Με πυξίδα τους μεγάλους αγώνες και τους μεγάλους ορίζοντες
Η αιώνια σιωπή σφράγισε τα χείλη του με το γνωστό και τόσο αινιγματικό χαμόγελο — αυτό το χαμόγελο πούχε νικήση στρατούς και στόλους και διπλωματίες με ιστορία. Το σκοτάδι του θανάτου έσβυσε τους δυο γιορτινούς ελληνικούς ουρανούς — αυτά τα πάμφωτα μάτια, πούβγαιναν έξω από τα γυαλιά κι’ έκαναν τη μορφή του ν’ αστράφτη γεμάτη νόησι.
Και τώρα; Θα προσέλθουν τ’ ανθρωπάκια με τα ύποπτα φρασίδια, τα σάλια, τα δηλητήρια και τους δικολαβικούς «απολογισμούς»; Να κάμουν τι; Αυτό το μνήμα, π’ άνοιξε η Μοίρα με το ραγδαίο ρυθμό των τραγικών καθάρσεων, είνε μνήμα ήρωος. Τι θα ζητούσαν κοντά του όσοι έζησαν και ζουν με την ιερή τρομάρα της προσωπικότητος κι’ όσοι κάμανε καθημερινή επιχείρησι τον πόλεμον εναντίον της; Να ρίξουν μήπως, αντί για χώμα, την απερίγραπτη σκόνη που ξεσήκωναν γύρω του οι μνησικακίες και οι φθόνοι της απέραντης συντεχνίας των μετριοτήτων; Πάνω σ’ αυτό το μνήμα δε μπορεί άξια να σταθή, τούτη την ώρα, παρά μόνον η Ελλάς του λαού, η Ελλάς των μαζών, η ανώνυμη Ελλάς του πλήθους: ξεμαλλιασμένη, ξεστηθιασμένη, χιλιοπληγωμένη, θα καθίση κατάχαμα με τα κουρέλια της· και θα χτυπήση τα στήθη της· κι’ η φωνή της θα γίνη απέραντος λυγμός και σπαραγμός και θρήνος, από τις χιονισμένες κορφές του Μπέλες ως τις πλαγιές των Λευκών ορέων.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 19.3.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μόνον η Ελλάς του μεγάλου, του ανώνυμου πλήθους, η αληθινή, η αιώνια και μία —κι’ ας την ξεσχίζουν όσο θέλουν τα κόμματα— αυτή που εικονίζει εδώ κάτω την ιδανική μορφή, που ο Βενιζέλος ελάτρευσε και υπηρέτησε ένα τρίτον αιώνος, μόνον αυτή μπορεί άξια να τον θρηνήση σήμερα. Γιατί θα κλάψη το εκπληκτικό παραμύθι πούζησε μαζί του, σαν άλλη Σταχτομπούτα με τ’ ώμορφο βασιλόπουλο — ένα όνειρο γοητευτικό, που στο ξύπνιο της διαλύθηκε πιο γλήγορα κι’ από την πιο λεπτή ανοιξιάτικη τέχνη. Θα κλάψη, πάνω σ’ αυτό το απρόοπτο μνήμα, η Ελλάς τα χαμένα κι’ αγύριστα νειάτα της — τ’ απίστευτα νειάτα που της χάρισε ο καταπληκτικός αυτός μάγος, μόλις έφθασε από το τραχύ του νησί και την άγγιξε με την άκρη του δακτύλου του. Θα θρηνήση τ’ αλησμόνητα οράματα της αλκής, πιο φευγαλέα κι’ από το πέταγμα της αλκυόνος, όταν ο μέγας αυτός φακίρης, εμψυχωτής, υπνωτιστής και οδηγός μαζών, ξεσήκωνε τα παλληκάρια, απ’ όλες τις γωνιές της χώρας, για να φέρουν τους πολεμικούς αετούς μας στους παληούς δοξασμένους δρόμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή να δέσουν τ’ άλογά τους σ’ αυτές τις πύλες της Βασιλίδος. Με βαρύ αναφυλλητό και με δάκρυ πικρό μετανοίας θα εξομολογηθή, αυτή η Ελλάς του λαού και του πλήθους, πάνω στ’ ανοιχτό μνήμα, την πρώτη φοβερή της προδοσία, όταν, δειλιασμένη, παγιδευμένη από τα κηρύγματα της φιλοζωίας και του μικροελλαδισμού, έπαυσε να πιστεύη σ’ αυτόν και στάθηκε λιπόψυχη στη μέση του δρόμου. Θα θρηνήση, από τα φυλλοκάρδια της μέσα, η Ελλάς αυτή τον απίθανον ήρωα, που την έδραξε τότε με χέρι στιβαρό και μ’ αδάμαστη θέλησι την έσπρωξε πάλι στους μεγάλους αγώνες και τους μεγάλους ορίζοντες με τον επιγραμματικό τούτο λόγο:
— Αν Εσύ δεν πιστεύης σε μένα, εγώ όμως πιστεύω σε Σένα· κι’ είνε το ίδιο!
Η Ελλάς αυτή θα κλάψη τ’ αφάνταστα μεγαλεία που γνώρισε, όταν, συντροφευμένη από τον ήρωά της, κάθισε, ισότιμη, στα τραπέζια βασιληάδων και δυνατών της γης, να γυρέψη περήφανα το δίκηο της και, στην ανάγκη, να χτυπήση τη γροθιά της. Τρίβανε τα μάτια τους όσοι την ξέρανε παλαιότερα, που γύριζε το δίσκο της ζητιανιάς στην Ευρώπη, κατά τον γραβαρίτικο ιμπεριαλισμό των Θεοτόκηδων και των Ράλληδων: «Δόστε μας κανένα χωραφάκι, να μεγαλώσουμε κι’ εμείς κομμάτι, έτσι να συχωρεθούν τα πεθαμένα σας!»
Με σπαραγμούς και γόους θα φωνάξη, χτυπώντας τα στήθη της, τη δεύτερη φοβερή προδοσία της, όταν στο μεγαλούργημα των Σεβρών τού απεκρίθη:
— Μαύρο, κάτω, έξω από την Ελλάδα!
Θα χύση δάκρυα πικρά για τις ασιατικές κτήσεις που χάθηκαν για πάντα, για το κολόβωμα της Θράκης, για τις τρομερές εκατόμβες του πληθυσμού, για τη συμφορά που εξαπολύθηκε κατά της χώρας. Θα χύση δάκρυα μετανοίας κι’ ευγνωμοσύνης για την προθυμία πούδειξε, αυτός, ο εξόριστος, ο αποδιωγμένος, να τρέξη στη Λωζάννη και μαρτυρικά ν’ αγωνισθή για να περιμαζέψη τα αιμόφυρτα ράκη, στα οποία η ομαδική παραφροσύνη είχε μεταβάλη το μεγάλο του έργο. Θα κλάψη, η Ελλάς αυτή, για όλες τις προδοσίες του εαυτού της —του πολυτιμοτέρου της εαυτού μάλιστα!— για τις σφαίρες των δολοφόνων, τα μίση, τις βρισιές, τ’ αναθέματα. Και θα θρηνήση από τα βάθη της καρδιάς της επάνω απ’ όλα τον άνδρα που, μέσα στη φοβερή θύελλα των παθών που σήκωσεν η απροσμέτρητη προσωπικότης του, μπόρεσε να μείνη σταθερός στο χρέος του: πιστός προς τους απίστους, έτοιμος να τους υπηρετήση σε κάθε στιγμή και με κάθε θυσία. Η ατσαλένια του θέλησις, η απίστευτη ευκαμψία του, η αφάνταστη διορατικότης, η καταπληκτική ευκολία προσαρμογής, αυτό το πολιτικό του δαιμόνιο, όλα του τα σπάνια και μεγάλα προτερήματα, φαίνονται σα δευτερεύουσα υπόθεσις μπροστά στην ανωτερότητα του χαρακτήρος του: αυτήν την ανωτερότητα πούσβυσε για πάντα θρηνεί σήμερα η Ελλάς· και μ’ αγωνία βλέπει να διαγράφεται στον ορίζοντα η απειλητική επέλασις της μετριότητος και της ολιγοπιστίας.
*Κείμενο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά (1882-1966), που έφερε τον τίτλο «Ιδού τι θα κλάψη η Ελλάς» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την επαύριον του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου, την Πέμπτη 19 Μαρτίου 1936.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας από τους επιφανέστερους πολιτικούς άνδρες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων στις 23 (11 με το παλαιό ημερολόγιο) Αυγούστου 1864 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου 1936.
Όπως έμελλε να συμβεί και με το θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη ύστερα από έξι ολόκληρες δεκαετίες —δείτε εδώ το σχετικό άρθρο μας που δημοσιεύτηκε νωρίτερα—, ένα έντυπο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες, αποχαιρετά κατά τον αρμόζοντα τρόπο ένα μεγάλο άνδρα, ένα σπουδαίο Έλληνα.https://www.in.gr/author/ster/