Δημοσκόπηση της Κάπα Research – Παραμένει σε υψηλά επίπεδα η διαφορά των δύο κομμάτων
Δημοσκόπηση – κόλαφος για τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και για το πόσο τα εμπιστεύονται αυτά οι πολίτες, δημοσιεύει η Κάπα Research. Μια έρευνα η οποία έγινε την περίοδο 27 Μαΐου – 2 Ιουνίου κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο για την πρόθεση ψήφου, όσο και για τους πιο δημοφιλείς υπουργούς της κυβέρνησης αλλά και τα πλέον δημοφιλή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με την έρευνα, λοιπόν, στην πρόθεση ψήφου, αν είχαμε εκλογές την επόμενη Κυριακή, η Νέα Δημοκρατία λαμβάνει ποσοστό 32% από 32,9% τον περασμένο Φεβρουάριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καρπώνεται πολλά καθώς παίρνει ποσοστό 23,9%, μόλις 0,2% πάνω από την περασμένη έρευνα. Στην τρίτη θέση το ΠΑΣΟΚ με ποσοστό σχεδόν ίδιο, δηλαδή στο 12% και ακολουθεί το ΚΚΕ με 6,1%, η Ελληνική Λύση με 4%, το ΜέΡΑ25 με 2,8%, το κόμμα Κασιδιάρη με 1,2% και άλλο κόμμα 3,2%. Το ποσοστό που δεν έχουν αποφασίσει ανέρχεται σε 10.5%.
Στο ερώτημα: «Ανεξάρτητα από το κόμμα που θα ψηφίζατε, ποιο κόμμα πιστεύετε ότι θα βγει πρώτο στις επόμενες εκλογές, το 58% λέει Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ το 22% και άλλο κόμμα το 4%.
Σε ενδεχόμενες επαναληπτικές εκλογές, το 34,4% θα ψήφιζε ΝΔ, 25,8% ΣΥΡΙΖΑ, 11,2% ΠΑΣΟΚ και 5,4% ΚΚΕ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίρνει θετικές ή μάλλον θετικές γνώμες σε ποσοστό 46%, ο Αλέξης Τσίπρας παίρνει ποσοστό 32%, ίδιο με τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Αναφορικά με το ρόλο των κομμάτων στην κοινωνία, την αξία τους και το πόσο οι πολίτες τα εμπιστεύονται, βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα:
Εξι στους 10 πολίτες λένε ότι τα εμπιστεύονται λίγο (33%) ή καθόλου (27%) και μόλις 36% ότι τα εμπιστεύονται πολύ ή αρκετά αναφορικά με την προάσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι πολίτες σε ποσοστό 41% θέλουν δικομματικό σύστημα, όμως, περισσότεροι είναι αυτοί (48%) που θέλουν πολυκομματικό σύστημα που ευνοεί κυβερνήσεις συνεργασίας.
Στα κυρίαρχα συναισθήματα για τα κόμματα, το 58% λέει αρνητικά ή μάλλον αρνητικά και μόλις το 16% διάκειται θετικά στα κόμματα.
Το 43% πάντως, λέει ότι στο μέλλον πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των κομμάτων, το 18% να παραμείνει ίδιος και το 34% να αποδυναμωθεί, ένα ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό, που πρέπει να ληφθεί υπόψιν.
Η ΝΔ στην αξιολόγηση των κομμάτων παίρνει ποσοστό 40% σε θετικές ή μάλλον θετικές γνώμες, αλλά και 52% σε αρνητικές ή μάλλον αρνητικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 26% σε θετικές ή μάλλον θετικές γνώμες, αλλά και 65% σε αρνητικές ή μάλλον αρνητικές. Το ΠΑΣΟΚ παίρνει ποσοστό 21% αλλά και 53% αρνητικές ή μάλλον αρνητικές. Εχει όμως υψηλό ποσοστό (25%) που έχουν ουδέτερη γνώμη, προφανώς γιατί θέλουν να μάθουν τις προθέσεις του κόμματος με τη νέα ηγεσία. Ακολουθεί το ΚΚΕ με 13% αλλά και 70% αρνητικές, το ΜέΡΑ 25 με 12% θετικές αλλά και 68% αρνητικές, και η Ελληνική Λύση με 8% αλλά και 80% αρνητικές.
Στο ερώτημα ποιο κόμμα εκπροσωπεί καλύτερα τους πολίτες σε μια σειρά ομάδες του πληθυσμού, η ΝΔ κυριαρχεί στον επιχειρηματικό κόσμο με 78% και ακολουθεί η μεσαία τάξη με 33%. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί τους δημόσιους υπαλλήλους με 36% και τους άνεργους με 28%. Το ΠΑΣΟΚ τους δημόσιους υπαλλήλους με 20% και τη μεσαία τάξη με 13%.
Αναφορικά με τις αξίες που εκπροσωπεί κάθε κόμμα, στη ΝΔ κυριαρχεί η οικογένεια, με 34%, ο σεβασμός στους κανόνες και τις αρχές με 29% και η δικαιοσύνη μ3 25%. Στον ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η αλληλεγγύη με 30%, η δικαιοσύνη με 21% και η αξιοκρατία με 20%. Στο ΠΑΣΟΚ η αλληλεγγύη με 9%, η δικαιοσύνη με 5%, ο σεβασμός στους κανόνες και τις αρχές με 5%.
Στα σημαντικά θέματα, η ΝΔ κερδίζει στα διεθνή θέση της χώρας με 45% και στα εθνικά θέματα με 44%. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Παιδεία με 26% και στη μείωση της ανεργίας με 25% και το ΠΑΣΟΚ στην Παιδεία με 10% και στην κλιματική κρίση με 10%.
Αναλύοντας τα στοιχεία ο Αλέξης Ρουτζούνης, Διευθυντής Ερευνών Κάπα Research αναφέρει:
Ύστερα από μια δεκαετία απαξίωσης των θεσμών και απότομης απορρύθμισης των πολιτικών ταυτίσεων, τα κόμματα στην Ελλάδα του 2022 πιέζονται έτι περαιτέρω μπροστά στη δίνη των πολλαπλών κρίσεων και την παρατεταμένη δυσκολία στην καθημερινότητα του πολίτη. Σε αυτό το περιβάλλον, τρία συνέδρια για τα τρία μεγαλύτερα κοινοβουλευτικά κόμματα μόλις ολοκληρώθηκαν και από απόσταση φαντάζουν σαν μια κοινή, συλλογική προσπάθεια αντίδρασης του κομματικού συστήματος στην επικρατούσα αρνητική του εικόνα. Μια προσπάθεια, ωστόσο, που δεν αποδεικνύεται ικανή να αντιστρέψει τη μεγάλη τάση αμφισβήτησης.
Τρία συνέδρια στη σωστή κατεύθυνση που όμως δεν ανατρέπουν τη μεγάλη τάση
Σε κάθε συνέδριο το διακύβευμα διέφερε αλλά και τα τρία οδήγησαν σε δύο κοινές καταλήξεις. Πρώτα απ’ όλα, στην ενίσχυση των τριών αρχηγών: πιο δημοφιλείς και οι τρεις από τα κόμματά τους, πιο σημαντικοί για την πορεία των κομμάτων τους από την απήχηση των πολιτικών προτάσεων, της οργάνωσης και της εσωκομματικής δημοκρατίας, οι Κ. Μητσοτάκης, Α. Τσίπρας και Ν. Ανδρουλάκης εισέρχονται στη μάχη των επόμενων εκλογών απρόσκοπτα χωρίς κομματικές εκκρεμότητες. Σε δεύτερο επίπεδο, και για τα τρία κόμματα, η έννοια «εσωκομματική αντιπολίτευση» φαντάζει πλέον κενή περιεχομένου.
Όποια διαίρεση υπήρχε ή διαφαινόταν μετουσιώθηκε σε διατήρηση διαφορετικής γνώμης που μπορεί να είναι ανεκτή λόγω εσωκομματικής δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά είναι αδιανόητη μπροστά στην εκλογική αναμέτρηση. Πιο συνοπτικά, τα συνέδρια σφυρηλάτησαν την ενότητα με την επιβεβαίωση των αρχηγών.
Το συνέδριο της ΝΔ επιβεβαίωσε την κυβερνητική της πρωτοκαθεδρία, τη διαχειριστική της υπεροχή έναντι της αντιπολίτευσης, τον ενστερνισμό ενός αξιακού συστήματος με διαχρονική απήχηση στην κοινωνία (οικογένεια, κανόνες, εργατικότητα), την εκπροσώπηση της μεσαίας τάξης και ενός κόσμου της εργασίας (ιδιωτικοί υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι, ιδιοκτήτες επιχείρησης), με τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη να κομίζει την προσωπική του επιτυχία στις ΗΠΑ στην ατζέντα «υψηλής πολιτικής» της ΝΔ (εθνικά θέματα, διεθνής θέση της χώρας).
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το συνέδριο αποτέλεσε βήμα προς την πολυπόθητη αντιστοίχιση του κόμματος με το κοινωνικό σώμα που τον διατηρεί σε ποσοστά άνω του 31% από το 2015. Η πρόταση του Α. Τσίπρα για εκλογή αρχηγού από τη βάση των μελών είχε καλλιεργήσει προσδοκίες, επικράτησε και, σήμερα, θεωρείται μια θετική εξέλιξη για το 38% των πολιτών και το 79% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Κόμμα 170.000 και πλέον μελών, πολλά προερχόμενα από την κεντροαριστερά, με εκπροσώπηση γυναικών στα ανώτατα όργανά του, ο ΣΥΡΙΖΑ βελτιώνει – έστω και οριακά – την αντιπροσώπευση εκείνων των στρωμάτων που τον ανέδειξαν σε κυβερνητική δύναμη (δημόσιοι υπάλληλοι, αδύναμα στρώματα, άνεργοι και νέοι), αλλά και την εικόνα επάρκειας στη διαχείριση προβλημάτων (αρχής γενομένης από την ακρίβεια).
Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φιλοδοξούσε να παγιώσει τη «μεγάλη» επιστροφή του κινήματος στον πολιτικό χάρτη της χώρας μετά την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη. Η ικανοποίηση του 86% των ψηφοφόρων του και του 29% του συνόλου των πολιτών για την υιοθέτηση του πάλαι ποτέ «ΠΑΣΟΚ» στο όνομά του αποδεικνύει την επίτευξη του στόχου. Πάντως, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ παραμένει ευάλωτο καθώς αντιμετωπίζεται με καχυποψία για την ικανότητά του να εκπροσωπήσει ευρείες κοινωνικές ομάδες, να διαχειριστεί το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας και να ανταποκριθεί στην ανάγκη για σταθερότητα.
Τα (επιτυχημένα) συνέδρια, ωστόσο, δεν κέρδισαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και δεν μετρίασαν τη βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης που σοβεί στην πολιτική ζωή της χώρας, κληροδότημα της οικονομικής δυσπραγίας, της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που ταλανίζουν σωρευτικά για περισσότερο από μια δεκαετία την ελληνική κοινωνία. Τα κόμματα συνεχίζουν να προκαλούν ουδέτερα (26%) και, κυρίως, αρνητικά (58%) συναισθήματα, απολαμβάνουν χαμηλής εμπιστοσύνης (36%) ακόμη και για την ελάχιστη ευθύνη της προάσπισης του δημοκρατικού πολιτεύματος, νοσούν από έλλειμα αντιπροσώπευσης (72% δεν αντιπροσωπεύουν ανθρώπους σαν κι εμένα), τα στελέχη τους δεν πείθουν για τις ικανότητές τους, δεν προσθέτουν αξία στη χώρα ή την κοινωνία και, ίσως το κυριότερο, δεν εμπνέουν άλλους να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή.
Οι συσχετισμοί μήνες πριν τις εκλογές
Εάν σήμερα είχαμε εκλογές οι πολίτες θα προσέρχονταν στις κάλπες με το μυαλό στην αγοραστική τους δύναμη, τα εθνικά θέματα και την εθνική σταθερότητα· με τον ΣΥΡΙΖΑ να εισπράττει πολιτικά – αλλά περιορισμένα – από το πρώτο και τη ΝΔ να υπερισχύει εμφατικά στα δύο τελευταία. Την ίδια στιγμή, η αναστολή της πολιτικής κανονικότητας λόγω της πανδημίας και της έκτακτης συνθήκης του πολέμου θα περιόριζε ψυχολογικά την καλλιέργεια απόλυτης καταδίκης της κυβέρνησης. Επιπλέον, οι περισσότεροι θα επιθυμούσαν την ανάδειξη ισχυρής μονοκομματικής κυβέρνησης αφού η εμπειρία διαχείρισης της μεγάλης οικονομικής δοκιμασίας υπό κυβερνήσεις συνεργασίας είναι αρνητικά φορτισμένη, έχει καταγραφεί ως στίγμα – τόσο για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ – και σκιάζει έντονα τα κριτήρια ψήφου. Τέλος, όπως φανέρωσαν και τα συνέδρια, οι ηγεσίες έχουν αυξημένη βαρύτητα στην κάλπη και εκεί υπερέχει σε όλους τους δείκτες ο σημερινός πρωθυπουργός.
Η καταγραφή της περιόδου, λοιπόν, εμφανίζει την κυβερνητική παράταξη να διατηρεί σαφές προβάδισμα με τον ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύεται οριακά, διασφαλίζοντας πάντως τη θέση του ως δεύτερος ισχυρός πόλος του πολιτικού συστήματος. Η εικόνα αυτή ενισχύεται στο υποθετικό σενάριο των επαναληπτικών – και με εντονότερα διλήμματα – εκλογών, όπου ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αυξάνουν την επιρροή τους πιέζοντας τα υπόλοιπα κόμματα και τους αναποφάσιστους.
Προς το παρόν, δεν καταγράφεται κάποια δυναμική πολιτική πρωτοβουλία ή κοινωνικό ρεύμα που να οδηγεί σε άλλη κατεύθυνση: Ούτε σε μια επανάληψη του εκλογικού σκηνικού 2012-2015, ούτε σε μια ανατροπή τύπου 2009 με επιστροφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Τι μπορεί να ανατρέψει τη σημερινή εικόνα
Την κρίσιμη περίοδο της μελλοντικής διπλής (;) εκλογικής αναμέτρησης, το πολιτικό σύστημα θα αναγκαστεί να αναδιαταχθεί υπό την πίεση των γεγονότων που οι πολλαπλές κρίσεις προκαλούν. Ορισμένοι αστάθμητοι παράγοντες που δυνητικά θα επηρέαζαν τους σημερινούς συσχετισμούς αφορούν α) σε μια ανεξέλεγκτη πορεία των τιμών της ενέργειας και των βασικών αγαθών με αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση της αγοραστικής δύναμης του πολίτη, β) μια φυσική καταστροφή τους καλοκαιρινούς μήνες που θα έπληττε περαιτέρω το προφίλ «επαρκούς διαχειριστή» που φιλοτεχνεί από το 2016 η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, γ) μια αναζωπύρωση της πανδημίας το φθινόπωρο σε βαθμό που να απαιτεί επανεργοποίηση δραστικών περιοριστικών μέτρων, δ) η πιθανή όξυνση της έντασης ή ακόμη και ακραία γεωπολιτική κρίση με την Τουρκία ε) η στρατηγική επιλογή «εκμετάλλευσης» της απλής αναλογικής από το εκλογικό σώμα για την αποστολή μηνύματος στην κυβέρνηση ή/και το πολιτικό σύστημα συνολικά με σοβαρές παρενέργειες στην επαναληπτική κάλπη.
Η έκβαση κάθε εκλογικής σύγκρουσης στην Ελλάδα είναι αβέβαιη διότι οι αντοχές της κοινωνίας εξαιτίας των πολλαπλών κρίσεων είναι περιορισμένες, έτσι ώστε η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά να μην προεξοφλείται και το τελικό αποτέλεσμα να μην προδικάζεται.