή. Μειώθηκε κατά 2,1 λίτρα και στις δύο χώρες, ενώ ακολούθησε με μικρή διαφορά η Ισπανία. Στην Ελλάδα η μείωση ήταν κατά δύο λίτρα και συγκεκριμένα από 8,3 λίτρα η κατανάλωση έπεσε στα 6,3 λίτρα.
Οι Κάτω Χώρες, η Γαλλία, η Κύπρος και η Φινλανδία κατέγραψαν επίσης μείωση άνω του 1,5 λίτρου. Το ποσό της μείωσης ήταν επίσης μεταξύ ενός και 1,5 λίτρου στη Σερβία, το Βέλγιο, την Κροατία, τη Δανία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Στην Ε.Ε., η κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε κατά 0,6 λίτρα μεταξύ 2010 και 2020.
Τη μεγαλύτερη αύξηση είχε η Λετονία, όπου η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 2,3 λίτρα και ακολουθούν η Βουλγαρία (1,4 λίτρα), η Μάλτα (1,1 λίτρα), η Ρουμανία και η Πολωνία (και οι δύο 1 λίτρο) που παρουσίασαν επίσης σημαντική αύξηση. Η αύξηση ήταν πάνω από 0,5 λίτρα στη Νορβηγία, την Ιταλία και την Ισλανδία.
Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μεταβολή η Ελλάδα
Καθώς η κατανάλωση αλκοόλ διέφερε σημαντικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, η εξέταση της ποσοστιαίας μεταβολής αποτελεί επίσης χρήσιμο δείκτη.
Η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση κατά 24,1%, ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες (20,9%), την Ισπανία (20,4%) και την Τουρκία (20%).
Το ποσοστό μείωσης ήταν επίσης πάνω από 15% στην Ιρλανδία, τη Σερβία, τη Λιθουανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία και την Κύπρο.
Η Λετονία (23,5%) είχε επίσης τη μεγαλύτερη αύξηση σε ποσοστιαία μεταβολή.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν εφαρμόσει μια σειρά από πολιτικές για τον περιορισμό της κατανάλωσης αλκοόλ, όπως φορολογία, περιορισμούς στη διαθεσιμότητα του αλκοόλ και απαγόρευση στη διαφήμιση. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά τους παρεμποδίζεται από την κακή εφαρμογή στο πεδίο και τους περιορισμένους πόρους, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Η κατανάλωση αλκοόλ διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το φύλο και την εκπαίδευση, ενώ σημαντικά είναι και τα αποτελέσματα της έρευνας στο ποσοστό της κατανάλωσης αλκοόλ σε μία μόνο φορά.
Πρόκειται για το ποσοστό των ενηλίκων ηλικίας 18 ετών και άνω που ανέφεραν ότι είχαν πιει 60 γραμμάρια ή περισσότερο καθαρής αιθανόλης σε μία μόνο περίσταση τις τελευταίες 30 ημέρες. Αυτό ισοδυναμεί με έξι ή περισσότερα ποτά.
Το 2019, σχεδόν ένας στους πέντε ενήλικες (19%) ανέφερε έντονη επεισοδιακή κατανάλωση αλκοόλ τουλάχιστον μία φορά το μήνα στις χώρες της Ε.Ε., ποσοστό που παραμένει σταθερό από το 2014.
Ο ρόλος του φύλου στη βαριά κατανάλωση αλκοόλ
Σε όλες τις χώρες, οι άνδρες είχαν περισσότερες πιθανότητες από τις γυναίκες να αναφέρουν έντονη επεισοδιακή κατανάλωση αλκοόλ. Το 2019, κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., το 26,6% των ανδρών ανέφεραν σοβαρή επεισοδιακή κατανάλωση αλκοόλ τουλάχιστον μία φορά το μήνα, σε σύγκριση με το 11,4% που ήταν το ποσοστό των γυναικών.
Το υψηλότερο ποσοστό βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης αλκοόλ στους άνδρες ανέφερε η Ρουμανία (55,2%). Το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 35 τοις εκατό στη Δανία, το Λουξεμβούργο, τη Γερμανία και το Βέλγιο.
Οι γυναίκες στη Δανία, το Λουξεμβούργο, τη Γερμανία και την Ιρλανδία εμφάνισαν τα υψηλότερα ποσοστά βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης αλκοόλ, τα οποία ήταν πάνω από 20 τοις εκατό.
Η αναλογία των ανδρών που πίνουν πολύ αλκοόλ σε σχέση με τις γυναίκες καταδεικνύει το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Το 2019, το ποσοστό αυτό ήταν 2,33 στην Ε.Ε., γεγονός που υποδηλώνει ότι 2,33 άνδρες ήταν βαρείς πότες σε αντίθεση με τις γυναίκες. Η αναλογία αυτή ήταν η χαμηλότερη στην Ιρλανδία (1,46), την Ισλανδία (1,63) και τη Γερμανία (1,74).
Στην Ελλάδα το 9,3% των ανδρών εμφάνισε βαριά επεισοδιακή κατανάλωση αλκοόλ έναντι του 3,1% των γυναικών.
Η Τουρκία και η Κύπρος αποτελούσαν ακραίες περιπτώσεις στο χάσμα μεταξύ των δύο φύλων ως προς τη βαριά κατανάλωση αλκοόλ, όπου η αναλογία αυτή ήταν πάνω από 8. Η ακαδημαϊκή έρευνα υποδηλώνει ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να σχετίζονται με την πολιτισμική κουλτούρα και να αντανακλούν τους «παραδοσιακούς ρόλους» των δύο φύλων. Μπορεί επίσης να σχετίζονται με το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων και το χαμηλότερο εισόδημα.
Η βαριά κατανάλωση αλκοόλ είναι χαμηλότερη σε άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο
Το μορφωτικό επίπεδο έχει επίσης σημασία για τη βαριά κατανάλωση αλκοόλ. Τα άτομα με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν έχουν υψηλότερο ποσοστό βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης αλκοόλ στις χώρες της Ε.Ε., εκτός από τη Λετονία.
Κατά μέσο όρο, το 12,5% των ατόμων με εκπαίδευση κάτω από το ανώτερο επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ανέφεραν βαριά επεισοδιακή κατανάλωση αλκοόλ, σε σύγκριση με το 20% ή περισσότερο των ατόμων με εκπαίδευση τουλάχιστον ανώτερης δευτεροβάθμιας (22,3%) ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,2%).
Οι διαφορές αυτές αντικατοπτρίζουν σημαντικά τη μεγαλύτερη αγοραστική ικανότητα.
«Το αλκοόλ είναι πιο προσιτό για τα άτομα με μεγαλύτερη εκπαίδευση και υψηλότερο εισόδημα. Ωστόσο, όταν εξετάζουμε τις βλάβες που σχετίζονται με το αλκοόλ, η επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη για τα άτομα με χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο», διαπιστώνει σε έκθεσή του, ο ΟΟΣΑ
Το υψηλότερο ποσοστό εκπαιδευτικού χάσματος μεταξύ των βαρέων ποτών παρατηρήθηκε στη Λετονία, την Ελλάδα, την Εσθονία, τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία.
Σε αυτές τις χώρες, το ποσοστό βαριάς επεισοδιακής κατανάλωσης αλκοόλ σε άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση ήταν ελαφρώς υψηλότερο από ό,τι σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα σχόλια είναι κλειστά.