Η Σύγκλητος του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, στη συνεδρίαση με αρ. πράξης 47/14.01.2021, συζήτησε σχετικά με τη θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και επισημαίνει ομόφωνα τα εξής:
1) Εδώ και πολλά χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο της εισαγωγής φοιτητών σε Τμήματα ΑΕΙ με βαθμολογίες κάτω από τη βάση. Παρατηρείται επίσης, μαθητές με άριστη ή πολύ καλή βαθμολογία στο Λύκειο να γράφουν χαμηλούς βαθμούς στις πανελλήνιες εξετάσεις, συγκεντρώνοντας έτσι ελάχιστα μόρια. Επομένως, οι πανελλήνιες εξετάσεις δεν αποτυπώνουν πάντα το γνωστικό υπόβαθρο και τις δυνατότητες των μαθητών, μολονότι αποτελούν ένα αδιάβλητο σύστημα εξετάσεων μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση συγκεκριμένου αριθμού θέσεων στην ανώτατη εκπαίδευση.
2) Η γνώμη μας είναι ότι πρέπει να ενισχυθεί το κύρος του εθνικού απολυτηρίου και να αποσυνδεθεί το Λύκειο από την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, ώστε η δευτεροβάθμια εκπαίδευση να ανακτήσει σταδιακά το μορφωτικό της ρόλο. Κύριος στόχος της κοινωνίας οφείλει να είναι η ολοκληρωμένη, ποιοτική μόρφωση των νέων γενεών. Οι υποψήφιοι φοιτητές πρέπει να επιλέγουν το Τμήμα όπου πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν και όχι να καταλήγουν τυχαία στις τελευταίες τους επιλογές, κάτι που σίγουρα επηρεάζει και τις σπουδές τους. Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μας, να ξεκινήσει από το Λύκειο ή και από χαμηλότερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, αλλιώς κινδυνεύει να είναι πρόχειρη, πρόσκαιρη και αναποτελεσματική.
3) Επισημαίνεται ότι η βάση εισαγωγής των Τμημάτων καθορίζεται κυρίως από το βαθμό δυσκολίας των θεμάτων των πανελληνίων εξετάσεων, τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης και, πλέον στην εποχή μας, από την οικονομική κατάσταση που επιβάλλει σε σημαντικό αριθμό υποψηφίων να επιλέγει Τμήματα κοντά στη μόνιμή τους κατοικία. Η ποιότητα των σπουδών στα πανεπιστημιακά Τμήματα δεν αποτελεί δυστυχώς πια το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής για τους υποψηφίους, με αποτέλεσμα πάρα πολλά Τμήματα της Περιφέρειας με υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο να έχουν ιδιαίτερα χαμηλές βάσεις εισαγωγής. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται από τη διαχρονική αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει δωρεάν φοιτητική στέγη, μετακίνηση και σίτιση στους οικονομικά αδύναμους φοιτητές.
4) Πιστεύουμε ότι η θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα οδηγήσει, εν μέσω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, σε σημαντική μείωση του αριθμού των εισακτέων στα Πανεπιστήμια. Καθώς μάλιστα η Πολιτεία δεν έχει μεριμνήσει, ως οφείλει, να τους διασφαλίσει άλλες διεξόδους για το μέλλον τους, τους οδηγεί με αυτό τον τρόπο στην ιδιωτική εκπαίδευση και τα -αμφιβόλου ποιότητας- κολλέγια. [Εκτιμάται ότι η μείωση των εισακτέων θα ανέλθει από φέτος σε δεκάδες χιλιάδες, ανάλογα με τον καθορισμό -από το Υπουργείο- του εύρους απόκλισης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής από το μέσο όρο των βαθμολογιών των υποψηφίων ανά επιστημονικό πεδίο]
5) Η θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής πρόκειται να θίξει κατεξοχήν τα περιφερειακά Πανεπιστήμια, τα οποία εξαιτίας κυρίως οικονομικών και πληθυσμιακών λόγων, δεν προσελκύουν πολλούς φοιτητές με υψηλές βαθμολογίες στις πανελλήνιες εξετάσεις. Είναι βέβαιο ότι με την εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, θα υπάρξουν χιλιάδες κενές θέσεις στα περιφερειακά Πανεπιστήμια, με συνέπεια να απειληθεί άμεσα η δυναμική και η προοπτική πολλών Τμημάτων που προσφέρουν σημαντικό εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο.
6) Επομένως θεωρούμε ότι τα Πανεπιστήμια, με βάση το αυτοδιοίκητο και τον στρατηγικό τους σχεδιασμό, πρέπει να έχουν σημαντικό λόγο για τον αριθμό των εισακτέων στα ακαδημαϊκά Τμήματα. Είναι απαραίτητο να γίνει επανακαθορισμός του αριθμού των εισακτέων ανά Τμήμα με βάση τις εισηγήσεις των Πανεπιστημίων, αλλά και συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια όπως η στελέχωση των Τμημάτων (π.χ. λόγος φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ), οι υποδομές που αυτά διαθέτουν και η απορρόφηση των αποφοίτων τους από την αγορά εργασίας.
Τα σχόλια είναι κλειστά.