Οι αυξανόμενες τιμές έχουν αποδυναμώσει την παγκόσμια ζήτηση και κατανάλωση – Τι γίνεται με τα αποθέματα
Σε υψηλά επίπεδα αναμένεται να διατηρηθεί η τιμή του ελαιόλαδου, με τις ποσότητες στη νέα παραγωγική σεζόν να αναμένονται περιορισμένες συγκριτικά με τη φετινή χρονιά, όπου η ελληνική παραγωγή, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή, εκτινάχτηκε στα ύψη.
Αυτή την περίοδο η μειωμένη διαθεσιμότητα, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος εισροών, οδηγεί σε υψηλότερες τιμές παραγωγού, οι οποίες μετακυλίονται κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού και οδηγούν σε υψηλότερες τιμές καταναλωτή και τιμές εξαγωγής. Έτσι, τόσο η κατανάλωση όσο και οι εξαγωγές της ΕΕ αναμένεται να μειωθούν, παρά το επίπεδο ρεκόρ, που καταγράφηκε πέρυσι.
Την ίδια στιγμή τα ευρωπαϊκά αποθέματα είναι μειωμένα και οι προοπτικές της επόμενης παραγωγικής σεζόν τόσο στη χώρα μας όσο και στην μεγαλύτερη παραγωγό χώρα την Ισπανία, κατά γενική ομολογία, είναι περιορισμένες.
Η ανομβρία στην Ευρώπη, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει να επηρεάζει τις παραγωγικές χώρες, προδιαγράφοντας μία πορεία με μικρές σοδειές και το 2023.
Πάντως τη σεζόν 2022/23 η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιόλαδου είναι μειωμένη κατά 39%, φτάνοντας μόλις τους 1,4 εκατ. τόνους, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης της Ισπανίας.
Πρωτοφανής παραγωγή
Αυξημένη κατά 42% ήταν η φετινή παραγωγή ελληνικού ελαιόλαδου, διανύοντας μία από τις καλύτερες χρονιές των τελευταίων ετών.
Τα Χανιά και το Ηράκλειο, η Μεσσηνία, η Ηλεία, η Λακωνία και η Αχαΐα, η Αιτωλοακαρνανία, η Πρέβεζα και η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές όπου η παραγωγή χαρακτηρίζεται από μεγάλη ως και πρωτοφανή, ενώ και οι υπόλοιπες ελαιοκομικές περιοχές της χώρας παρουσίασαν καλές παραγωγές.
«Αυτό που θα θυμόμαστε από αυτή τη χρονιά είναι ότι είχαμε μια καλή παραγωγή με πρωτοφανές υψηλές τιμές, κυρίως λόγω της συγκυρίας που είχε να κάνει με τον πόλεμο αλλά και την δραματική άνοδο της τιμής των σπορέλαιων. Οι παράγοντες αυτοί βοήθησαν το ελληνικό ελαιόλαδο, που σε συνδυασμό με την χαμηλή ισπανική παραγωγή οδήγησαν σε αυτές τις υψηλές τιμές», λέει στον ΟΤ ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιόλαδου κ. Μανώλης Γιαννούλης.
Σταθεροποιημένες οι τιμές
Οι τιμές παραγωγού για το ελληνικό ελαιόλαδο προς το παρόν φαίνονται να έχουν σταθεροποιηθεί λίγο πάνω από τα 5 ευρώ/κιλό, τιμή σχεδόν διπλάσια απ’ αυτή των δύο τελευταίων ετών. Ειδικότερα την προηγούμενη σεζόν η τιμή παραγωγού έφτασε στα 3,30 ευρώ/κιλό, ενώ μία χρονιά πριν η τιμή αυτή ήταν στα 2,50 ευρώ/κιλό.
Πάντως όπως όλα δείχνουν, δεν θα υπάρξει αποκλιμάκωση και οι υψηλές τιμές θα διατηρηθούν έως και την άνοιξη του 2024, αφού από την μία η Ελλάδα τη νέα σεζόν αναμένεται να έχει μειωμένες ποσότητες λόγω της παρενιαυτοφορίας, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο ακόμα και αν οι παραγωγές σε Ισπανία και Ιταλία κινηθούν σε φυσιολογικά επίπεδα, δεν θα υπάρχουν τα αποθέματα εκείνα ώστε να οδηγήσουν τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα.
«Οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν γιατί και τα αποθέματα είναι μικρά και η Ισπανία η οποία κατέχει το 50% της παραγωγής έχει μια ιστορικά χαμηλή παραγωγή. Άρα οι τιμές θα παραμείνουν ψηλά και για την επόμενη χρονιά», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ στον ΟΤ, υπογραμμίζοντας ότι αν και είναι νωρίς ακόμα «οι προβλέψεις για την επόμενη ελαιοκομική περίοδο, δεν είναι αισιόδοξες όσο αφορά την Ισπανία, ενώ και η Ιταλία τα τελευταία χρόνια πάει με μέτριες παραγωγές. Οπότε πλημμύρα ελαιόλαδου δεν θα υπάρχει του χρόνου, οπότε και οι τιμές δεν φαίνεται να υποχωρούν. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι καλό για τους παραγωγούς, κακό όμως για την κατανάλωση».
Τα αποθέματα
Παρά τα υψηλά αρχικά αποθέματα το 2022/23, αυτή την στιγμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διαθεσιμότητα κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος παραγωγής, συμβάλλει σε ιστορικά υψηλές τιμές παραγωγού για όλους τους κατηγορίες ελαιόλαδου.
Έτσι, μπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα αποθέματα να μειώνονται, στην Ελλάδα κρατούνται σε υψηλά επίπεδα. «Αυτή την στιγμή ένα μεγάλο μέρος ελαιόλαδου έχει φύγει. Η Ελλάδα όμως δεν μένει ποτέ από αποθέματα κάτω από 70.000 με 80.000 τόνους. Φέτος, με μια πρόχειρη εκτίμηση, θεωρώ ότι τα αποθέματα πρέπει να είναι στα 150.000 τόνους, μιας και η παραγωγή κινήθηκε από 300.000 έως 350.000 τόνους», επισημαίνει ο κ. Γιαννούλης.
Οι εξαγωγές
Δυνατότητες αλλά και ευκαιρίες ανάπτυξης υπάρχουν στον ελαιοκομικό τομέα και ειδικά φέτος, οι μειωμένες παραγωγές των ευρωπαϊκών ελαιοπαραγωγικών χωρών έδωσαν χώρο να διευρυνθούν οι εξαγωγές του ελληνικού ελαιόλαδου, διαγράφοντας θετική πορεία. Αυτή την στιγμή όμως η ζήτηση έχει ατονήσει. «Με δεδομένο ότι οι Ισπανοί βιώνουν μία πάρα πολύ κακή χρονιά από πλευράς παραγωγής, η λογική λέει ότι μόλις υπάρξει ανάγκη για εμπόρευμα πάλι τα τηλέφωνα θα χτυπήσουν», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιαννούλης.
Πάντως, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ, με δεδομένο ότι «σαν χώρα γενικότερα έχουμε ένα σημαντικό έλλειμα οργάνωσης», υπό προϋποθέσεις η Ελλάδα μπορεί να έχει μία πολύ καλή πορεία στις εξαγωγές, εφόσον υπάρξει και ένα κοστολόγιο ανταγωνιστικό: «Με τέτοιο υψηλό κόστος παραγωγής, δεν θα μπορεί ο παραγωγός να καλλιεργήσει».
Μειωμένη η κατανάλωση
Οι αυξανόμενες όμως τιμές έχουν αποδυναμώσει την παγκόσμια ζήτηση αλλά και την κατανάλωση, η οποία αναμένεται να φτάσει έως και το 11% στις κύριες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής.
«Υπάρχει μία πολύ μεγάλη πτώση στην κατανάλωση και αυτό συμβαίνει γιατί το ελαιόλαδο είναι ακριβό, ενώ οι τιμές στα σπορέλαια έχουν επανέλθει σε προ πολέμου επίπεδα. Η ψαλίδα ανάμεσα στο ελαιόλαδο και το σπορέλαιο είναι μεγάλη και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουμε μία μειωμένη κατανάλωση, κυρίως στις τρίτες χώρες, της μη ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπου το ελαιόλαδο δεν είναι ενταγμένο στη διατροφική συνήθεια των κατοίκων, αλλά το αντιμετωπίζουν σαν ντελικατέσεν», εξηγεί ο κ. Γιαννούλης.
Η χύμα διακίνηση
Από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική ελαιοκομία αποτελεί η διακίνηση χύμα ποσοτήτων.
«Η Ελλάδα καταναλώνει 11 με 12 κιλά κατά κεφαλήν που σημαίνει περίπου 120.000 τόνους το χρόνο. Από τα ράφια το τυποποιημένο ελαιόλαδο που πωλείται δεν είναι πάνω από 35.000 με 40.000 τόνους. Αν από τους 80 χιλιάδες τόνους, που απομένουν, οι 10.000 είναι για ιδιοκατανάλωση των παραγωγών και των οικογενειών τους, τότε πάνω από το μισό λάδι που καταναλώνεται μέσα στη χώρα είναι ο χύμα τενεκές που όλοι γνωρίζουμε. Αυτό σημαίνει ένα προϊόν ανεξέλεγκτο, τόσο από πλευράς ποιότητας αλλά και από πλευράς υγιεινής κ.ά», επισημαίνει ο κ. Γιαννούλης.
Παραθέτοντας στοιχεία από έρευνα του παρελθόντος, τόνισε ότι σύμφωνα με δειγματοληψίες που έγιναν σε χύμα συσκευασίες βρέθηκε ότι το 70% των δειγμάτων ήταν μη κανονικά δηλαδή ήταν είτε νοθευμένα είτε μη κανονικά σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου, που υποστήριζαν οι πωλητές ότι ήταν το περιεχόμενο.
«Εδώ και δεκαετίες παρακαλεί ο ελαιοκομικός τομέας να πάρει μέτρα τα οποία δεν λαμβάνονται ποτέ», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για αύξηση των ελέγχων από τους εκλεκτικούς μηχανισμούς σε σημεία διακίνησης (λιμάνι Πειραιά, διόδια, ΚΤΕΛ, Μεταφορικές εταιρίες, κλπ).
Πηγή: OT